Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αναρκοσπέρνω »
Ρήμα
Σημασία:
σπέρνω αραιά, ρίχνοντας τον σπόρο αραιά τον ένα από τον άλλο.
Ετυμολογία:
ανάρκα= αραιά+σπέρνω
Ειδικές φράσεις:
«αν έσ̌εις παιδκιά αναρκόσπερνε, αν έσ̌εις χτηνά πυκνόσπερνε»
(Η πυκνή σπορά αποδίδει μάλλον χόρτον και άχυρο παρά σπόρο, γι΄αυτό ο γεωργός σπέρνει κριθάρι για να κόψει χόρτο χλωρό (φαρράν= φορβήν) για τα ζώα του, χρησιμοποιεί διπλάσια περίπου ποσότητα σπόρου από τη συνηθισμένη. Αραιά σπορά δεν αποδίδει και τόσο πολύ χόρτο ή άχυρο, έχει όμως μεγαλύτερη παραγωγή σε σπόρο)
(Πανάρετου Α.,«Κυπριακή γεωργική λαογραφία», σελ.68, χ.ε.)