Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Aνεμόγυρος (o) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο μικρός ανεμοστρόβιλος, γρήγορος γύρος.

Ετυμολογία:

άνεμος+γύρος

Συνώνυμα:

ανεμογύριν (το)