Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πούρπουλλος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. πουρπούλλης (ο βρομισμένος, ο κηλιδωμένος).

Συνώνυμα:

Πουρπούλλα (η), Πουρπούλλικον, Πουρπούλλιν (το)