Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμπελοκάματα (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η εργασία στη δουλειά του περβολιού.

Ετυμολογία:

αμπέλι+κάματος= ο κόπος από την εργασία