Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναπορκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

ξαναφκιάχνω κάποιο άνοιγμα.

Ετυμολογία:

ανά= ξανά+πορκά = άνοιγμα