Κορνάρο Cornaro οικογένεια

Image

Μεγάλη μεσαιωνική αρχοντική οικογένεια της Βενετίας, της οποίας πολλά μέλη κατέλαβαν υψηλά και ανώτατα αξιώματα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Από την οικογένεια Κορνάρο προήλθαν μια βασίλισσα της Κύπρου, τέσσερις δόγηδες της Βενετίας, στρατιωτικοί της Βενετίας (μεταξύ αυτών κι ένας ναύαρχος αρχηγός του βενετσιάνικου στόλου που κατέλαβε την Μονεμβασία το 1600), ανώτατοι διοικητές της Κρήτης και άλλοι.

 

Μέλη της οικογένειας Κορνάρο σχετίστηκαν με την Κύπρο τουλάχιστον από τα μέσα του 14ου αιώνα. Ιδιαίτερα στενή σχέση όμως ανέπτυξαν, κι έδρασαν στο νησί, όταν η Αικατερίνη Κορνάρο, γόνος του οίκου Κορνάρο, παντρεύτηκε το βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄ το 1472 και έγινε βασίλισσα της Κύπρου.

 

Τα κυριότερα μέλη της οικογένειας Κορνάρο που σχετίστηκαν με την Κύπρο είναι τα ακόλουθα:

 

Κορνάρο Αικατερίνη: Βασίλισσα της Κύπρου από το 1472 μέχρι το 1489, η τελευταία του μεσαιωνικού κυπριακού βασιλείου.

 

Κορνάρο Ανδρέας: Θείος της Αικατερίνης Κορνάρο (αδελφός του πατέρα της Μάρκου). Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο όλο ζήτημα της διευθέτησης του γάμου του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β΄ (1460-1473) με την ανεψιά του Αικατερίνη. Ο γάμος αυτός, που διευθετήθηκε κυρίως για πολιτικούς λόγους και για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Βενετίας, συνάφθηκε ύστερα από αρκετό παρασκήνιο μερικών χρόνων, λεπτομέρειες δε παρατίθενται στο λήμμα Κορνάρο Αικατερίνη. Για το θέμα του γάμου προσθέτουμε εδώ ότι η μεσολάβηση του Ανδρέα Κορνάρο ήταν ουσιαστική αφού αυτός διατηρούσε φιλικές σχέσεις και στενή επαφή με το βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄. Πιστεύεται μάλιστα ότι ο Ανδρέας Κορνάρο ήταν βασικός χρηματοδότης του Ιακώβου, όταν ο τελευταίος αγωνιζόταν δυναμικά κατά της ετεροθαλούς αδελφής του και νόμιμης βασίλισσας της Κύπρου Καρλόττας, διεκδικώντας απ’ αυτήν το θρόνο, πράγμα που είχε τελικά κατορθώσει το 1460. Έτσι ο Ανδρέας Κορνάρο δεν ήταν μόνο σημαντικός πιστωτής του βασιλείου της Κύπρου αλλά και πρόσωπο που απολάμβανε της εμπιστοσύνης και ευγνωμοσύνης του Ιακώβου.

 

Η αναφερόμενη διήγηση ότι κάποια μέρα ο Ανδρέας Κορνάρο σκόπιμα ή τυχαία άφησε να πέσει στο έδαφος, ενώ βρισκόταν μαζί με τον βασιλιά της Κύπρου, μια εικόνα της ανεψιάς του Αικατερίνης και ότι ο βασιλιάς όταν την είδε εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της κι αποφάσισε αμέσως να την νυμφευθεί, περιέχει μεγάλη δόση ρομαντισμού. Στην πραγματικότητα ο Ιάκωβος αποφάσισε αυτό το γάμο ύστερα από πολλές αμφιταλαντεύσεις, κι επειδή είχε κρίνει ότι έτσι θα εξασφάλιζε τη συμμαχία και συμπαράσταση της ισχυρής Βενετίας σε μια εποχή κατά την οποία οι κίνδυνοι για το βασίλειο της Κύπρου από τους Τούρκους ήσαν κάτι περισσότερο από ορατοί. Εξάλλου η συμμαχία της Βενετίας περιλαμβανόταν στις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί, πέρα από την προίκα της Αικατερίνης (την προικοδότησε η Δημοκρατία της Βενετίας) που ανερχόταν σε 100.000 δουκάτα. Αλλά πέρα από τους κινδύνους από πλευράς Τούρκων, ο Ιάκωβος αντιμετώπιζε συνεχείς κινδύνους και από πλευράς της εξόριστης αδελφής του Καρλόττας και του οίκου της Σαβοΐας, η δε συμμαχία του με τη Βενετία τον καθιστούσε ισχυρότερο έναντι αυτών.

 

Από τη δική της πλευρά η Βενετία έκρινε ότι τα ποικίλα συμφέροντά της ήταν δυνατό να εξυπηρετηθούν στο μέγιστο βαθμό με μια «θυγατέρα της Βενετίας» (η Αικατερίνη είχε υιοθετηθεί από την πόλη της για να παντρευτεί τον Ιάκωβο) να είναι βασίλισσα της Κύπρου. Τα συμφέροντα αυτά πιθανότατα διατάχθηκε να προωθήσει ο Ανδρέας Κορνάρο, του οποίου πρωταγωνιστική ήταν η δραστηριότητα στην Κύπρο αμέσως μετά το γάμο της ανεψιάς του με το βασιλιά του νησιού, που είχε γίνει το 1472. Παράλληλη δραστηριότητα ανέπτυξε στην Κύπρο κι ένας άλλος συγγενής της Αικατερίνης, επίσης ανεψιός του Ανδρέα Κορνάρο, ο Μάρκος Μπέμπο* που είχε αναλάβει υψηλά αξιώματα στο νησί.

 

Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατος του βασιλιά Ιακώβου Β΄ τον Ιούλιο του 1473 (σε ηλικία μόλις 33 χρόνων) και ενόσω η σύζυγός του Αικατερίνη αναμενόταν να γεννήσει το παιδί τους (που γεννήθηκε μέσα στον ίδιο χρόνο αλλά πέθανε κι αυτό τον επόμενο), είχε δώσει λαβή για πολλές εικασίες και αλληλοκατηγορίες, οδήγησε δε και σε δραματικά όσο και σοβαρά γεγονότα. Ο θάνατος του Ιακώβου εξυπηρετούσε ακόμη καλύτερα τα συμφέροντα της Βενετίας που θα ήταν τώρα σε θέση να ελέγχει πλήρως το βασίλειο. Ήταν όμως ένας ύποπτος θάνατος, που θεωρήθηκε από πολλούς ως δολοφονία. Μερικοί κατηγόρησαν ως αυτουργούς και εκτελεστές τους οπαδούς της έκπτωτης βασίλισσας Καρλόττας. Αυτοί όμως κατηγόρησαν ως υπαίτιους για τον φόνο τους συγγενείς της βασίλισσας και ιδιαίτερα τους Ανδρέα Κορνάρο και Μάρκο Μπέμπο. Η φήμη αυτή βρήκε ευρεία απήχηση και ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο Ανδρέας Κορνάρο και ο Μάρκος Μπέμπο δεν είχαν επιτρέψει σε κανένα να επισκεφθεί τον βασιλιά κατά την περίοδο της σύντομης ασθένειάς του που τον οδήγησε στον τάφο.

 

Μετά τον θάνατο του Ιακώβου, η Αικατερίνη Κορνάρο ονομάσθηκε βασίλισσα της Κύπρου μέχρι να γεννηθεί ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου. Ταυτόχρονα η θέση των Βενετών στην Κύπρο ενισχύθηκε αλλά προέκυψαν και δυο άλλες καταστάσεις που δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα: η πρώτη ήταν η κινητοποίηση της Καρλόττας η οποία, αμέσως μετά τον θάνατο του βασιλιά Ιακώβου, άρχισε πάλι να διεκδικεί το θρόνο της. Η δεύτερη ξεκινούσε από τις φιλοδοξίες του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου να αποκτήσει την Κύπρο είτε με το να νυμφευθεί ο ίδιος την χήρα τώρα Αικατερίνη, είτε διευθετώντας ένα γάμο μεταξύ ενός νόθου γιου του με την Αικατερίνη ή με μια νόθα κόρη του Ιακώβου Β΄, την Κάρλα* ή Καρλόττα Λουζινιανή που ήταν τότε 6 μόλις χρόνων! Μάλιστα προκειμένου το σχέδιο αυτό να εφαρμοστεί με περισσότερο νομιμοφανή τρόπο, ο Φερδινάνδος έπεισε την έκπτωτη βασίλισσα της Κύπρου Καρλόττα να υιοθετήσει το νόθο γιο του Ντον Αλόνσο.

 

Τα σχέδια αυτά προωθούνταν στην Κύπρο από τους Καταλανούς και άλλους τυχοδιώκτες και αντίπαλους των Βενετών, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Λουίς Πέρες Φαμπρέγκ*, ο Λουδοβίκος Αλμπερίκος*, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο*, ο Ιάκωβος Ζαπλάνα* και άλλοι, που μοιραία ήλθαν σε ρήξη με τον Ανδρέα Κορνάρο και τους λοιπούς Βενετούς της Κύπρου. Ο Ανδρέας Κορνάρο είχε στο μεταξύ ορισθεί ως «επίτροπος», σύμφωνα προς την διαθήκη του νεκρού βασιλιά Ιακώβου Β΄, μαζί με τους Ιωάννη Τριφούρ* κόμη της Τριπόλεως, Ιωάννη Πέρες Φαμπρέγκ* κόμη της Γιάφφα και της Καρπασίας, Μόρφου ντε Γκρινιέ κόμη ντε Ρουσιά, Ιωάννη Αρωνίονα, Ρίτζο ντι Μαρίνο και Πέτρο Ντάβιλα*. Οι οκτώ αυτοί επίτροποι είχαν αναλάβει και τη διακυβέρνηση της Κύπρου.

 

Το ισχυρό όμως κόμμα των Καταλανών της Κύπρου, προωθώντας τα σχέδια του Φερδινάνδου της Νεαπόλεως, προσπάθησε ταυτόχρονα να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του το βασίλειο της Κύπρου, οι δε αρχηγοί του έφθασαν μέχρι του σημείου να μετέρχονται και εγκληματικές μεθόδους και εκβιασμούς προς την Αικατερίνη Κορνάρο, της οποίας απήγαγαν και το ίδιο το νεογέννητο παιδί προκειμένου να πεισθεί να εκδώσει διατάγματα που τους ευνοούσαν, όπως για παράδειγμα διάταγμα να παραδοθεί η πόλη της Κερύνειας στο Λουδοβίκο Αλμπερίκο.

 

Οι περισσότεροι από τους «επιτρόπους» του βασιλείου ευνοούσαν τα σχέδια του Φερδινάνδου, ταυτόχρονα δε παρουσιάζονταν δυσαρεστημένοι από τη διαγωγή του Ανδρέα Κορνάρο. Η ενοχή μάλιστα του τελευταίου, καθώς και του Μάρκο Μπέμπο, στη δολοφονία του Ιακώβου Β' εθεωρείτο από πολλούς δεδομένη, ιδιαίτερα δε μετά την αποδοχή της ενοχής τους από τον πάπα Σίξτο Δ', του οποίου επιστολή διαβάστηκε δημόσια στην Αγία Σοφία της Λευκωσίας. Στην επιστολή του ο πάπας εξέφραζε την έκπληξή του επειδή ο Ανδρέας Κορνάρο και ο Μάρκος Μπέμπο αφέθηκαν ν’αρπάξουν το βασίλειο της Κύπρου αφού δηλητηρίασαν το βασιλιά.

 

Τα πράγματα οδηγήθηκαν σε οξεία κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η δολοφονία του Ανδρέα Κορνάρο, του Μάρκο Μπέμπο, του Παύλου Ζάππε και του Τζεντίλε, γιατρού της βασίλισσας, στην Αμμόχωστο στις 13.11.1473. Τις δολοφονίες διέπραξε ο Ρίτζο ντι Μαρίνο βοηθούμενος και από άλλους του καταλανικού κόμματος.

 

Ωστόσο ο θάνατος του Ανδρέα Κορνάρο και των άλλων υποστηρικτών των συμφερόντων της Βενετίας δεν ήταν δυνατό να μη είχε συνέπειες. Για το λόγο αυτό τα κυριότερα μέλη της ηγεσίας του καταλανικού κόμματος (ο αρχιεπίσκοπος Φαμπρέγκ, ο Ζαπλάνα, ο ντι Μαρίνο και ο Λουδοβίκος Αλμπερίκος) αφού έκλεψαν από την Αμμόχωστο χρήματα και κοσμήματα αξίας 60.000 δουκάτων, αναχώρησαν από την Κύπρο το τέλος του Δεκεμβρίου του 1473 με πλοίο υπό τον καπετάνιο Ματθαίο Κόρσο, άνθρωπο του Φερδινάνδου της Νεαπόλεως. Με τη φυγή τους, καθώς και με διάταγμα της Αικατερίνης Κορνάρο ημερομηνίας 2.1.1474 που διέταζε τη δήμευση της περιουσίας των φυγάδων και, λίγο αργότερα, την εξορία από την Κύπρο όλων των Καταλανών, Σικελών και Ναπολιτάνων, έληξε η δράση του κόμματός τους στο νησί. Η δύναμη της Βενετίας επεβλήθη και στο εξής η Κύπρος εκυβερνάτο από τους εκπροσώπους της. Η Αικατερίνη ήταν τυπικά μόνο βασίλισσα, μέχρι το 1489, οπότε κι επίσημα πλέον μεταβίβασε την Κύπρο στη Βενετία.

 

Κορνάρο Γεώργιος: Αδελφός της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο. Χρησιμοποιήθηκε από τη Δημοκρατία της Βενετίας ως όργανό της (μαζί με τη μητέρα του) για να πείσει την αδελφή του ν’ αναχωρήσει από την Κύπρο, μεταβιβάζοντας ταυτόχρονα το νησί στη Βενετία. Κατά τον Γεώργιο Βουστρώνιο η Βενετία χρησιμοποίησε πρώτα τη μητέρα της Αικατερίνης και μετά τον αδελφό της Γεώργιο, για να επιτύχει τη μεταβίβαση της Κύπρου: ...καί ἡ  Ἀφεντία ἔπεμψεν τήν μάναν τῆς Ρήγαινας καί ἦρτεν εἰς τήν Κύπρον διά νά τήν ποίσῃ νά πάγῃ εἰς τήν Βενετίαν,,αυπς' [=1486] Χριστοῦ, καί μέ πολλαίς στράταις ἀποῦ εἶχεν νά ποίσῃ, εἶπέν της πῶς τήν παρακαλεί ἡ  Ἀφεντία τῆς Βενετίας νά πάγῃ νά ποίσῃ κανέναν χρόνον, καί πάλε νά στραφῇ. Καί ἐπρουμουτίασέν της [=της υποσχέθηκε] νά πάγῃ καί πηγαίνοντα ἡ μάνα της εἶπέν της: πάγῳ, καί πέμπω τόν ἀδελφόν σου νἄρτῃ νά σέ συντροφιάσῃ εἰς τήν Βενετίαν. Καί ἦρτεν ὁ  ἀδελφός της εἰς τούς ,αυπζ΄ [=1487]  ὁ μισέρ Τζόρτζους εἰς τήν Κύπρον...

 

Η Αικατερίνη, αν και ουσιαστικά αιχμάλωτη των Βενετών στο βασίλειό της, αρνείτο επίμονα να το εγκαταλείψει και να το αποδώσει στη Βενετία. Τελικά όμως, με την πίεση τόσο της μητέρας όσο και του αδελφού της και άλλων, αναχώρησε από την Κύπρο το 1489. Στο ταξίδι της προς τη Βενετία την συνόδευσε ο αδελφός της Γεώργιος Κορνάρο. Αρχικά φαίνεται πως της είχε δοθεί η υπόσχεση ότι θα της επιτρεπόταν να επιστρέψει ξανά στον θρόνο της στην Κύπρο, τελικά όμως την απομόνωσαν στο Άσολο*.

 

Είναι φανερό ότι ο Γεώργιος Κορνάρο ενήργησε κατ’ εντολή της Δημοκρατίας της Βενετίας και υπέρ των συμφερόντων της. Για την επιτυχία του να πείσει την Αικατερίνη να μεταβιβάσει την Κύπρο στη Βενετία, ο Γεώργιος Κορνάρο τιμήθηκε ιδιαίτερα. Κατ’ αρχήν του εδόθη σημαντική περιουσία στην ίδια την Κύπρο που περιελάμβανε την Μικρή Κομμανταρία (ή Κομμανταρία του Φοίνικος) και 14 χωριά, πιθανώς δε και άλλα ακόμη κτήματα. Επίσης χρημάτισε πρέσβης της Βενετίας στο Παρίσι και στη συνέχεια κατέλαβε άλλα αξιώματα. Το 1508 έγινε προβλεπτής του Αγίου Μάρκου και το 1517 υπηρέτησε ως προβλεπτής των κατά ξηράν δυνάμεων (proveditore di terra ferma) της Βενετίας. To 1521 ήταν υποψήφιος για το ανώτατο αξίωμα του δόγη. Πέθανε το 1524, σε ηλικία 70 χρόνων, κι ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων στη Βενετία.

 

Κορνάρο Λουκάς: Αδελφός της Αικατερίνης Κορνάρο και του Γεωργίου Κορνάρο. Κατά τον Γεώργιο Βουστρώνιο βρισκόταν στην Κύπρο το 1474. Στις 28 Απριλίου του χρόνου αυτού έφθασε στη Λευκωσία μαζί με τον Πέτρο Μπέμπο (συγγενή επίσης της βασίλισσας Αικατερίνης) κι όταν ο λαός της πρωτεύουσας πληροφορήθηκε ότι ήσαν μέλη της οικογένειας Κορνάρο τους επεφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή επειδή αγαπούσε πολύ τη βασίλισσα.

 

Η επίσκεψη του Λουκά Κορνάρο στην Κύπρο έγινε λίγους μόνο μήνες μετά την ήττα του καταλανικού κόμματος και την επιβολή των Βενετών στο νησί, κι ίσως σχετίζεται με τα γεγονότα αυτά, εάν δεν ήταν καθαρά φιλοφρονητική.

 

Κορνάρο Μαρίν: Ο Λεόντιος Μαχαιράς τον αναφέρει ως σίρ Μαρρήν Κορνέρ. Βρισκόταν εγκατεστημένος πιθανότατα στην Κύπρο επί εποχής του βασιλιά Πέτρου Α΄ (1359-1369). Το 1367 μετείχε στο στρατιωτικό σώμα που ο βασιλιάς Πέτρος είχε στείλει από την Κύπρο στην Αττάλεια για ν’ αντιμετωπίσει την εκεί εξέγερση της φρουράς. Η Αττάλεια είχε καταληφθεί και κατεχόταν τότε από τον βασιλιά της Κύπρου.

 

Κορνάρο Μάρκος: Αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά ως μισέρ Μάρκο Κορνέρ. Βρισκόταν, εγκατεστημένος πιθανότατα, στην Κύπρο επί εποχής του βασιλιά Πέτρου Α΄ (1359-1369). Το 1366-67 μετείχε, ως διοικητής καραβιού, σε πολεμικές επιχειρήσεις του βασιλιά Πέτρου στα έναντι της Κύπρου νότια παράλια της Μικρά Ασίας.

 

Κορνάρο Μάρκος: Πατέρας της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο.

 

Κορνάρο Μάρκος: Καρδινάλιος, ανεψιός της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο, γιος του αδελφού της Γεωργίου Κορνάρο. Όταν, μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τη Βενετία, εδόθησαν σε μέλη της οικογένειας Κορνάρο μεγάλες κτηματικές περιουσίες στην Κύπρο, ο Μάρκος Κορνάρο έγινε το 1508 ιδιοκτήτης του τεράστιου φέουδου της Μεγάλης Κομμανταρίας με έδρα το Κολόσσι, που μέχρι τότε ανήκε στους Ιωαννίτες ιππότες. Ο οίκος των Κορνάρο κατείχε ήδη από πολύ πιο πριν και το φέουδο της Επισκοπής, κοντά στο Κολόσσι, που ήταν γνωστό κατά τον 14ο-15ο αιώνα ως La Piscopie des Cornier.

 

Κορνάρο Τζιανμάρκο: ΟΛεόντιος Μαχαιράς τον αναφέρει ως σίρ Γιαννάκη Κορνέρ. Ο Αμάτι τον αναφέρει ως Zuan Marco Corner κι ο Φλώριος Βουστρώνιος ως Gioan Marco Corner. Ήταν ένας από τους Βενετούς ευγενείς της Αμμοχώστου που πήραν μέρος στα αιματηρά επεισόδια που συνέβησαν στην πόλη αυτή τον Οκτώβριo του 1372 μεταξύ Βενετών και Γενουατών, κατά τη διάρκεια των τελετών για τη στέψη του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β΄ (1369 -1382) και ως βασιλιά Ιεροσολύμων. Τα επεισόδια αυτά απετέλεσαν ένα από τους λόγους για την καταστροφική εισβολή των Γενουατών στην Κύπρο το 1373-74.

 

Κορνάρο Φιορένσα: Μητέρα της βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο. Το 1486 επισκέφθηκε την Αικατερίνη στην Κύπρο, ενεργώντας ως επίσημη πράκτωρ της Δημοκρατίας της Βενετίας, για να πείσει τη βασίλισσα κόρη της να αποχωρήσει από το θρόνο της και να μεταβιβάσει την Κύπρο στη Βενετία, εξυπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα της πόλης της. Για τον ίδιο σκοπό η Βενετία επιστράτευσε και τον αδελφό της Αικατερίνης, που ήλθε στην Κύπρο τον επόμενο χρόνο. Δες Κορνάρο Γεώργιος, πιο πάνω.

 

Γενικά για την οικογένεια Κορνάρο: Οι πρώτες αναφερόμενες στις πηγές σχέσεις της οικογένειας Κορνάρο με την Κύπρο χρονολογούνται από την εποχή του   βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ (1359-1369) και σχετίζονται με το πλούσιο φέουδο της Επισκοπής Λεμεσού. Κατά τη μεγάλη περιοδεία του στην Ευρώπη, ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ φιλοξενήθηκε το 1363 όταν επισκέφθηκε τη Βενετία, από την οικογένεια Κορνάρο. Τότε, από μέλος της οικογένειας, είχε δανειστεί κι ένα ποσό χρημάτων ανερχόμενο στις 60.000 δουκάτα. Σ’ αντάλλαγμα χάρισε στην οικογένεια το φέουδο της Επισκοπής (La Piscopie) που μέχρι τότε ανήκε στην οικογένεια των Ιβελίνων (ντ’ Ιμπελέν). Η Επισκοπή έγινε τότε γνωστή ως La Piscopie des Corniers (=Επισκοπή των Κορνάρων ) οι δε Κορνάροι πρόσθεσαν στον οικογενειακό τους τίτλο και το όνομα της Επισκοπής.

 

Στην οικογένεια Κορνάρο περιήλθε, μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Βενετούς, και το γειτονικό προς την Επισκοπή χωριό Κολόσσι, έδρα της Μεγάλης Κομμανταρίας των Ιωαννιτών ιπποτών. Περιήλθαν επίσης στην κατοχή της οικογένειας και πολλές άλλες περιουσίες στην Κύπρο, που τις απώλεσε όμως με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-71.

 

Η οικογένεια όμως διατήρησε τους τίτλους της. Το 1588 ο καρδινάλιος Φρειδερίκος Κορνάρο εξακολουθούσε να θεωρείται ως ο νόμιμος ιδιοκτήτης του πρώην φέουδου της Μεγάλης Κομμανταρίας που, με έγκριση και του πάπα Σίξτου Ε΄, το συγχώνευσε (τυπικά) με την Κομμανταρία του Treviso, ελπίζοντας στην επανάκτησή του εάν οι Τούρκοι γινόταν κατορθωτό να εκδιωχθούν από την Κύπρο.

 

Τελευταίος από τους Κορνάρο που έφερε και τον τίτλο του ιδιοκτήτη της Επισκοπής και του Κολοσσιού ήταν ο Τζιοβάννι Κορνάρο που πέθανε το 1799. Επειδή δεν είχε γιους, τον τίτλο κληρονόμησε η κόρη του Λαύρα που τον μεταβίβασε, με τον γάμο της, στον κόμητα Αλουίς (Αλοΐσιο) Μοτσενίγκο.

 

Η οικογένεια, ως κάτοχος μεγάλων εκτάσεων γης στην Κύπρο, βασικά με επίκεντρο το χωριό Επισκοπή της επαρχίας Λεμεσού, προσέθεσε στο οικογενειακό της επώνυμο και το όνομα Πισκοπιά (Piskopia). Η ίδια η Επισκοπή ήταν γνωστή ήδη από τον 14ο αιώνα ως «Επισκοπή των Κορνάρο» (La Piscopie des Corniers).

 

Διάφορα μέλη της οικογένειας των Κορνάρο απαντώνται να χρησιμοποιούν και ως οικογενειακό τους επίθετο το όνομα της Επισκοπής, ακόμη και μετά την απώλεια της περιουσίας τους αυτής, και μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1570-71.

 

Αξιόλογο μέλος της οικογένειας, που έφερε και το επώνυμο (τίτλο) των ιδιοκτητών της Επισκοπής, ήταν η διανοούμενη Έλενα (1645-1683) που χρησιμοποιούσε το όνομα Έλενα Κορνάρο - Πισκοπιά (Elena Cornaro Piskopia).

 

Έλενα Κορνάρο - Πισκοπιά: Ήταν μία εκπληκτική για την εποχή της γυναίκα, νόθος κόρη του Τζιοβάννι Μπατίστα Κορνάρο, ωραία και με εξαίρετη μόρφωση. Ομιλούσε, εκτός από την ιταλική, και την ισπανική, γαλλική, λατινική, ελληνική, εβραϊκή και αραβική.

 

Ήταν ποιήτρια (τραγουδούσε η ίδια τα ποιήματά της) και οι σπουδές και τα ενδιαφέροντά της επεκτείνονταν και στη θεολογία, την αστρονομία και τα μαθηματικά. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, από όπου πήρε δοκτοράτο στη φιλοσοφία στις 25 Ιουνίου του 1678 και θεωρείται η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που πέτυχε αυτή τη διάκριση στη φιλοσοφία.

 

Η Έλενα Κορνάρο - Πισκοπιά πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 38 χρόνων, το 1683, στο μοναστήρι St Justina (Αγία Ιουστίνη) των Βενεδικτίνων στην Πάδοβα, και εκεί ετάφη. Ένα μνημείο γι' αυτή την αξιοθαύμαστη γυναίκα υπάρχει στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα. Τα κείμενά της εκδόθηκαν μετά τον θάνατό της.

 

Παρά το ότι η ίδια η Έλενα Κορνάρο - Πισκοπιά δεν είχε άμεση σχέση με την Κύπρο, μάλιστα κατά την εποχή που εκείνη έζησε η Κύπρος διένυε την πιο σκοτεινή περίοδο της ιστορίας της, ευρισκόμενη υπό τον οθωμανικό ζυγό, ωστόσο είναι τιμητικό για το χωριό Επισκοπή της Λεμεσού, αλλά και για την ίδια την Κύπρο, το γεγονός ότι μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες έφερε ένα κυπριακό όνομα.

 

Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Φώτο Γκάλερι

Image