Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χοντρομούτσουνος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που έχει χοντρό πρόσωπο.

Ετυμολογία:

χοντρός+μουτσούνα= πρόσωπο