Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαρραμοταϊσμένος (ο) »

Μετοχή

Σημασία:

αυτός που τρώει άδικα χωρίς να προσφέρει τίποτε.

Ετυμολογία:

χαρράμι= άδικο+ταϊσμένος