Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χωρκατόγλωσσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η γλώσσα, η ομιλία του χωρικού.

Ετυμολογία:

χωρκόν= χωριό+γλώσσα