Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανεμοτζ̌ιγκλά »

Ρήμα

Σημασία:

(γ πρόσωπο) όταν η βροχή κάνει κύκλους με τη βοήθεια του ανέμου (για τις ρανίδες της βροχής).

Ετυμολογία:

άνεμος+τζ̌ιγκλά= κύκλος

Ειδικές φράσεις:

«...τζ̌ι αρκεύκει τζ̌ι ανεμοτζ̌ιγκλά, σούζεται , τρεμουσ̌ιάζει, λείφ’ η κλωστή τζ̌αι σταματά, μεσοστρατίς αράζει...» (Κατσαντώνη Κώστα, «Τζυπριώτικες περιλοές», σελ.42, Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, 1992)