Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Κουμπάρος »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. αυτός που κατά την τελετή του γάμου αλλάζει τα στέφανα στο νέο ζευγάρι. Ο παράνυμφος. 2. Αυτός που κατά την τελετή του πολιτικού γάμου παρίσταται στο δημαρχείο ως μάρτυρας 3.Αυτός που βαφτίζει το παιδί κάποιου, σε σχέση με τους γονείς του παιδιού. Ο ανάδοχος, ο νονός.
Ετυμολογία:
Η λέξη "κουμπάρος" προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη compare και αυτή από τη λατινική compater (com= συν + pater= πατέρας). Έχει την έννοια του παράνυμφου, του νονού.
Ειδικές φράσεις:
1. Παντρεύομαι με παπά και με κουμπάρο.
2. (λαϊκότρ.) φιλική προσφώνηση συνήθ. σε άγνωστο: Tι ώρα είναι κουμπάρε;
3. (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες, για κοριτσάκια που, παίζοντας, παριστάνουν τις νοικοκυρές, και ως ΦΡ για επιπόλαιη και ανώριμη αντιμετώπιση ενός σοβαρού θέματος: Tις κουμπάρες θα παίζουμε τώρα;, κοροϊδευόμαστε;