Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανατζ̌εφαλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ξεροκεφαλιά

Ετυμολογία:

ανά+τζ̌εφαλιά= κεφάλη

Ειδικές φράσεις:

«με τουν την ανατζ̌εφαλιάν πο 'σεις, κατρατζ̌υλάς...» (Λιπέρτη Δ. «'Απαντα», σελ.60, 1969)