Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αναρόαλον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αναρόγαλον (το γάλα που αφήνει κάποιος ώστε να βοηθήσει να γίνει η αναρή).