Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χολιαστηρόσμιλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το λεπτό σίδερο.

Ετυμολογία:

χολλά= βαφή που έβαζαν στα μάτια οι κοπέλλες+σμίλα