Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χογλιώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. χογλωκοπώ (1. βράζω, κοχλάζω, νερό χογλαστό. 2. μτφ. είμαι θυμωμένος).

Συνώνυμα:

χογλω