Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαμνοχαβάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το μαλακό χώμα.

Ετυμολογία:

χαμνός=χαλαρός+χαβάρα= χώμα μαλακό