Ιλαρίων Κιγάλας

Image

Σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα (περίοδος Τουρκοκρατίας), λόγιος και δάσκαλος, αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1674 μέχρι το 1679, ο υπ' αριθμόν 70 του καταλόγου των Κυπρίων αρχιεπισκόπων της ΜΚΕ. Γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 4 Οκτωβρίου του 1624 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1682.

 

Σύμφωνα με τις πηγές, πατέρας του ήταν ο Ματθαίος Κιγάλας και μητέρα του η Αιμιλία. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιερώνυμος κι εβαπτίσθη στο μοναστήρι της Αγίας Νάπας, σύμφωνα προς το πιστοποιητικό βάπτισής του που δημοσίευσε ο Legrand.

 

Σπουδές και ταξίδια: Σε ηλικία 11 χρόνων, πήγε για σπουδές στην Ιταλία και φοίτησε για πολλά χρόνια (συνολικά 13) στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη Στο εκπαιδευτήριο αυτό, που συντηρείτο από την Λατινική Εκκλησία κι είχε μεταξύ των σκοπών του τον προσηλυτισμό Ορθοδόξων, ο Κιγάλας ενεγράφη τον Οκτώβριο του 1635 και, όπως αναφέρεται, σπούδασε για 4 χρόνια τη γραμματική, για 1 χρόνο ανθρωπιστικές επιστήμες, για 2 χρόνια ρητορική, για 3 χρόνια φιλοσοφία και για άλλα 3 χρόνια θεολογία. Από το Κολλέγιο αποφοίτησε τον Μάιο του 1648. Λίγο πριν αποφοιτήσει, χειροτονήθηκε ιερέας και μετονομάσθηκε από Ιερώνυμος, Ιλαρίων.

 

Όπως υποστηρίζει ο Legrand, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του ο Ιλαρίων Κιγάλας ανέλαβε διάφορες αποστολές για λογαριασμό της Λατινικής Εκκλησίας και προς τούτο ταξίδεψε στα Ιωάννινα, στην Κασσιόπη κ.α. Επιστρέφοντας πάλι στην Ιταλία, διορίστηκε διευθυντής του Φροντιστηρίου της Ρώμης και αργότερα διευθυντής του Ελληνομουσείου της Πάδουας. Ως διευθυντής του Ελληνομουσείου, που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Κωττούνιο από την Βέροια, ο Ιλαρίων Κιγάλας υπηρέτησε για τρία χρόνια, από το 1657 μέχρι το 1660. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του Ελληνομουσείου της Πάδουας, αξίωμα που του εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Κωττούνιος που τον επέλεξε εξαιτίας «του παραδειγματικού του βίου και της επιστημοσύνης του στα ελληνικά γράμματα». Εξάλλου, σε επιστολή του προς τον Λέοντα Αλλάτιο, ο Ιωάννης Κωττούνιος χαρακτηρίζει τον Ιλαρίωνα Κιγάλα ως «ευσεβή και μορφωμένον». Επαινετικά για τον διορισμό του Κιγάλα ως διευθυντή του Ελληνομουσείου της Πάδουας, γράφει και ο Νικόλαος Papadopoli στην Ἱστορία τοῦ  ἐν Παταυῖῳ Γυμνασίου (τόμος Γ, σ. 369): ...κατέστησε διευθυντήν ὁ Κωττούνιος τόν Ἰλαρίωνα Κιγάλαν...ἄνδρα ἁγιώτατον, συνοδεύσαντα ἐv Ρώμῃ, ἠσκημένον νηστείαις καί ἱεραῖς ἀγρυπνίαις, ἕμπειρον δέ τῆς τε γλώσσης καί τῆς ἑλληνικῆς ποιήσεως ἐπί τοσοῦτον,στε ἐκείνῳ  ὅμοιοι ὀλίγιστοι κατά τήν παλαιάν ἐποχήν ἐγένοντο, οὐδείς δέ μετά τούς παλαιούς ἐκείνους ἔγραψε τεχνικώτερον ἑλληνιστί ποιήματα, μέχρι μιᾶς μυριάδος στίχων...

 

Φαίνεται ότι ο Κιγάλας παραιτήθηκε μόνος του από τη θέση του διευθυντή του Ελληνομουσείου, για άγνωστη αιτία, το 1660. Τρία χρόνια αργότερα, τον βρίσκουμε στο νησί της Κεφαλληνίας, σύμφωνα προς κώδικα της εκεί εκκλησίας του Παντοκράτορος, που αναφέρει: Εἰς τό 1663 ἦλθεν ἐντεῦθεν ὁ  Ἰλαρίων ἱεροδιάκονος καί ἱεροκήρυξ Κιγάλας ὁ Κύπριος, καί ἀνεδέχθη προθύμως καί ὁλοψύχως μέγα τι ἐγχείρημα, τουτέστιν νά θεμελιωθῇ  ἵνα διδασκαλεῖον ἄμισθον, εἰς τό ὁποῖον μέ ἀκατάπαυστον διαδοχήν διδασκάλων νά ριζώσῃ κάθε λογῆς ἐπιστήμων... κατά τήν ὁμολογίαν τοῦ  ἄνωθεν Ἰλαρίωνος. Οὖτος δέ ὑπεσχέθη τήν ἀνέγερσιν τοῦ τότε κατερειπωμένου ναΐσκου, ὅν καί ἀνήγειρεν...

 

Το μέγα ἐγχείρημα της ίδρυσης σχολείου γενικής μόρφωσης στην Κεφαλληνία, ο Ιλαρίων το επανέλαβε στη συνέχεια και σε διάφορα άλλα μέρη της υπόδουλης τότε στους Τούρκους Ελλάδας, όπου επίσης ίδρυσε παρόμοια εκπαιδευτήρια. Μεταξύ άλλων, επεσκέφθη και την Κωνσταντινούπολη όπου για κάποιο διάστημα εργάστηκε ως ιεροκήρυκας. Αναφέρεται ακόμη ότι ο Κιγάλας ίδρυσε και σ' αυτή την Κωνσταντινούπολη σχολείο, στο οποίο και δίδαξε. Κατ' άλλους (που βασίζονται σε κάποια αναφορά του οικουμενικού πατριάρχη Παρθενίου Δ' για τον Κιγάλα), ο Ιλαρίων πιθανότατα υπηρέτησε και για κάποιο διάστημα ως διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τούτο όμως δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Ο πατριάρχης Παρθένιος Δ' είχε γράψει σε έγγραφό του για τον Κιγάλα, τόν νῦν ἐν τῇ βασιλίδι τῶν πόλεων ἐνδημήσαντα, ότι δι' ἐπιτροπῆς ἡμετέρας καί ἀντιβολῆς, τό τε ἱερόν κήρυγμα ἐγχειρισθέντα, τήν τε καθήγησιν τοῦ καθ' ἡμᾶς ἀνεγερθέντος διδασκαλείου κατά τε ἄμφω, ἤδη τετράμηνον ἐπί τοσοῦτον εὐδοκιμήσαντα· ὥστε μηδέν ὑπολείπεσθαι αὐτῇ... (Κώδ. αρ. 10077 του Βρετανικού Μουσείου, Εὐεργετήριον Γράμμα Παρθενίου Δ).

 

Ωστόσο το διδασκαλείο στο οποίο αναφέρει ο πατριάρχης ότι ο Κιγάλας υπηρέτησε για τέσσερις μήνες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Έστω κι αν πρόκειται περί άλλου σχολείου που ιδρύθηκε επί ημερών του Παρθενίου Δ' στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιλαρίων Κιγάλας διακρίθηκε ως διευθυντής του κι εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον πατριάρχη ο οποίος και του απένειμε τον τίτλο του Μεγάλου Θεολόγου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ  Ἐκκλησίας καί Ἐξάρχου τῶν ἀπανταχοῦ διδασκάλων. Πιθανότερο όμως είναι ότι τον τίτλο αυτό τον απένειμε στον Κιγάλα όχι ο πατριάρχης Παρθένιος Δ', αλλά ο πατριάρχης Μεθόδιος Γ', όπως υποστηρίζεται σε έγγραφο στον Μέγα Κώδικα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Από το έγγραφο αυτό πληροφορούμαστε ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, ο Κιγάλας συνέγραψε 20τευχο βιβλίο. Δίδεται ακόμη η πληροφορία ότι κατά την ίδια περίοδο του είχε γίνει πρόταση να αναλάβει αρχιερατικό αξίωμα, την οποία όμως δεν απεδέχθη. Στην Κωνσταντινούπολη εν πάση περιπτώσει, εκτός από τον τίτλο που πήρε, έλαβε και διάφορα προνόμια, όπως να αξιολογεί τους δασκάλους, να εγκαθιδρύει ψάλτες κι αναγνώστες, να φέρει ὑακινθόχρουν σκιάδιον και βακτηρίαν και πολυσταύριον φελώνιον σύν ἐπιγονατί, καθώς επίσης να φορεί μανδύαν και να προσαγορεύεται ως θεοφιλέστατος καί ἐπίσκοπος δεσπότης, ἀρχιδιδάσκαλος και ἐπιστημονάρχης.

 

Επιστροφή στην Κύπρο: Από την Κωνσταντινούπολη, ο Ιλαρίων Κιγάλας ήλθε στην Κύπρο. Αγνωστοι είναι οι λόγοι για τους οποίους αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ι. Συκουτρής υποστήριξε ότι ο Κιγάλας είχε εξαναγκασθεί να την εγκαταλείψει, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτό, που δεν φαίνεται ωστόσο να είναι και παράδοξος. Κατ' άλλους, η αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη οφειλόταν στην έμφυτη τάση του προς τις περιοδείες και τα ταξίδια.

 

Στην Κύπρο έφθασε φέρνοντας μαζί και τη μεγάλη φήμη την οποία είχε ήδη αποκτήσει. Έφθασε στο νησί το 1668 και μετείχε, μέσα στον ίδιο χρόνο, της ιεράς συνόδου που συνεκλήθη υπό την προεδρία του τότε αρχιεπισκόπου Κύπρου Νικηφόρου (1641 - 1674) κατά των Καλβινιστών. Θεωρείται, μάλιστα, ότι οι απόψεις της Κυπριακής Εκκλησίας πάνω σε διάφορα σοβαρά εκκλησιαστικά θέματα, σε αντιπαραβολή προς τις καλβινικές, οφείλουν σε μεγάλο βαθμό την τελική γραπτή τους διατύπωση στον Ιλαρίωνα Κιγάλα. Η σύνοδος είχε καθορίσει τη θέση της Κυπριακής Εκκλησίας πάνω σε διάφορα θέματα, όπως η Θεία Ευχαριστία, το Άγιο Μύρο, η Νηστεία, το Μοναχικό Σχήμα κ.α.

 

Δυο χρόνια αργότερα, το 1670, ο Ιλαρίων Κιγάλας έγραψε την Ὁμολογίαν τῆς ἑαυτοῦ Πίστεως. Για τους λόγους της συγγραφής της Ομολογίας αυτής, έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Κιγάλας είχε ήδη κατηγορηθεί από τότε για λατινοφιλία, και μάλιστα τόσο σφοδρά, ώστε αναγκάστηκε να γράψει το σύγγραμμά του αυτό. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι το σύγγραμμα του Ιλαρίωνος ήταν απάντηση προς τις διδασκαλίες των Καλβινιστών, και ιδίως προς τον ιεροκήρυκα Ιωάννη Κλαύδιο, που ζούσε στη Γαλλία κι ήταν ένθερμος οπαδός του Καλβίνου, προς τον οποίο μάλιστα είχαν απαντήσει «οἱ ἐπισημότεροι τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας θεολόγοι ἐπί Μεθοδίου τοῦ Γ'» (Harduin, XI, σ. 179).

 

Τον επόμενο χρόνο, το 1671, ο Ιλαρίων Κιγάλας πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου συνεργάστηκε με τον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο, τον οποίο και βοήθησε στη μετάφραση χωρίων Λατίνων πατέρων. Ο πατριάρχης ασχολείτο τότε με τέτοιες μεταφράσεις, εργαζόμενος «κατά της αρχής του πάπα».