Ιβελίνοι

Image

Οι Ιβελίνοι ή ντ' Ιμπελέν (d' lbelin) ήσαν ισχυρή και διαπρεπής οικογένεια της μεσαιωνικής Κύπρου. Συνδέθηκαν προς τη βασιλική οικογένεια της Κύπρου και άλλες εξέχουσες οικογένειες της Φραγκικής Ανατολής, κατείχαν ανώτερα και ανώτατα αξιώματα, θέσεις και γαίες στην Κύπρο και στη Συρία-Παλαιστίνη και διαδραμάτισαν έξοχο ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, νομική και στρατιωτική ζωή της περιοχής. Κυριότερα μέλη της οικογένειας:

 

1. Αλίκη ντ' Ιμπελέν. Βλ. γι' αυτήν λήμμα Αλίκη.

 

2. Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν, ο δεύτερος γιος του Ιωάννη ντ' Ιμπελέν Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού, σινεσκάρδος της Κύπρου. Βλ. αυτοτελές.

 

3. Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν κοντοστάβλης της Κύπρου, που συνέβαλε στο κίνημα του Αμαλρίχου ή Αμωρύ κατά του αδελφού του Ερρίκου Β' Λουζινιανού στα 1306, που και οι δυο ήταν ανεψιοί του (βλ. λήμμα Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν).

 

4. Βαλιάν ή Βαλιάνος ντ' Ιμπελέν άρχων της Σιδώνος, ανεψιός του Ιωάννη ντ' Ιμπελέν Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού, υποστηρικτής του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄.

 

5. Βαλιάν ή Βαλιάνος ντ' Ιμπελέν γιος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού.

 

6. Βαλιάν ή Βαλιάνος ντ' Ιμπελέν ο Μεγάλος, γιος του Ιωάννη του Αρσούρ βαΐλου και κοντοστάβλη του βασιλείου της Ιερουσαλήμ (βλ. αυτοτελές λήμμα).

 

7. Βαλιάν ή Βαλιάνος ντ' Ιμπελέν του Αρσούρ βαΐλος της Ιερουσαλήμ στα 1276, ο ίδιος με τον πιο πάνω.

 

8. Βαλιάν ή Βαλιάνος ντ' Ιμπελέν, πρίγκιπας της Γαλιλαίας, γαμπρός του Ερρίκου Β' Λουζινιανού (1285-1324) της Κύπρου, δισέγγονος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού. Κατά την εξέγερση του φιλόδοξου Αμωρύ «Κυρίου της Τύρου» κατά του μεγαλύτερου αδελφού του Ερρίκου Β΄ Λουζινιανού στα 1306 (βλ. Λήμμα Ερρίκος), ο Βαλιάν, αν και γαμβρός του τελευταίου, ετάχθη εναντίον του και υπέρ του Αμωρύ, όπως και ο Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν αδελφός της βασίλισσας Ισαβέλλας και θείος του βασιλιά (αρ. 3 ανωτέρω), ο Αιμερύ ή Χαμερίν κοντοστάβλης της Κύπρου, ο Ιωάννης Δ΄ ντ' Ιμπελέν Κύριος του Αρσούρ, ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν κόμης της Γιάφφας, ο Φίλιππος ο Νεότερος ίσως γιος του Γουΐδου κόμη της Γιάφφας και ανεψιός του Βαλιάν πρίγκιπα της Γαλιλαίας, ο Ούγος ντ' Ιμπελέν εγγονός του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού και θείος του πρίγκιπα της Γαλιλαίας, οι ιππότες sir Hugh της Περιστερώνας, sir Jean Ie Tor, sir Hugh de Four, ο μεγάλος μάγιστρος των Τεμπλάρων Ιάκωβος de Molay και ο στρατάρχης των Τεμπλάρων Ayme d’ Oselier και ο Λατίνος επίσκοπος Λεμεσού Πέτρος d’ Erlant. Υπέρ του Ερρίκου Β' τάχθηκαν η μητέρα του βασίλισσα Ισαβέλλα ντ' Ιμπελέν αδελφή του Βαλδουίνου (βλ. πιο πάνω), ο αδελφός της Φίλιππος ντ' Ιμπελέν σινεσκάρδος της Κύπρου, ο Ιωάννης de Dampierre γιος της Αλίκης ντ' Ιμπελέν αδελφής της βασίλισσας, καθώς και σιωπηρά πολλοί άλλοι υποτελείς και ακόλουθοι. Κατά κάποιο τρόπο και μέχρις ενός σημείου η έριδα ήταν εσωτερική σύγκρουση των Ιβελίνων και των διαφόρων κλάδων και παρακλαδιών τους.

 

Στη συνωμοσία, που εκδηλώθηκε την Τρίτη, 26 Απριλίου 1306, στο σπίτι του Αμωρύ, οι συνωμότες ορκίσθηκαν να φρουρούν τον τελευταίο τόσο όσο και τον βασιλιά κατά παντός εκτός του βασιλιά - φόρμουλα που διευκόλυνε τη στάση και την αντικατάσταση του βασιλιά από τον αδελφό του Αμωρύ ως ρέκτορα και κυβερνήτη του βασιλείου. Παρά τις διαμαρτυρίες της βασίλισσας και του σινεσκάρδου Φιλίππου ντ' Ιμπελέν, οι συνωμότες πήγαν στον άρρωστο βασιλιά στον οποίο ανήγγειλαν την αλλαγή και μπρος στον οποίο υπόγραψαν σχετική διακήρυξη που υπέγραψαν και σφράγισαν εκ μέρους του λαού της χώρας ο κοντοστάβλης Αιμερύ ντε Λουζινιάν και ο Βαλιάν ντ' Ιμπελέν πρίγκιπας της Γαλιλαίας, την ίδια μέρα (26 Απρίλίου 1306). Σ' αυτήν προστέθηκε χάρτης για την εκλογή του Αμωρύ ως ρέκτορος, κυβερνήτη και διάδοχου στο βασίλειο σε περίπτωση μη υπάρξης διάδοχου του βασιλιά, που σφραγίστηκε από τον Αμωρύ με τη μεγάλη σφραγίδα του, καθώς και με τις σφραγίδες των Αιμερύ ντε Λουζινιάν στρατάρχη του βασιλείου (αντί κοντοστάβλη - προφανής προαγωγή), Βαλιάν ντ' Ιμπελέν πρίγκιπα της Γαλιλαίας, Βαλδουίνου ντ' Ιμπελέν και Ιωάννη ντ' Ιμπελέν Κυρίου του Αρσούρ. Η αντίδραση του βασιλιά Ερρίκου στο πραξικόπημα υπήρξε μάταιη, κι η συμμετοχή του πρίγκιπα της Γαλιλαίας σ' αυτό αποφασιστική για την επιτυχία του, όπως και ο ρόλος του στα εφεξής γεγονότα.

 

Μετά τον φόνο του Αμωρύ στις 5 Ιουνίου 1310, Παρασκευή, από τον ευνοούμενό του Σιμόν de Montolif, αναθρεφτό του Βαλδουίνου ντ' Ιμπελέν, που είχε συλληφθεί και σταλεί στην Αρμενία για μυστική συνεργασία με τον βασιλιά, προδομένος από τον Σιμόν, το κόμμα του βασιλιά που είχε συγκεντρωθεί στην Αμμόχωστο, άρχισε να ενισχύεται, ενώ στην Αρμενία οι κρατούμενοι, βασιλιάς και άλλοι οπαδοί του, υπέστησαν κακοποιήσεις από τον Oshin, βασιλιά της χώρας και αδελφό της Ισαβέλλας χήρας του Αμωρύ, επειδή οι πρώτες πληροφορίες έφεραν (9 Ιουνίου 1310) και την Ισαβέλλα ως σκοτωμένη. Οι οπαδοί του Ερρίκου Β' στην Αμμόχωστο συνέλαβαν τους απεσταλμένους των ανθρώπων του νεκρού Αμωρύ, που είχαν έλθει από τη Λευκωσία στις 6 Ιουνίου 1310, Σάββατο, να ζητήσουν όρκο πίστεως στον νέο κοντοστάβλη Aimery (Hamerin) και συζήτησαν, με επίμονη πρόταση του καστελλάνου της πόλης, την πιθανότητα να έλθει στην Αμμόχωστο ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας Βαλιάν τ' Ιμπελέν ως καπετάνιος της πόλης ωσότου φθάσει στον θρόνο του ο Ερρίκος. Η πρόταση απερρίφθη από τους βασιλικούς κι ο καστελλάνος, Ιωάννης de Brie, συνελήφθη μαζί με άλλους και φυλακίστηκε από τους φιλοβασιλικούς, των οποίων ηγείτο στην πόλη ο Aygue de Bessan, που ήδη είχε ανακηρυχθεί καπετάνιος του στρατού και αντιπρόσωπος του βασιλιά για ολόκληρη την Κύπρο, ενώ οι [Λατίνοι] επίσκοποι Λεμεσού και Πάφου ανέλαβαν να κρατούν τις πόλεις τους για λογαριασμό του Ερρίκου.

 

Τη Δευτέρα, 8 Ιουνίου 1310, το κόμμα του κοντοστάβλη Aimery στέλλει αντιπροσώπους (εκ μέρους του παπικού νούντσιου Raymond de Pins που προσπαθούσε από τον Μάρτιο να επιτύχει συμφιλίωση) στον Aygue de Bessan, πληροφορώντας τον ότι, αν και έδρασε χωρίς την έγκριση όλων των ευγενών, επικροτούν τις ενέργειές του, και ζητώντας του να έλθει στη Λευκωσία για να εκλέξουν εκεί κυβερνήτη, να ανακηρύξουν τον βασιλιά (ως νόμιμο) και να μεθοδεύσουν την επιστροφή του από την Αρμενία. Ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας ενοχλήθηκε από την, έστω και ύποπτη για τους βασιλικούς, αυτή τροπή, και πήγε με δύναμη 40 ιπποτών και 100 πεζών σ' ένα χωριό στα βόρεια της Αμμοχώστου, όπου οι βασιλικοί του μήνυσαν ότι δεν τους ενδιέφεραν οι ενέργειές του και ότι όφειλε να αποσυρθεί για να μην κινδυνεύσει. Γι’ αυτό ο πρίγκιπας μέσω της Σίγουρης επέστρεψε στη Λευκωσία και ανήγγειλε την αποτυχία του. Σε σύσκεψη ο ίδιος στη Λευκωσία πρότεινε το ταπεινωτικό να δοθούν οι γυναίκες και οι θυγατέρες μαζί με τα φέουδα των ευγενών βασιλοφρόνων, που ήσαν συγκεντρωμένοι στην Αμμόχωστο, στους υπηρέτες τους! Η πρότασή του απερρίφθη ως ανεφάρμοστη λόγω της δυνάμεως των βασιλοφρόνων που έλεγχαν τα λιμάνια πλην της Κερύνειας, όπου στο μεταξύ ο Aygue de Bessan έστειλε δικό του καστελλάνο, τον Πέτρο ντε Ζιμπλέτ. Στις 11 Ιουνίου 1310 ο ίδιος έστειλε στη Λευκωσία ανθρώπους του να συναντήσουν τον ληγάτο του πάπα Πέτρο de Plaine-Cassagne, την Ισαβέλλα αρχόντισσα της Τύρου χήρα του Αμωρύ, τον κοντοστάβλη Aimery και τον πρίγκιπα της Γαλιλαίας, ζητώντας από τους δυο τελευταίους μέσα σε δυο μέρες να κηρύξουν πίστη στον βασιλιά, να ορκιστούν μπρος στη βασίλισσα Ισαβέλλα πίστη σ' αυτόν και να επιστρέψουν την καγκελλαρία στο παλάτι, και διορίζοντας δυο συμβούλους για τη βασίλισσα. Από τον κοντοστάβλη και τον πρίγκιπα ζητούσαν ειδικά να επιμένουν στη χήρα του Αμωρύ να συμβάλει στην επιστροφή του βασιλιά από την Αρμενία, αλλιώς θα τους τιμωρούσε ο Θεός (!) που θα όριζε τον διάδοχό του· κανείς τους δεν έπρεπε να ελπίζει στην διαδοχή· ο όρκος του Αμωρύ δεν δέσμευε μετά το θάνατό του κανένα οπαδό του βασιλιά. Οι απειλές προκάλεσαν κύμα αποσκιρτήσεων από τον κοντοστάβλη και τον πρίγκιπα που έμειναν με 40 μόνο υποστηρικτές. Στις 13.6.1310 ο ληγάτος και ο νούντσιος υπέγραψαν συμφωνίες, α' με τη βασίλισσα και β' με τον κοντοστάβλη, τον πρίγκιπα και τους υποστηρικτές τους. Με την α' συμφωνία η Ισαβέλλα θα εξασφάλιζε, μεταξύ άλλων, αμνηστία από τον Ερρίκο για τους στασιαστές και επικύρωση των δωρεών και αγορών του Αμωρύ και του κοντοστάβλη. Όταν ο τελευταίος επέστρεψε την καγκελλαρία και τα όπλα στο παλάτι, η είδηση έφθασε στην Αμμόχωστο και μόλις πρόλαβε την έξοδο των εκεί ιπποτών προς τη Λευκωσία για να συλλάβουν τον κοντοστάβλη, τον πρίγκιπα και τους οπαδούς τους και να τους εκτελέσουν όπως κι όλους τους στασιαστές.

 

Ακολούθησε προσπάθεια συμφιλίωσης των δυο Ισαβελλών, βασίλισσας και χήρας του Αμωρύ, και μάταιες προσπάθειες διαφυγής ή αναχώρησης της δεύτερης και του Ερρίκου από την Κερύνεια και την Αρμενία αντιστοίχως. Η χήρα λάμβανε συμβουλές από τον κοντοστάβλη Αιμερύ και τον πρίγκιπα της Γαλιλαίας Βαλιάν ντ' Ιμπελέν, και ανέβαλλε την αναχώρησή της αν και οι όροι της είχαν γίνει σχεδόν όλοι δεκτοί. Η καχυποψία ανάμεσα στις δυο παρατάξεις επικρατούσε, κι ο Aygue de Bessan μεταξύ άλλων έστειλε διαταγή από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία καλώντας στην Αμμόχωστο για στρατιωτική υπηρεσία στον βασιλιά όλους τους ιππότες που πρόσκειντο στον κοντοστάβλη και στον πρίγκιπα, απειλώντας με απώλεια του φέουδού τους όσους θα παρήκουαν. Αν και η βασίλισσα, με παράκληση των «Αμωρικών», ζήτησε ακύρωση της διαταγής, ο Bessan επέμενε με δυο νέες διαταγές που καθόριζαν τους τόπους υπηρεσίας κάθε ιππότη· ο κοντοστάβλης θα μετέβαινε στα Πελένδρια και ο πρίγκιπας στη Μόρφου, άλλοι αλλού, ώστε να διασκορπισθούν. Γι’ αυτό η βασίλισσα υποχώρησε και έπαυσε να δέχεται τις παρακλήσεις των αντιπάλων του γιου της. Τότε οι ιππότες της Αμμοχώστου την πληροφόρησαν ότι θα έρχονταν στη Λευκωσία να εξαναγκάσουν τη χήρα Ισαβέλλα να φροντίσει για την επιστροφή του βασιλιά από την Αρμενία, και να την αποχωρίσουν από τον κοντοστάβλη και τον πρίγκιπα και τους οπαδούς τους. Η βασίλισσα ικέτευσε τους Αμμοχωστιανούς να μην αρχίσουν πρώτοι πολεμικές ενέργειες και έπεισε τον κοντοστάβλη και τους οπαδούς του, 226 ιππείς και 400 πεζούς, ανάμεσά τους και τον πρίγκιπα, να αποσυρθούν από τη Λευκωσία κοντά στον Κορμακίτη, όπου περίμεναν ένοπλοι ωσότου ακυρωθούν οι διαταγές για στρατιωτική υπηρεσία. Οι Αμμοχωστιανοί αντί να τους επιτεθούν, έστειλαν εκεί τρία πλοία να εμποδίσουν την επικοινωνία τους με την Αρμενία.

 

Μετά την επιστροφή του βασιλιά (26 Αυγούστου 1310) ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας ανακλήθηκε στη Λευκωσία μαζί με τον κοντοστάβλη και τους οπαδούς τους. Θα έπρεπε να έλθουν από τον Κορμακίτη άοπλοι σε μούλες μέσα σε τρεις ημέρες, αλλά δεν τόλμησαν να το κάμουν. Η προσπάθεια διαφυγής τους με γενουατικό πλοίο προδόθηκε και ματαιώθηκε, και στις 14 Σεπτεμβρίου 1310 ο βασιλιάς έστειλε απόσπασμα να βρει και να φέρει στην πρωτεύουσα τον κοντοστάβλη, τον πρίγκιπα, τον νέο Φίλιππο ντ' Ιμπελέν κόμητα της Γιάφφας κ.α. Το απόσπασμα πέρασε από το κτήμα του πρίγκιπα στο Ακάκι, όπου αυτός, ο θείος του Ούγος ντ' Ιμπελέν και ο γαμβρός του Walter de Bessan περίμεναν τις διαταγές του βασιλιά. Ο κοντοστάβλης είχε διαφύγει, και ούτε στον Κορμακίτη βρέθηκε. Στις 15 Σεπτεμβρίου όλοι οι πιο πάνω έφθασαν στη Λευκωσία στο σπίτι του κόμη της Γιάφφας και κλήθηκαν από το βασιλιά σε ευρεία συνέλευση των ιπποτών, του ληγάτου και του νουντσίου, των επισκόπων και ηγουμένων του βασιλείου, των εκπροσώπων των ταγμάτων, των τριών κοινοτήτων (Γενουατών, Βενετών και Πισατών) και των αστών. Ο πρίγκιπας, αντίθετα με τον κόμητα της Γιάφφας, φέρθηκε με υπεροψία, όπως και ο Ούγος ντ' Ιμπελέν και ο Walter de Bessan: υποχρεώθηκαν να διαβάσουν ομολογία των κακουργιών τους και να ζητήσουν έλεος από τον βασιλιά, που απάντησε, όπως και στον κόμητα: όπως μου συμπεριφερθήκατε, έτσι θα σας συμπεριφερθώ, και τους φυλάκισε στα σκοτεινά κελιά του παλατιού. Γενικά η σκληρότητα του Ερρίκου Β' έναντι των συλληφθέντων συνωμοτών υπήρξε μεγάλη, και οι διαφωνίες των πηγών, ακόμη και μιας μόνης, του Amadi, για τον τόπο και χρόνο φυλακίσεως αρκετών από αυτούς μαρτυρεί τη συχνή εναλλαγή τόπων φυλακίσεώς τους για χειροτέρευση των συνθηκών της. Φαίνεται ότι ο πρίγκιπας, ο Ούγος ντ' Ιμπελέν και ο Walter de Bessan έμειναν για δυο μήνες στα υπόγεια του παλατιού, ως τις 17 Νοεμβρίου 1310, οπότε εστάλησαν στην Κερύνεια. Στις 16 Ιανουαρίου 1312 ο πρίγκιπας και ο κοντοστάβλης εστάλησαν από την Κερύνεια στο Βουφαβέντο για μεγαλύτερη ασφάλεια και στις 7 Ιουνίου 1315 ο πρίγκιπας μετεφέρθη πίσω στη φυλακή [;] και τοποθετήθηκε σε μοναχικό κελί πολύ σκοτεινό και φρικτό (Amadi, σ. 397). Αλλού ο Amadi (σ. 398) γράφει ότι ο κόμης της Γιάφφας, ο αδελφός του Ιωάννης ντ' Ιμπελέν, ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας, ο στρατάρχης των Ναϊτών και πολλοί άλλοι αδελφοί του ιδίου τάγματος, που τότε βρισκόταν υπό διωγμό, πέθαναν από ασιτία στις φυλακές.

 

9. Βαλιάν ντ' Ιμπελέν άλλως Μαλγκάρνι (Malgarni). Είναι γνωστός μόνο από τη σύντομη σχέση του με τον Simon le Rat, στρατάρχη του τάγματος των Ιωαννιτών στα 1309: ο τελευταίος είχε, κατά τον Σεπτέμβριο του 1309, κληθεί από τον πραξικοπηματία «κυβερνήτη» Αμωρύ Λουζινιανό, αδελφό του Ερρίκου Β', ουσιαστικά ήδη εκπτώτου από τις 26 Απριλίου 1306, και τους στενούς συνεργάτες του, κοντοστάβλη Αιμερύ, τον Βαλιάν ντ' Ιμπελέν πρίγκιπα της Γαλιλαίας, τον Λατίνο επίσκοπο Λεμεσού Πέτρο d' Erlant, κ.α., να πείσει τον απομονωμένο βασιλιά να δώσει την έγκρισή του στην ανάληψη της κυβερνητείας του βασιλείου από τον Αμωρύ, την οποία οι ίδιοι είχαν μάταια επιδιώξει και αυτοπροσώπως και με απεσταλμένους προς αυτόν. Ο Simon, συνοδευόμενος από τον Βαλιάν ντ' Ιμπελέν Μαλγκάρνι, και τον Πέτρο ντε Γιβλέτ βαΐλο των βασιλικών κτημάτων, προσέγγισε τη βασίλισσα (Ισαβέλλα ντ' Ιμπελέν) εκ μέρους του «κυβερνήτη», αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε να δεχθεί την παράκλησή του για έγκριση. Γι' αυτό στις 24 Σεπτεμβρίου ο Αμωρύ προχώρησε σε νέες παρανομίες, μεταφέροντας τις βασιλικές σφραγίδες στο σπίτι του κλπ.

 

10. Εχίβη ντ' Ιμπελέν σύζυγος του Αμαλρίχου Λουζινιανού (1197-1205). Βλ. ομώνυμο λήμμα.

 

11. Εχίβη ντ' Ιμπελέν σύζυγος του Humfry I de Montfort. Ο γιος τους Rupin de Montfort περιήλθε στη δυσμένεια του Αμωρύ «κυβερνήτη» της Κύπρου, 26.4.1306-5.6.1310.

 

12. Γκυ (Γουΐδος) ντ' Ιμπελέν γιος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού Ιωάννη ντ' Ιμπελέν, υποστηρικτή των δικαίων των Λουζινιανών στην Κύπρο κατά των απαιτήσεων του Φρειδερίκου Β' αυτοκράτορα της Γερμανίας. Μετά την άφιξη του βασιλιά Ερρίκου Α' Λουζινιανού στη Συρία ο Ιωάννης άφησε μικρή δύναμη στο Casal Imbert, 17 χμ. στα βόρεια της Άκρας, με τον βασιλιά και τους τρεις γιους του Βαλδουίνο, Ούγο και Γκυ ντ' Ιμπελέν, τον sir Jean d' Ibelin 17 χρόνων και αργότερα διάσημο νομομαθή και κόμητα της Γιάφφας. Επικεφαλής ήταν ο Anseau de Brie, που πήγε στην Άκρα παραπλανημένος από τον Alberto de Rezzato Λατίνο πατριάρχη για ειρήνευση προς τους αυτοκρατορικούς που διοικούσε ο στρατάρχης Ριχάρδος Φιλαγκιέρι και είχαν ήδη χάσει τη Βηρυτό προς όφελος του γιου του Γηραιού Κυρίου, Βαλιάν ντ' Ιμπελέν. Οι νεαροί αυτοί ιππότες δεν πήραν τις αναγκαίες προφυλάξεις στο Imbert και οι αντίπαλοι με 22 πλοία έπλευσαν από την Τύρο και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους εξ απίνης στη διάρκεια της νύκτας (Μάιος 1232). Οι νεαροί ιππότες επέδειξαν υπεράνθρωπο ηρωισμό, μαζί και ο Γκυ, και διέσωσαν τον βασιλιά με άλογο στην Άκρα, απ' όπου ο Γηραιός Ιωάννης έσπευσε στο Impert εκεί βρήκε τους γιους του ζωντανούς κι όχι νεκρούς όπως είχε ακουσθεί. Οι αυτοκρατορικοί («Λογγοβάρδοι») έφυγαν τότε στην Τύρο με λεία, που απ' εκεί μετέφεραν στην Κύπρο. Το νησί βρισκόταν ήδη στα χέρια των αυτοκρατορικών εκτός του Dieudamour (=Αγίου Ιλαρίωνος) και του Βουφαβέντο, και αρκετοί ευγενείς είχαν προσχωρήσει σ' αυτούς μετά την ήττα του Imbert. Την αποβίβαση του βασιλιά Ερρίκου Β΄, του Γηραιού Ιωάννη και 233 ανδρών στην Αμμόχωστο λίγο μετά την Πεντηκοστή (30.5.1232) ακολούθησαν σκληρές μάχες των δυο παρατάξεων όταν ο Ερρίκος και ο Ιωάννης έφθασαν αργά έξω από τη Λευκωσία, στον Τράχωνα, και κυνηγούσαν τους Λογγοβάρδους προς την Κερύνεια. Στη μάχη του Αγριδίου* (15 Ιουνίου 1232) ο Ούγος Ιβελίνος και ο Anseau de Brie διοικούσαν το πρώτο «στράτευμα» (echelle), ο Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν το δεύτερο, ο Ιωάννης της Καισαρείας το τρίτο, ο Βαλιάν ντ' Ιμπελέν αν και αφορισμένος ήταν στο εμπρόσθιο, ενώ το οπίσθιο διοικούσαν ο Γηραιός Ιωάννης, ο νέος ανεψιός του Ιωάννης ντ’ Ιμπελέν (ο νομομαθής), και οι δυο γιοι του Ιωάννης και Γκυ, μαζί και ο βασιλιάς. Οι αυτοκρατορικοί ηττήθηκαν, το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος που κατείχαν οι βασιλικοί ανακουφίσθηκε από την πίεσή τους, και έχασαν πέραν των 300 αιχμαλώτων, ενώ η Κερύνεια αντιστάθηκε κατά των βασιλικών - ιβελινικών για 10 μήνες.

 

Αργότερα, στα 1249, βρίσκουμε τον Γκυ κοντοστάβλη της Κύπρου και τον αδελφό του Βαλδουίνο σινεσκάρδο του νησιού· και οι δυο μετείχαν στη δύναμη του Αγίου Λουδοβίκου Θ' της Γαλλίας που εισήλθε στη Δαμιέττη της Αιγύπτου στις 6.6.1249 μαζί με τον βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Α΄. Όταν ο τελευταίος απεσύρθη, οι Γκυ και Βαλδουίνος παρέμειναν επικεφαλής του σώματος ιπποτών από την Κύπρο και τη Συρία που μετείχαν της σταυροφορίας. Ανάμεσά τους ήταν 120 ιππότες Κύπριοι που με βάση τη συμφωνία Ερρίκου Α -Λουδοβίκου Θ' θα υπηρετούσαν τον τελευταίο για ένα χρόνο. Μετά την πανωλεθρία του σώματος, που είχε διακριθεί στη μάχη του Bahr al-Saghir (11 Φεβρουαρίου 1250), όταν όλος ο στρατός παρεδόθη, ο Βαλδουίνος, ο Γκυ κι ο Ζουανβίλ μόλις διέφυγαν τον θάνατο, διότι ο Βαλδουίνος, ξέροντας αραβικά, άκουσε τη διαταγή εκτελέσεως των αιχμαλώτων από τους Μαμελούκους και ειδοποίησε σχετικά τον Ζουανβίλ. Ο Γκυ τότε εξομολογήθηκε στον Ζουανβίλ τις αμαρτίες του, αλλά αυτός δεν θυμόταν αργότερα τίποτε!, αν και θαύμαζε το θάρρος και τα ταλέντα του Γκυ καθώς και τη μεγάλη αγάπη του για τους Γάλλους και τον γαλλικό πολιτισμό. Ο Γκυ μαζί με τον αδελφό του Βαλδουίνο, τον Γουλιέλμο κόμητα της Φλάνδρας και τον Ιωάννη κόμητα της Σουασσόν διαπραγματεύθηκαν την ανανέωση της συμφωνίας του Λουδοβίκου Θ΄ με τον διάδοχο του δολοφονημένου από τους Μαμελούκους σουλτάνου Turan Shah. Οι Γκυ και Βαλδουίνος επέστρεψαν με άλλους αιχμαλώτους μετά την απόλυσή τους στις 6 Μαϊου 1250 (ο αρχιεπίσκοπος Ευστόργιος δεν επέστρεψε από την αιχμαλωσία και πέθανε στις 28 Απριλίου 1250 λίγο μετά την παράδοση). Όταν ο βασιλιάς Ερρίκος πέθανε στη Λευκωσία στις 18 Ιανουαρίου 1253, με τη διαθήκη του όριζε εκτελεστές της τον Γκυ ντ' Ιμπελέν, τον Φίλιππο ντε Νοβάρε και τον Ροβέρτο ντε Μονγκεζάρ, που όμως αρνήθηκαν να εκτελέσουν τουλάχιστον μια πρόνοιά της: να δώσουν λογαριασμό για μερικές δεκάτες και εισοδήματα που ο βασιλιάς είχε παρακρατήσει από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τη Λατινική Εκκλησία της Λευκωσίας. Ως το 1255 η υπόθεση εκκρεμούσε και ο πάπας Αλέξανδρος Δ' έδωσε εντολή στον επίσκοπο και στον αρχιδιάκονο της Άκρας να φροντίσουν ώστε οι εκτελεστές να πράξουν το καθήκον τους με ποινή αφορισμού. Εφόσον δεν έχουμε πληροφορίες για αφορισμό οποιουδήποτε από τους εκτελεστές της διαθήκης του Ερρίκου Α', φαίνεται ότι αυτοί, ανάμεσά τους κι ο Γκυ, συμμορφώθηκαν με την παπική διαταγή και ρύθμισαν το λογαριασμό.

 

13. Γκυ ντ' Ιμπελέν τιτουλάριος κόμης της Γιάφφας. Αναφέρεται κατά τον Μάρτιο του 1302 πειρατική επιδρομή δυο γενουατικών πλοίων και μιας «φούστας» ναυτικής από τη Μονεμβασιά και τη Ρόδο εναντίον του φέουδού του στην Επισκοπή. Οι επιδρομείς σκότωσαν ένα υπηρέτη του, συνέλαβαν τον κόμη που ήταν ασθενής στην κλίνη και πληγώθηκε στο πρόσωπο όταν αντιστάθηκε, τη γυναίκα του, τον μεγάλο γιο και την κόρη του και λεηλάτησαν το σπίτι του. Μόλις διέφυγε ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν ο κοντοστάβλης, θείος του βασιλιά Ερρίκου Β' και διάδοχος του αδελφού του Βαλιάν, που είχε πεθάνει τον Φεβρουάριο του 1302, στο αξίωμα του σινεσκάρδου της Κύπρου. Δυο χρόνια πριν, κατά τον Φεβρουάριο του 1300, ο Γκυ και ο Ιωάννης της Αντιοχείας με μερικούς ιππότες πήγαν στις πόλεις Γκιμπλέτ και Νεφίν στη Συρία, με στόχο να ενωθούν με τον Μογγόλο χάνο της Περσίας Γκαζάν που είχε μέσω Συρίας φθάσει, με 100.000 άνδρες στα τέλη του 1299, στην Αρμενία και συνεργαζόταν με τον Hayton Β' βασιλιά της χώρας κατά των Μαμελούκων της Αιγύπτου, αρχικά χωρίς κυπριακή βοήθεια. Οι Γκυ και Ιωάννης έφθασαν αργά, όταν ο Γκαζάν είχε ήδη επιστρέψει στην Περσία το Φεβρουάριο του 1300. Οι Γκυ και Ιωάννης μόλις σώθηκαν από τους Σαρακηνούς της περιοχής Γκιμπλέτ με γενουατικό πλοίο που τους μετέφερε στην Κύπρο με βαρειές απώλειες. Κατά την ίδια περίοδο (Φεβρουάριος 1300) ο Γκυ και ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν Κύριος της Γκιμπλέτ συνόδευσαν στη Συρία τον Hayton Β' της Αρμενίας προς συνάντηση, στην Αντιόχεια, του Τατάρου εμίρη Kutlugh-shah απεσταλμένου του χάνου Γκαζάν, που λόγω ασθενείας και κακοκαιρίας δεν είχε μπορέσει, όπως είχε υποσχεθεί, να έλθει ο ίδιος στη Συρία. Εκεί τον περίμενε μάταια ο Αμωρύ Λουζινιανός με 300 ιππείς Τεμπλάρους και Ιωαννίτες στην Ruad (Άραδο) κοντά στην Τορτόζα (Αντάραδο) και τελικά γύρισαν στην Κύπρο. Αλλά ο εμίρης με 40.000 στρατό, με τον Hayton και τους δυο Κυπρίους, από την Αντιόχεια λεηλάτησαν το Χαλέπι και την Homs (Έμεσα) προτού ο πρώτος επιστρέψει στη χώρα του.

 

14. Γκυ ντ' Ιμπελέν Λατίνος επίσκοπος Αμμοχώστου - Τορτόζας. Εξελέγη στο αξίωμα αυτό κατά το 1298, μετά την ένωση των δυο εδρών σε μια, λόγω της πτώσεως της Άκρας και των σταυροφοριακών κρατών της Συρίας στους Μουσουλμάνους στα 1291. Στις 18 Απριλίου 1307 ο Γκυ μεσολάβησε μεταξύ Ερρίκου Β' Λουζινιανού και του σφετεριστή αδελφού του «κυβερνήτη» Αμωρύ, πείθοντάς τους να περιμένουν την απάντηση-κρίση του πάπα για τις μεταξύ τους διαφορές. Ήταν παρών στην υπογραφή του διατάγματος του Ερρίκου Β' που όριζε τον Αμωρύ κυβερνήτη (1307). Κατά τον πάπα Κλήμεντα Ε' (έγγρ. 10.5.1312) ο Γκυ μετείχε στο συμβούλιο διερευνήσεως των καταγγελιών κατά των διωκομένων τότε Τεμπλάρων (=Ναϊτών) ιπποτών προτού πεθάνει στα 1308. Στη διαθήκη του ο Γκυ άφησε 70.000 βυζάντια στους τραπεζίτες του για την οικοδόμηση του λατινικού καθεδρικού ναού Αμμοχώστου, του Αγίου Νικολάου, κατά τον τρόπο που θα απεφάσιζε ο διάδοχός του και ο κλήρος της επισκοπής του. Αλλά ο διάδοχός του Αντώνιος Σαουράνο, ως τότε θησαυροφύλακας της επισκοπής, στον ένα χρόνο που κατείχε τον θρόνο Αμμοχώστου ξόδεψε για δικούς του σκοπούς 20.000 βυζάντια. Το υπόλοιπο, 50.000 βυζάντια, εξαντλήθηκε από τον διάδοχο του Σαουράνο, τον επίσκοπο Βαλδουίνο Λαμπέρτ που οικοδόμησε έξη βότες των δυο κλιτών, δηλαδή τις δυο συστολικές πλευρές των κλιτών και τις αψίδες του κάθε κλίτους μαζί με τους θόλους τους, ως την 31 Αυγούστου 1311, οπότε άρχισε να δαπανά από τα δικά του χρήματα για περαιτέρω οικοδομήσεις. Κατά τον Loredano, ο Γκυ ξεχώριζε για την ευσέβεια και την αρετή του, κι ο θάνατός του λύπησε τον Ερρίκο Β' βαθιά, ενώ χαροποίησε τον Αμωρύ. Σε μερικά κείμενα ο Γκυ ντ' Ιμπελέν καλείται Guido de Trendi (Amadi σ. 254, Fl.Bustron σ. 141).

 

15. Γκυ ντ' Ιμπελέν Λατίνος επίσκοπος Λεμεσού, αδελφός του Κυρίου του Αρσούφ (Αρσεφίου, κατά του Λ. Μαχαιρά, ή Αρσούρ ορθότερα). Λειτούργησε κατά την στέψη του Πέτρου Α' στην Αγία Σοφία Λευκωσίας στις 24 Νοεμβρίου 1359. Στις 16 Αυγούστου 1360 υπογράφει ως μάρτυρας το επικυρωτικό έγγραφο εκχωρήσεως προνομίων στους Βενετούς, όπου φέρεται ως Guidone de Ybellino.

 

16. Γκυ ντ' Ιμπελέν σινεσκάρδος της Κύπρου, 1341. Αναμίχθηκε στην έριδα του βασιλιά Ούγου Δ' Λουζινιανού (1324-1359) και του γαμβρού του Φερδινάνδου Β' Ινφάντη της Μαγιόρκας, γιου της Ισαβέλλας ντ' Ιμπελέν και συζύγου της Εχίβης κόρης του Ούγου Δ' από το 1340. Για λόγους ανεξακρίβωτους ο Ούγος μίσησε τον γαμπρό του και την κόρη του και τους υπέβαλε, όπως άλλους του περιβάλλοντός τους, σε βασανιστήρια και στερήσεις, φυλάκισε την Εχίβη, τους δίκασε χωρίς αποτέλεσμα, στέρησε τον Φερδινάνδο από το φέουδό του, τους έριξε βέλη στο σπίτι τους, προσπάθησε να αποσπάσει από τον γαμβρό του ομολογία παραβάσεων του νόμου και απόπειρα διαφυγής κλπ. Τότε (1341) τον εγγυήθηκαν ο σινεσκάρδος Γκυ και ο κόμης της Γιάφφας και της Ασκαλώνος Ούγος Ιβελίνος, δεύτερος σύζυγος της μητέρας του Φερδινάνδου Ισαβέλλας ντ' Ιμπελέν. Όλα τα άλογα του Φερδινάνδου πωλήθηκαν, όπως και όλα τα άλογα, οι μούλες, τα γεράκια και τα (250 ζεύγη) κυνηγετικά σκυλιά του κόμη.

 

17. Ούγος ντ' Ιμπελέν γιος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού Ιωάννη ντ' Ιμπελένυ. Βλ. πιο πάνω, αρ. 12.

 

18. Ισαβέλλα ντ' Ιμπελέν διάδοχος της Βηρυτού, σύζυγος του Ούγου Β' Λουζινιανού (1253-1267), θυγατέρα του Ιωάννη Β' ντ'   Ιμπελέν που είχε πεθάνει στα 1264. Ο Ούγος πέθανε 14 χρόνων χωρίς να κάμει παιδιά με την Ισαβέλλα, με την οποία πιθανώς ο γάμος του δεν ολοκληρώθηκε. Η Ισαβέλλα κατηγορήθηκε για ανηθικότητα, και κατά συμβουλή του πάπα παντρεύτηκε τρεις φορές ακόμη για να αποφύγει την τιμωρία διά πυράς! :στα 1272 τον Raymond ή Edmund ή Heimont l’ Etranger, Άγγλο, αργότερα τον Νικόλαο λ' Αλεμάν Κύριο της Καισάρειας, και τον Γουλιέλμο Μπαρλαί. Προτού πεθάνει ο Edmund έθεσε τη γυναίκα του και τη Βηρυτό υπό την προστασία του Μπαϊμπάρς σουλτάνου της Αιγύπτου. Η Βηρυτός ήταν φέουδο του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, της οποίας βασιλιάς ήταν από το 1269 ο ήδη και βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Γ' (1267-1284). Έτσι όταν η Ισαβέλλα χήρεψε πάλι, από τον Edmund, ο Ούγος Γ' διεκδίκησε τα δικαιώματά του στη Βηρυτό, την κατέλαβε και μετέφερε την Ισαβέλλα στην Κύπρο. Αλλά ο Μπαϊμπάρς ισχυρίστηκε ότι είχε συνάψει συμφωνία με την Ισαβέλλα, βάσει της οποίας απειλούσε να καταλάβει την πόλη διά της βίας. Οι Ναϊτες όμως, φοβούμενοι την δύναμη του Ούγου Γ' ως απειλή για την άνοδο της επιρροής τους στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη, τον πίεσαν και τον υποχρέωσαν να παραδώσει την πριγκίπισσα στον Μπαϊμπάρς!

 

19. Ισαβέλλα ντ' Ιμπελέν σύζυγος του Ούγου Γ' Λουζινιανού (1267-1284), αδελφή του σινεσκάρδου της Κύπρου Φιλίππου ντ' Ιμπελέν. Στην έριδα του γιου της βασιλιά Ερρίκου Β' Λουζινιανού (1285-1324) με τον αδελφό του Αμωρύ της Τύρου στα 1306-1310 (βλ. αρ. 8), η Ισαβέλλα τάχθηκε στο πλευρό του βασιλιά γιου της: επέκρινε τη σύναξη των συνωμοτών στις 26 Απριλίου 1306 στο σπίτι του γιου της Αμωρύ κατά την οποία είχαν ορκισθεί πίστη σ' αυτόν τόσο όσο και στον βασιλιά κατά παντός εκτός εναντίον του βασιλιά. Η Ισαβέλλα μετέβη στο σπίτι του Αμωρύ μαζί με τον αδελφό της σινεσκάρδο και κατηγόρησε τους συνωμότες ότι εξεγείρουν του λαό σ' επανάσταση. Ο Αμωρύ απάντησε με σκληρά λόγια κατά του Φιλίππου (θείου του). Η επίσκεψη δεν έφερε αποτέλεσμα. Ο σινεσκάρδος, αφού οι συνοδοί του πιάστηκαν, πήγε μόνος στον βασιλιά να τον προστατεύσει, κι ο Αμωρύ έστειλε την μητέρα του στο σπίτι με συνοδεία. Για την στάση της στα 1309 (Αύγ-Σεπτ.) βλ. αρ. 9 πιο πάνω. Μετά τη μεταφορά του Ερρίκου Β' στην Αρμενία (Φεβρ. 1310), η αυλή της Ισαβέλλας συχναζόταν από κυρίες που έρχονταν να την συλλυπηθούν, αλλά μετά τρεις ημέρες ο Αμωρύ ο «κυβερνήτης» έβαλε φρουρούς στην είσοδο και την απομόνωσε. Λίγο μετά τον θάνατο του Ερρίκου (31 Μαρτίου 1324 αυγή) στον Στρόβολο, η Ισαβέλλα, μαρτυρική μητέρα που είδε τον εμφύλιο πόλεμο των δυο γιων της, πέθανε κι αυτή κι ετάφη στο μοναστήρι των Φραγκισκανών στα πόδια του γιου της (2 ή 12.6.1324: Amadi σ. 403, και Fl. Bustron σ. 253 αντιστοίχως).

 

20. Ισαβέλλα ντ' Ιμπελέν σύζυγος, σε δεύτερο γάμο, του Φερδινάνδου Α' της Μαγιόρκας και του Ούγου ντ' Ιμπελέν. Εκτός των όσων αναφέρονται στον αρ. 16, προσθέτουμε εδώ τα εξής: Η Ισαβέλλα ήταν εξαδέλφη του Ερρίκου Β' της Κύπρου (1285-1324) και κόρη του Φιλίππου ντ' Ιμπελέν σινεσκάρδου της Κύπρου. Στις 5 Οκτωβρίου 1315 αρραβωνιάστηκε τον Φερδινάνδο Α' της Μαγιόρκας πρίγκιπα της Αχαΐας και πρώην διοικητή της Καταλανικής Εταιρείας στην Ελλάδα, που είχε χάσει την πρώτη σύζυγό του Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου. Ο γάμος έγινε στις 7 Ιουνίου 1316 και ο Φερδινάνδος σκοτώθηκε σε μάχη στις 5.7.1316. Μετά απ' αυτό η Ισαβέλλα παντρεύτηκε τον Ούγο ντ' Ιμπελέν κόμητα της Γιάφφας και της Ασκαλώνος. Αλλ' από τον πρώτο γάμο της είχε ήδη δυο γιους, τον Ιάκωβο Β' βασιλιά της Μαγιόρκας και τον Φερδινάνδο Β' Ινφάντη (=διάδοχο) της Μαγιόρκας, για τον οποίο βλ.αρ. 16.

 

21. Ιάκωβος ντ' Ιμπελέν. Στις 17 Ιανουαρίου 1308 μαζί με τον ευγενή Ιωάννη Λάσε, τουρκοπούλους και πεζούς, ξεκίνησαν για την Πάφο να βοηθήσουν τον Ερρίκο Β' Λουζινιανό στην έριδά του με τον αδελφό του Αμωρύ της Τύρου που μόλις είχε λάβει ουδέτερη απάντηση από τον πάπα για το ζήτημα αυτό. Δεν είναι γνωστό αν ο Ερρίκος γνώριζε τις ενέργειες του Ιακώβου και του Λάσε. Ο Αμωρύ μόλις το έμαθε φοβήθηκε και όπλισε άνδρες δικούς του και του αδελφού του κοντοστάβλη (Αιμερύ Λουζινιανού), που όταν το έμαθε ο βασιλιάς φοβήθηκε με τη σειρά του ότι σκοπό είχε απόπειρα συλλήψεώς του. Γι' αυτό σήμανε και κάλεσε τη φρουρά του στα όπλα υπό τη σημαία του γι' απόκρουση της αναμενόμενης επίθεσης. Ο Αμωρύ σήμανε κι αυτός και διέταξε να κηρύξουν στους δρόμους ότι κανένας δεν θα έβγαινε από το σπίτι του ωσότου σημάνει η μεγάλη καμπάνα της Αγίας Σοφίας για να καλέσει όλους στα όπλα υπό τις διαταγές του έξω από την κατοικία του. Οι δρόμοι κλείσθηκαν και πολλοί οπαδοί του βασιλιά δεν πρόλαβαν να σπεύσουν σε βοήθειά του. Οι Τεμπλάροι κι οι Γενουάτες κινητοποιήθηκαν κατά του βασιλιά. Ακολούθησαν συλλήψεις ιπποτών οπαδών του Ερρίκου, λεηλασίες των κτημάτων και των σπιτιών τους, αλλαγές στρατοπέδων, καχυποψία, κλπ., και σε λίγο πάλι ξαναφάνηκαν στο προσκήνιο ο Ιάκωβος και ο Λάσε πορευόμενοι προς τη Λευκωσία, χωρίς να μπορέσουν να παρασύρουν μαζί τους και τους λίζιους του βασιλιά, ιππότες της Λεμεσού που στασίασαν, οπότε θα γίνονταν 40. Η ομάδα της Πάφου έφθασε με τη βασιλική σημαία έξω από τη Λευκωσία ως έξη λεύγες, οπότε πληροφορήθηκαν ότι ο Ερρίκος ήταν ήδη πολιορκημένος στο παλάτι του. Σε αγγελιαφόρο ντυμένο σαν χωρικό που διείσδυσε στο παλάτι, ο βασιλιάς έδωσε τη συμβουλή η ομάδα να διασκορπισθεί, αφού ήταν ολιγάριθμη. Αλλά τελικά συνελήφθησαν και υποχρεώθηκαν να ζητήσουν έλεος από τον Αμωρύ που τους φυλάκισε κι αυτούς, δώδεκα συνολικά - επτά φεουδάρχες και πέντε μισθωτούς.

 

22. Ιωάννης ντ' Ιμπελέν ο Γηραιός Κύριος της Βηρυτού. Εκτός των όσων αναφέρονται πιο πάνω (αρ. 8) και σ' άλλα σημεία του λήμματος αυτού για τον Ιωάννη, προσθέτουμε εδώ τα εξής: Μετά τον θάνατο του Αμαλρίχου Λουζινιανού (1205), οπότε χωρίσθηκαν τα στέμματα Κύπρου και Ιερουσαλήμ ως το 1268, για το δεύτερο βασίλειο η Υψηλή Αυλή τον διάλεξε ως αντιβασιλέα για την Ισαβέλλα και την κόρη της Μαρία του Κορράδου του Μομφερράτου, τον Ιωάννη ντ' Ιμπελέν, τον Γηραιό Κύριο της Βηρυτού, ετεροθαλή αδελφό της βασίλισσας Ισαβέλλας. Όταν αυτή πέθανε λίγο πριν από τον Μάιο του 1206, ο Ιωάννης συνέχισε να είναι αντιβασιλέας για την Μαρία, ωσότου αυτή παντρεύτηκε τον Ιωάννη de Brienne στα 1210. Όταν ο διάδοχος της Κύπρου Ούγος (Α') ενηλικιώθηκε στα 1208 (14 χρόνων), ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν και ο αδελφός του Φίλιππος ανέλαβαν να παντρέψουν τον Ούγο με τη Φιλιππίνα, κόρη του Ερρίκου της Καμπανίας αν στο μεταξύ πέθαινε και αδελφή της Αλίκης, σύμφωνα με παλαιά συμφωνία του Αμαλρίχου και του Ερρίκου (1197). Σ' αυτό οι δυο Ιβελίνοι είχαν την υποστήριξη της μητέρας τους Μαρίας Κομνηνής. Οι ίδιοι μετέφεραν την Αλίκη στην Κύπρο όταν έγινε 13 χρόνων και την πάντρεψαν με τον Ούγο (1210). Μετά τον θάνατο του Ούγου Α' (1218) η Αλίκη αναγνωρίσθηκε αντιβασίλισσα του βασιλείου και κηδεμόνας του ανήλικου γιου της Ερρίκου. Αλλά η Αλίκη γρήγορα, με συμβουλή της Άνω Βουλής, δέχθηκε συνεταίρο στην αντιβασιλεία τον θείο της Φίλιππο ντ' Ιμπελέν, νεότερο αδελφό του Ιωάννη της Βηρυτού, ο οποίος θα συνεργαζόταν μαζί του και θα τον διαδεχόταν στο αξίωμα. Με συμβουλή των λιζίων της και του Φίλιππου η Αλίκη εκχώρησε τον Ιούλιο του 1218 στους Γενουάτες εκτεταμένα εμπορικά προνόμια, που αργότερα (1373) θα απέβαιναν μοιραία για την Κύπρο. Τον Νοέμβριο του 1221 και ο Ιωάννης στη Βηρυτό τους εκχώρησε παρόμοια προνόμια. Στα 1223 η Αλίκη, που διαδραμάτισε ολέθριο ρόλο στα πρώτα στάδια υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στη νεοΐδρυτη Λατινική που από το 1220 θα λάμβανε τις δεκάτες της Ελληνικής, συγκρούστηκε με τον θείο της Φίλιππο γι' αυτό, και παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Βοημούνδο, διάδοχο Αντιοχείας-Τριπόλεως, μετέπειτα Βοημούνδο Ε', παρά τη γνώμη του πάπα, φεύγοντας στη Συρία. Ο γάμος διαλύθηκε στα 1228, τρία χρόνια μετά τη στέψη του Ερρίκου Α' Λουζινιανού από τους Ιβελίνους σε ηλικία οκτώ χρόνων, για να προλάβουν τις διεκδικήσεις του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' στον θρόνο της Κύπρου, λόγω του ότι ο παππούς του Ερρίκου Α', ο Αμάλριχος, είχε δεχθεί το στέμμα από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Στ' κι επομένως οι Κύπριοι βασιλιάδες ήσαν υποτελείς των Γερμανών αυτοκρατόρων. Ο Ιωάννης υπήρξε ο κύριος, αδάμαστος βράχος πολιτικής αντίστασης των Λουζινιανών εναντίον του Φρειδερίκου Β', όπως και πρόμαχος των δικαιωμάτων των ευγενών εναντίον των σαρωτικών δικαιωμάτων που επεδίωκε ο αυτοκράτορας εις βάρος τους.

 

Όταν ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν παραιτήθηκε από την αντιβασιλεία λόγω ασθενείας, που τον οδήγησε στον θάνατο στα μέσα του 1228, η Αλίκη ήδη δυσαρεστημένη με αυτόν και τους Ιβελίνους, πρόσφερε τη θέση του στον Αίμερυ Μπαρλαί, που την εδέχθη χωρίς την έγκριση της Υψηλής Αυλής η οποία, με μια εξαίρεση, ήθελε μόνο τον Φίλιππο. Ο τελευταίος ανέλαβε πάλι το αξίωμά του ως τον θάνατό του (προ της 4.8.1228), οπότε τον διαδέχθηκε στην αντιβασιλεία ο πρεσβύτερος αδελφός του Ιωάννης ο Γηραιός Κύριος της Βηρυτού. Η ύβρις του Μπαρλαί κατά της Υψηλής Αυλής οδήγησε σε σύγκρουσή του με τους Ιβελίνους, των οποίων ενθουσιώδης υποστηρικτής ήταν στο νησί ο λαμπρός νέος ιππότης, συγγενής τους, Anseau de Brie, που απεκάλεσε τον Μπαρλαί δειλό και προδότη. Ο τελευταίος είχε στο μεταξύ μεταβεί στην Τρίπολη της Συρίας να περιμένει τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β', του οποίου τα συμφέροντα υπεστήριξε εφεξής με φανατισμό κατά των Ιβελίνων, όπως κι ο ιππότης sir Gauvain de Chernichy. Στη μονομαχία Μπαρλαί-ντε Μπρι που παρ' ολίγο να κατέληγε στον φόνο του τελευταίου (καλοκαίρι 1228), επενέβησαν οι δυο αδελφοί Ιβελίνοι και πέτυχαν (επιφανειακά) συνδιαλλαγή τους με όρους ταπεινωτικούς για τον Μπαρλαί, που έγραψε γι’ αυτό λιβέλους στον Φρειδερίκο κατά των Ιβελίνων, εξάπτοντας τις διαφορές τους με αυτόν.

 

Για τις περαιτέρω δραστηριότητες του Ιωάννη βλ. επίσης λήμματα Βαλιάν ή Βαλιάνος Α' Ιβελίνος, άρχοντας της Σιδώνος, Βαλδουίνος ντ' Ιμπελέν, σινεσκάρδος της Κύπρου, ο δευτερότοκος από τους πέντε γιους του Ιωάννη ντ' Ιμπελέν της Βηρυτού, Βαλιάν ή Βαλιάνος Ιβελίνος, ιππότης, γιος του Ιωάννη Ιβελίνου Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού.

 

Μετά τη νίκη στη μάχη του Αγριδίου ο Ιωάννης πολιόρκησε για δέκα μήνες (1232-1233) με τη βοήθεια των Γενουατών την Κερύνεια, που την κρατούσαν οι αυτοκρατορικοί και «Λογγοβάρδοι» και την υπεράσπιζαν γενναία, αν και οι προμήθειες σ' αυτή σταμάτησαν όταν οι Γενουάτες τάχθηκαν με τον Ιωάννη και απέκοψαν τον ανεφοδιασμό της από την Τύρο. Στο φρούριο της Κερύνειας ήταν και η νέα βασίλισσα Αλίκη του Μομφερράτου που ο Ερρίκος Α' είχε λάβει ως σύζυγό του τον Μάιο του 1229 από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο, γνωστή για τις συμπάθειές της ως η Λογγοβάρδα βασίλισσα, ήδη ζώντας χωριστά από τον άνδρα της αφ' ότου αυτός έπεσε στα χέρια των Ιβελίνων μετά την πτώση του Αγίου Ιλαρίωνος σ' αυτούς τον Απρίλιο ή Μάιο του 1230. Κατά την πολιορκία της Κερύνειας πέθανε από ασθένεια και παραδόθηκε το σώμα της στον βασιλιά στη διάρκεια εκεχειρίας που συμφωνήθηκε προς τούτο! Η Αλίκη τάφηκε με τιμές στον καθεδρικό ναό από τον αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο. Η επικράτηση των Ιβελίνων τους οδήγησε τώρα σε επίσημη αποκήρυξη και αποκλήρωση των αυτοκρατορικών από την Υψηλή Αυλή ως προδοτών. Πολεμώντας γενναία στην πολιορκία της Κερύνειας πληγώθηκε και πέθανε μετά έξη μήνες ο Anseau de Brie, το κόκκινο λιοντάρι του Ιωάννη Ιβελίνου, του οποίου και οι γιοι πληγώθηκαν εκεί σοβαρά πολεμώντας κατά το γράμμα του φεουδαλικού νόμου του 1168 ότι κανείς ιππότης δεν υποχρεωνόταν να προσφέρει υπηρεσία σ’ επίθεση κατά πόλεως ή φρουρίου ή τόπου στον οποίο ο ίππος του αδυνατούσε να τον μεταφέρει εκτός αν επολιορκείτο ή αμυνόταν για τη ζωή του. Ο Ιωάννης κατηγορούσε τον εαυτό του ότι δεν επέτρεψε παράβαση του νόμου αυτού (ώστε να μη κινδυνεύσουν τα παιδιά του!). Η πολιορκία της Κερύνειας υπήρξε πολυδάπανη και διεκόπη για λίγο όταν ο Ιωάννης αναγκάστηκε να σπεύσει στη Συρία, όπου είχαν αρχίσει στην Άκρα άκαρπες διαπραγματεύσεις με τους αυτοκρατορικούς· ο Ριχάρδος Φιλαγκιέρι θα παρέμενε εκπρόσωπος του Φρειδερίκου στην Τύρο κι ο «θηλυπρεπής» ιππότης Φίλιππος de Maugastel θα διοριζόταν βαΐλος της Άκρας. Ο ιβελινικός Ιωάννης της Καισαρείας, ανεψιός του Ιωάννη της Βηρυτού, διαμαρτυρήθηκε στην Άκρα για τον παράνομο διορισμό του Maugastel, και μήνυσε στον Ιωάννη της Βηρυτού να έρθει στην πόλη. Ο Ιωάννης ήλθε και ανανέωσε τους όρκους της κοινότητας, της οποίας επανεξελέγη δήμαρχος, όπως και στα 1231, και αρνήθηκε να δηλώσει απλώς, όπως του ζητούσε ο Φρειδερίκος, θέτω τον εαυτό μου στο έλεος του αυτοκράτορα ως κυρίου μου· τρίτη φορά, είπε, δεν θα έκανε το ίδιο λάθος. Μετά απ' αυτό ο Ιωάννης γύρισε στην Κερύνεια, η οποία παρεδόθη στις 3.4.1233 ύστερα από δεκάμηνη πολιορκία (άρχισε στα μέσα Ιουνίου του 1232). Η φρουρά της μετεφέρθη στην Τύρο, ενώ ο οπλισμός τους περιήλθε στους Ιβελίνους, που αντάλλαξαν αιχμαλώτους με τον Φιλαγκιέρι.

 

Αλλά ο ακάματος Ιωάννης, μαζί με τον ανεψιό του Ιωάννη της Καισαρείας, τον κόμητα Walter Δ' de Brienne σύζυγο της αδελφής του Ερρίκου Β' Λουζινιανού, Μαρίας, με 100 ιππότες και άλλες δυνάμεις μετείχαν σ' εκστρατεία των Ιωαννιτών ιπποτών κατά του Μουσουλμάνου πρίγκιπα της Hama (=Επιφανείας στον Ορόντη) το 1233. Αλλά τελικά υπεγράφη ειρήνη με τη μεσολάβηση των δυο θείων του Μουσουλμάνου ηγεμόνα, σουλτάνου Kamil της Αιγύπτου και του αδελφού του al-Malik al-Ashraf, που ετοιμάζονταν να επιτεθούν κατά του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου με τον οποίο οι Ιωαννίτες επρόκειτο να συνάψουν συμμαχία. Παρά την συνεργασία, υπήρξε σοβαρή διαφορά Ιωαννιτών και Κυπρίων ιπποτών που την διευθέτησε ο Ιωάννης της Βηρυτού.

 

Κατά τον Μάρτιο του 1236, ενώ διεξάγονταν από το 1234 νέες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους αυτοκρατορικούς, μέσω του επισκόπου Σιδώνος, που άφηναν ασυγκίνητο τον Ιωάννη, ιδίως διότι η προσφερόμενη αμνηστία απέκλειε αυτόν και τους γιους του (1234), ο Ιωάννης πέθανε πριν δει τα αποτελέσματα της νέας ειρηνευτικής πρωτοβουλίας της κοινότητας της Άκρας κτυπήθηκε από το άλογό του και πληγώθηκε. Αφήνοντας την διαδοχή στον μεγαλύτερο γιο του Βαλιάν, έγινε αδελφός του τάγματος των Ναϊτών παρά τη θέληση των γιων του, μετεφέρθη στην Άκρα και πέθανε εκεί, ενώ αναμένονταν τ’ αποτελέσματα της αποστολής από την Άκρα του Geoffrey le Tor, ιππότη συρογεννημένου που ζούσε στην Κύπρο, προς τον πάπα εκ μέρους και των δυο βασιλείων, Κύπρου και Ιερουσαλήμ. Ο πάπας Γρηγόριος, όντας τώρα σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα, αναίρεσε τους όρους του 1234, υποσχέθηκε την υποστήριξη της Εκκλησίας προς τους ευγενείς της Ανατολής εναντίον του Φρειδερίκου και συνιστούσε την ένωση των δυο βασιλείων υπό ένα βασιλέα - ιδέα που δέχονταν και οι Ιβελίνοι και ιδιαίτερα ο Ιωάννης της Βηρυτού.

 

Ο Ιωάννης είναι ευγενές παράδειγμα του μεσαιωνικού φεουδαλισμού στις πιο καλές του ώρες και στους περιορισμούς του καιρού του, λαμπρός εκφραστής του πνεύματος της χριστιανικής ιδέας του ιπποτισμού, ηθικά πιο προχωρημένος από την εποχή του.

 

23. Ιωάννης ντ' Ιμπελέν της Foggia, γιος του Ιωάννη Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού. Βλέπε λήμματα Βαλιάν ή Βαλιάνος Α 'Ιβελίνος, άρχοντας της Σιδώνος, και Βαλιάν ή Βαλιάνος Ιβελίνος ιππότης, γιος του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού, αυτ., σ. 132. Ο Ιωάννης ντ' Ιμπελέν της Foggia, με τον τίτλο λόρδος του Αρσούρ, διαδέχθηκε τον αδελφό του Βαλιάν Ιβελίνο, όταν αυτός πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 1247, ως βαΐλος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, που ο Βαλιάν κατείχε για λίγο. Τον Φεβρουάριο του 1250 ο Ιωάννης (Γ' d' lbelin d' Arsur) πρότεινε όπως τα πρακτικά της Αυλής της Βουργησίας ή Κάτω Αυλής καταγράφονται πλήρως από τους γραμματείς της στα γαλλικά, αλλά διαφώνησε ο Philippe de Montfort, που εξέφραζε και τη γνώμη της Άνω Αυλής. Τούτο εγκρίθηκε, με κάποιες τροποποιήσεις, στα 1252 ή 1253, δυο ή τρία χρόνια προτού αρχίσει η ίδια τακτική και στο Parlement του Παρισιού μετά την επιστροφή του Αγίου Λουδοβίκου στη Γαλλία από την Ανατολή. Στα 1254 κ.ε. ο Ιωάννης κατείχε ακόμη το αξίωμα του βαΐλου της Ιερουσαλήμ, με μικρό διάλειμμα δυο χρόνων, 1254-1256, οπότε το κατείχε ο εξάδελφός του Ιωάννης ντ' Ιμπελέν κόμης της Γιάφφας (αρ. 24).

 

24. Ιωάννης ντ' Ιμπελέν κόμης της Γιάφφας. Πέθανε το 1268 ή λίγο έπειτα. Ανεψιός του Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού, διάσημος νομομαθής. Βλ. αρ. 12, αρ. 23, αρ. 18 (η σχέση της Ισαβέλλας με αυτόν, έστω όπως την παρουσιάζει ο Hill, History of Cyprus, II, σ.157 σημ. 2, φαίνεται μάλλον αμφίβολη). Διάσημος έγινε για το βιβλίο του Le Livre de Jean d' Ibelin, που συνέγραψε στα τέλη της ζωής του (1265-1266). Αρχικά ανεπίσημο, το βιβλίο έγινε σταδιακά το αυθεντικό έργο αναφοράς των νομομαθών των βασιλείων Ιερουσαλήμ και Κύπρου, και ανακηρύχθηκε επίσημο στα 1369. Ανάμεσα στα γνωστότερα τμήματά του είναι το περί στρατιωτικής υπηρεσίας των λιζίων εκτός του βασιλείου, υποχρεωτικής μόνο για τρεις λόγους: α) γάμο του κυρίου ή ενός παιδιού του, β) υπεράσπιση της πίστης και της τιμής, και γ) γι’ ανάγκη του κράτους ή για το κοινό συμφέρον της χώρας. Η επισημοποίηση του βιβλίου του Ιωάννη έγινε στα 1369 μετά τον φόνο του Πέτρου Α' Λουζινιανού, όταν συστάθηκε επιτροπή 16 ευγενών για να συντάξει κείμενο των ασσιζών με βάση το βιβλίο αυτό.

 

25. Ιωάννης Δ' ντ' Ιμπελέν Κύριος του Αρσούρ. Ένας από τους υποστηρικτές του Αμωρύ Κυρίου της Τύρου κατά την ρήξη του με τον αδελφό του Ερρίκο Β' (βλ. πιο πάνω αρ. 8).

 

26. Ιωάννης ντ' Ιμπελέν υποστηρικτής του Αμωρύ κατά την ίδια εποχή, ίσως ο ίδιος με τον πιο πάνω (;). Φυλακίστηκε μετά τον θάνατο του Αμωρύ, κατά την 1η Οκτωβρίου 1310, αφού με άλλους συνωμότες ζήτησε έλεος από τον Ερρίκο στις 17.9.1310.

 

27. Ιωάννης ντ' Ιμπελέν σινεσκάρδος της Ιερουσαλήμ, εξάδελφος του Πέτρου Α' (1359 - 1369). Στα τέλη του 1366 επιστρέφει στην Κύπρο να υπηρετήσει τον Πέτρο Α' κατά την επικείμενη σταυροφορία του. Ήταν η δεύτερη φορά που εγκατέλειπε τον κύριό του, για να επιστρέψει να ζητήσει συγχώρηση. Την πρώτη φορά είχε πολεμήσει στο πλευρό του Εδουάρδου Γ' της Αγγλίας εναντίον του Καρόλου Ε' της Γαλλίας.

 

28. Μαργαρίτα ντ' Ιμπελέν ηγουμένη του γυναικείου μοναστηριού του Αγίου Λαζάρου ή Παναγίας της Τύρου στη Λευκωσία, της (αργότερα) αρμενικής εκκλησίας. Η Μαργαρίτα έγινε ηγουμένη κατά την περίοδο της έριδος Ερρίκου Β' - Αμωρύ (1306-1310) και κατηγορήθηκε, όπως και οι μοναχές της, για φιλοβασιλικά αισθήματα και γι’ απόκρυψη φίλων του Ερρίκου Β', γι' αυτό και το μοναστήρι λεηλατήθηκε από τους οπαδούς του Αμωρύ (στις 14 Ιουνίου 1310) μετά τον φόνο του Αμωρύ (5.6.1310) διότι διαδόθηκε ότι ο φονιάς του, Simon de Montolif, είχε καταφύγει εκεί. Η Μαργαρίτα διαμαρτυρήθηκε στον παπικό ληγάτο και δεν ξαναενοχλήθηκε. Βλ. και αρ.8.

 

29. Μαρία ντ' Ιμπελέν, θεία της βασίλισσας της Κύπρου Αλικης. Στα 1340, μετά το θαύμα κατά το οποίο η Αλίκη* ξαναβρήκε τη φωνή της, η Μαρία πρότεινε να κτιστεί ναός για να στεγάσει τον σταυρό της Τόχνης, για να εξασφαλίσει την αίσια επιστροφή του συζύγου της Rupin de Montfort που είχε σταλεί σε αποστολή στον πάπα για συμφιλίωση Γενουατών και Κυπρίων. Είναι μια από τις περιπτώσεις προσεγγίσεως των δυο δογμάτων στο νησί, Καθολικισμού και Ορθοδοξίας.

 

30. Φίλιππος ντ' Ιμπελέν. Βλ. αρ. 22.

 

31. Φίλιππος ντ’ Ιμπελέν, θείος του Ερρίκου Β', κοντοστάβλης της Κύπρου, σινεσκάρδος του νησιού, υποστηρικτής του Ερρίκου κατά του Αμωρύ (βλ. αρ. 8). Στις 8 Απριλίου 1308, μετά τον θάνατο του Dampierre, ο σινεσκάρδος Φίλιππος περιορίσθηκε σε φυλακή και εστάλη σε λίγο ως όμηρος στην Αρμενία, όπου ο βασιλιάς Oshin του φέρθηκε καλά. Τον Οκτώβριο του 1309 ο Oshin μετέφερε αυτόν και τον Βαλδουίνο ντ' Ιμπελέν από την Ταρσό στην Sis για «λόγους υγείας», στην πραγματικότητα όμως επειδή αρνήθηκαν να μετάσχουν σε μια συνωμοσία κατ' επιταγήν του. Στις 9.6.1310, μόλις ο Oshin έμαθε για τον φόνο του γαμβρού του Αμωρύ, κακοποίησε τους ομήρους Ερρίκο Β' κ.α., και τους φυλάκισε σε χωριστά κελιά, ανάμεσά τους και τον Φίλιππο και τον Βαλδουίνο. Στις διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή της Ισαβέλλας, αδελφής του Oshin και χήρας του Αμωρύ, με τους φιλοβασιλικούς ομήρους στην Αρμενία, ο Φίλιππος, ο Βαλδουίνος και οι άλλοι ιππότες θα έμεναν ως ενέχυρο, κατά την συμφωνία της 4 Αυγούστου 1310, ωσότου φθάσει η Ισαβέλλα στην Αρμενία. Μόλις στις αρχές Μαΐου 1311 ο Φίλιππος και ο Βαλδουίνος ρύθμισαν τελικά την επιστροφή της Ισαβέλλας και των παιδιών της με σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Ερρίκου Β'.

 

32. Φίλιππος ντ' Ιμπελέν κόμης της Γιάφφας. Βλ. αρ. 8. Στις εκκλήσεις του Ερρίκου Β' για βοήθεια κατά των ογκούμενων εχθρικών διαθέσεων του Αμωρύ στα 1310, ο Φίλιππος αυτός και ο Φίλιππος ντ' Ιμπελέν ο Νεότερος, αργά μεσάνυκτα στο παλάτι, άρπαξαν την βασίλισσα Ισαβέλλα και την κόλλησαν στον τοίχο. Αυτή λιποθύμησε και ποδοπατήθηκε από περαστικούς. Για την παράδοση του Φιλίππου μετά τη λήξη της συνωμοσίας του Αμωρύ βλ. αρ. 8.

 

33. Φίλιππος ντ' Ιμπελέν ο Νεότερος. Βλ. αρ. 8, 32. Πριν από τη συνωμοσία του Αμωρύ, ο Ερρίκος Β΄ είχε φερθεί στον Φίλιππο γενναιόδωρα, πληρώνοντας τα χρέη του νεκρού πατέρα του. Μετά τη λήξη της συνωμοσίας ο Φίλιππος δοκίμασε να διαφύγει από τη Λεμεσό με γενουατικό πλοίο στην Αρμενία, αλλά συνελήφθη και οδηγήθηκε στο παλάτι στις 25.10.1310, ξυπόλυτος και με δεμένα τα χέρια σαν κακούργος, ζητώντας έλεος. Ο Ερρίκος αρνήθηκε να τον δει και τον έστειλε στο φρούριο της Κερύνειας στα εκεί κελιά, απ' όπου στα 1315 μετεφέρθη στις φυλακές, όπου πέθανε από πείνα στις 15.7.1315.

 

34. Φίλιππος ντ' Ιμπελέν Κύριος του Αρσούρ. Ένας από τις τρεις ευγενείς, φονιάδες του βασιλιά Πέτρου Α' στα 1369. Επί Πέτρου Β' (1369-1382) βρισκόταν σε πλήρη δράση και τον Μάρτιο του 1373 εστάλη στην Αμμόχωστο να συλλάβει όλα τα γενουατικά πλοία και να εμποδίσει την αναχώρηση όλων των Γενουατών και των εμπορευμάτων τους από το νησί. Κατά τον Απρίλιο του 1374 ο Φίλιππος και οι άλλοι δυο φονιάδες του Πέτρου Α', Ερρίκος ντε Γιβλέτ και Ιωάννης ντε Γκωρέλ αποκεφαλίστηκαν στην Αμμόχωστο από τους Γενουάτες προς χαρά της Ελεονώρας της Αραγονίας, χήρας του Πέτρου.

 

35. Ιβελίνος Προβάν. Ιδιοκτήτης γης στην Κώμη μεταξύ Αμαργέτης και Σαλαμιούς, στα 1468. Προφανώς συγγένευε με την ιπποτική οικογένεια του Hodrade de Provana από το Πεδεμόντιο, που ήταν καμαριέρης του βασιλείου στα 1395-1398. Βρέθηκε ταφόπετρα του Hodrade, κι άλλα τεκμήρια γι' αυτόν και τη γυναίκα του Jaque d' Ibelin, του 1382. Βλ. J. Richard, Le Livre des Remembrances de la Secrete du Royaume de Chypre (1468-1469), Λευκωσία, K.E.E., 1983, σσ. 91-92, 184 αρ. 174.

 

ΣΗΜ: Νεότερα στοιχεία για τους Ιβελίνους, με πολλά νέα ονόματα, εξακριβωμένες βιογραφικές και άλλες πληροφορίες που μερικώς χρησιμοποιήθηκαν στο πιο πάνω λήμμα, παρέχει με βάση τα αρχεία του Βατικανού ο κόμης W.H. Rudt de Collenberg στο άρθρο του 'Les Ibelin aux XIIIe et XI Ve siecles, Genealogie compilee principalement selon les Registres du Vatican', Επετηρίς του Κ.Ε.Ε., IX, 1977-1979, σσ. 117-265, και του ιδίου, 'Addenda a la Genealogie des Ibelin', Επετηρίς, XI, 1981/1982, σσ. 505-506.