Λίρα

Image

Λίρα (αγγλικά: Pound, τουρκικά Lira) είναι η ονομασία του νομίσματος διαφόρων χωρών, περιλαμβανομένης και της Κύπρου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007. Η λέξη προέρχεται από τη λίβρα, που είναι μονάδα βάρους, επειδή στις παλαιότερες εποχές η λίρα ήταν χρυσό νόμισμα του οποίου η αξία σχετιζόταν προς το βάρος του.
 
Η λίρα, ως νομισματική μονάδα της Κύπρου (σύμβολο: £C ή και ΛΚ), ίσχυσε μέχρι την τελευταία ημέρα του έτους 2007, καθώς από την 1η Ιανουαρίου 2008 η Κύπρος εντάχθηκε στην ομάδα των κρατών της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) και εισήγαγε ως νέο της νόμισμα το ευρώ (βλέπε λήμμα ευρώ).

 

Σύμφωνα με τον περί της Υιοθέτησης του ευρώ Νόμο (Ν33Ι/2007), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η περίοδος για την ανταλλαγή τραπεζογραμματίων της κυπριακής λίρας σε τραπεζογραμμάτια ευρώ έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017.


Η λίρα, ως νόμισμα χρυσό αλλά και αργυρό ή και χάλκινο, είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη και κατά καιρούς είχε διάφορο βάρος και διάφορη αξία. Σήμερα αρκετά κράτη εξακολουθούν να έχουν ως νόμισμά τους τη λίρα.

(Βλέπε Νομισματικό Μουσείο Τράπεζας Κύπρου

Τέτοια νομίσματα είναι η λίρα Αγγλίας, γνωστή και ως λίρα στερλίνα (σύμβολο: £), η λίρα Αιγύπτου (σύμβολο: £EG.), η λίρα Λιβάνου (σύμβολο: ELIB.), η λίρα Νέας Ζηλανδίας (σύμβολο: £ΝΖ.), η λίρα Νοτίου Αφρικής (σύμβολο: £SA.), η λίρα Συρίας (σύμβολο: £SYR.), η λίρα Τουρκίας (σύμβολο: £TQ.) και η λίρα Ιαμαϊκής (σύμβολο: EJAM.). Λίρα ονομαζόταν επίσης το νόμισμα της Ιταλίας, γνωστότερο όμως με το υποκοριστικό λιρέτα, μέχρι το 1999 όταν εισήχθη το ευρώ. Λίρα διέθετε και η Ιρλανδία (σύμβολο: £IR) μέχρι το 1999, που αντικαταστάθηκε από το ευρώ.

 
Η χρήση της λίρας ως νομισματικής μονάδας εισήχθη στην Κύπρο από τους Βρετανούς και καθιερώθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας ως το επίσημο νόμισμα του νησιού. Διατηρήθηκε δε ως τέτοιο και μετά την ανεξαρτησία. Κυκλοφόρησαν κατά καιρούς διάφορα χαρτονομίσματα της λίρας ή και υποδιαιρέσεων ή πολλαπλασίων της, όπως και μεταλλικά νομίσματα που αποτελούσαν υποδιαιρέσεις της κυπριακής λίρας. Αρχικά η κυπριακή λίρα υποδιαιρέθηκε σε σελίνια (όπως και η αγγλική), αργότερα σε μιλς (δεκαδικό νομισματικό σύστημα) και τέλος σε σεντ.
 
Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης του Βερολίνου (9 Ιουλίου 1878) ανακοινώθηκε ότι στις 4 Ιουνίου 1878 η Υψηλή Πύλη και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υπογράψει μια "αμυντική συμφωνία" στην Κωνσταντινούπολη βάσει της οποίας η Τουρκία εκχωρούσε την Κύπρο στην Αγγλία "όπως κατέχεται και διοικείται υπ' αυτής". Μ' αυτό τον τρόπο η Αγγλία κατέλαβε ειρηνικά την Κύπρο.
 
Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Άγγλους - ύστερα από μια μεταβατική περίοδο - εισήχθη στο νησί το αγγλικό νομισματικό σύστημα. Βέβαια τα αγγλικά χρυσά νομίσματα περιλαμβάνονταν μεταξύ των χρυσών νομισμάτων, που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο και πριν από την άφιξη των  Άγγλων στο νησί. Και τούτο γιατί ο διευθυντής της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας που διατηρούσε υποκατάστημα στην Κύπρο από το 1864 και ο Άγγλος υποπρόξενος στη Λάρνακα κατά την περίοδο 1867-1868 για τις ανάγκες του αγγλικού στρατού αγόρασαν για λογαριασμό της αγγλικής κυβέρνησης απ' όλες τις περιοχές της Κύπρου 2.000 μούλες προς £20 την κάθε μια. Η αξία των ζώων αυτών καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου σε χρυσές αγγλικές λίρες, πράγμα που συνέβαλε ώστε το 1878 τα αγγλικά νομίσματα στην Κύπρο να είναι ήδη όχι μόνο γνωστά, αλλά και ευρύτατα αποδεκτά.
 
Όμως, παρ' όλα αυτά, τα πρώτα χρόνια της Aγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878-1890), από νομισματική σκοπιά, απετέλεσαν μια μεταβατική περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή στην Κύπρο κυκλοφόρησε μια μεγάλη ποικιλία νομισμάτων όπως: α) τα τουρκικά νομίσματα που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κατοχή των κατοίκων, β) τα αγγλικά νομίσματα που έφερε μαζί της η αγγλική διοίκηση με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για τις πληρωμές των κυβερνητικών υπαλλήλων και την αγορά προμηθειών για τις ανάγκες των βρετανικών στρατευμάτων, γ) τα ινδικά νομίσματα που είχαν μαζί τους οι Ινδοί στρατιώτες οι οποίοι αποτελούσαν μέρος των βρετανικών στρατευμάτων που αποβιβάστηκαν στο νησί και δ) τα χρυσά γαλλικά νομίσματα των 20 και 10 φράγκων (τα γνωστά ως ναπολεόνια) και μερικά άλλα ξένα νομίσματα με περιορισμένη σχετικά κυκλοφορία.
 
Με διάφορα μέτρα που έλαβε η αγγλική αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου μεταξύ του Ιουνίου του 1879 και του Μαΐου του 1882, η θέση των αγγλικών νομισμάτων στην Κύπρο βελτιώθηκε σημαντικά. Η αγγλική λίρα αποτελούσε ήδη ένα σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό της συνολικής αξίας των νομισμάτων που κυκλοφορούσαν στο νησί. Παράλληλα όμως εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται και διάφορα ξένα νομίσματα, όπως η τουρκική λίρα, το νόμισμα των 20 γαλλικών φράγκων, το φλορίνι κ.ά. Βέβαια, βήμα προς βήμα το νομισματικό σύστημα της Κύπρου έμπαινε πάνω σε νέα βάση, που το έφερνε πιο κοντά στο νομισματικό σύστημα της Αγγλίας. Με τη βασιλική προκήρυξη της 3.5.1882 ετίθετο σε ισχύ διάταξη βάσει της οποίας οι πληρωμές πέραν των 3 λιρών και μέχρις απεριόριστου ποσού μπορούσαν να γίνονται μόνο με αγγλικές λίρες, χρυσές τουρκικές λίρες και χρυσά "ναπολεόνια" των 20 φράγκων. Αργότερα η χρήση της τουρκικής χρυσής λίρας περιορίστηκε αισθητά γιατί ανακαλύφθηκε ότι στην κυκλοφορία βρισκόταν μεγάλος αριθμός κάλπικων χρυσών τουρκικών λιρών που είχαν κοπεί στη Βηρυτό.
 
Τα πρώτα χάλκινα κυπριακά νομίσματα της βρετανικής διοίκησης τέθηκαν σε κυκλοφορία το 1879, αντικαθιστώντας τις βρετανικές πένες και τα άλλα νομίσματα που κυκλοφορούσαν.
 
Τέλος, με την έκδοση του διατάγματος περί Κυπριακού Νομισματοκοπείου, που υπογράφτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1900, το νομισματικό σύστημα της Κύπρου, ύστερα από μια μακρά μεταβατική περίοδο προσαρμογής που κράτησε είκοσι δύο χρόνια, ταυτίστηκε πλήρως με εκείνο της Αγγλίας με βάση τη στερλίνα.
 
Η αγγλική λίρα παρέμεινε η βάση του κυπριακού νομισματικού συστήματος όχι μόνο καθόλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας, αλλά και μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1955 η κυπριακή λίρα υποδιαιρείτο σε 20 σελίνια ή 180 γρόσια. Το 1955 η αγγλική διοίκηση εισήγαγε νέο νομισματικό σύστημα που στη βάση του διατηρούσε την κυπριακή λίρα ως νομισματική μονάδα, αλλά αυτή αντί σε γρόσια υποδιαιρείτο σε 1.000 μιλς. Με τη νέα αυτή καινοτομία το νομισματικό σύστημα της Κύπρου μετατρεπόταν σε δεκαδικό. Το 1984 διαφοροποιήθηκαν και πάλι οι υποδιαιρέσεις της κυπριακής λίρας με την κατάργηση των μιλς και την εισαγωγή των σεντ. Η κυπριακή λίρα υποδιαιρέθηκε σε 100 σεντ. Παράλληλα καταργήθηκε το χαρτονόμισμα των 250 μιλς, ενώ εκείνο των 500 μιλς αντικαταστάθηκε με καινούργιο των 50 σεντ. Εκτός από τα χαρτονομίσματα της μιας λίρας, κυκλοφορούσαν και χαρτονομίσματα των 5, 10  και 20 λιρών.
 
Η κυπριακή λίρα μέχρι το 1914 ήταν χρυσή. Όμως, η αυξημένη ζήτηση χρήματος, που προκλήθηκε εξαιτίας των αναγκών του Α' Παγκοσμίου πολέμου, δημιούργησε την ανάγκη έκδοσης χαρτονομισμάτων. Έτσι ειδικό διάταγμα, που εκδόθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1914, έδινε στην κυβέρνηση της Κύπρου το δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων των £5 και της £1. Τα χαρτονομίσματα αυτά εκτυπώθηκαν επιτοπίως από την αγγλική κυβέρνηση της Κύπρου στις 10 Σεπτεμβρίου του 1914. Επειδή όμως η εμφάνιση των χαρτονομισμάτων αυτών δεν ήταν τόσο ωραία, στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ανετέθη στον αγγλικό οίκο Thomas De la Rue and Company Ltd η εκτύπωση τεσσάρων νέων χαρτονομισμάτων - των 5 και 10 σελινιών και της £1 και £5. Τα χαρτονομίσματα αυτά παρελήφθησαν στην Κύπρο στα τέλη Νοεμβρίου του 1914 και αντικατέστησαν τα χαρτονομίσματα της £1 και των £5 που είχαν εκτυπωθεί στην Κύπρο. Τα τελευταία αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία στις 17 Δεκεμβρίου του 1914. Έκτοτε έγιναν πολλές εκδόσεις κυπριακών χαρτονομισμάτων διαφόρων ονομαστικών αξιών.

Καθόλη την περίοδο που η Κύπρος τελούσε υπό αγγλική κυριαρχία, η κυπριακή λίρα, όπως ήταν φυσικό, ήταν πολύ στενά συνδεδεμένη με την αγγλική λίρα και είχε την ίδια ισοτιμία μ' εκείνη. Μετά την ανεξαρτησία, στις 25 Ιουλίου του 1962, η τιμή της κυπριακής λίρας καθορίστηκε σε 2.48828 γραμμάρια καθαρού χρυσού και ήταν ακριβώς η ίδια μ' εκείνη της στερλίνας. Στις 20 Νοεμβρίου του 1967, όταν η στερλίνα υποτιμήθηκε κατά 14,3% η κυπριακή λίρα ακολούθησε και αυτή την υποτίμηση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η ισοτιμία της να αλλάξει και κατόπιν συμφωνίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να καθοριστεί σε 2.13281 γραμμάρια καθαρού χρυσού.
 
Η κυπριακή λίρα συνέχισε να παραμένει συνδεδεμένη με τη στερλίνα μέχρι τον Ιούνιο του 1972 όταν η Μ. Βρετανία αποφάσισε τη διακύμανση του νομίσματός της. Έκτοτε η κυπριακή λίρα σταμάτησε ν' ακολουθεί τις διακυμάνσεις της στερλίνας, γιατί θεωρήθηκε σκοπιμότερο να μη ακολουθήσει την αγγλική λίρα στην κάθετη πτώση της. Γι' αυτό ήταν ανάγκη να βρεθεί κάποια νέα μέθοδος προσδιορισμού της αξίας της κυπριακής λίρας έναντι των άλλων νομισμάτων.
 
Για ένα περίπου έτος, από τον Ιούνιο του 1972 μέχρι τον Ιούλιο του 1973, η κυπριακή λίρα συνέχισε να διατηρεί έναντι του χρυσού την ίδια ισοτιμία που είχε καθοριστεί τον Νοέμβριο του 1967. Από τον Ιούλιο του 1973 κρίθηκε ότι η καταλληλότερη μέθοδος προσδιορισμού της αξίας της κυπριακής λίρας έναντι των άλλων νομισμάτων ήταν η ομαδική σύνδεσή της με τα νομίσματα των κυριοτέρων χωρών με τις οποίες η Κύπρος συναλλασσόταν (Basket of currencies of the main trading partners). Βέβαια, οι συγκεκριμένες χώρες, προς τα νομίσματα των οποίων καθοριζόταν κατά διαστήματα η ισοτιμία της κυπριακής λίρας, ετηρούντο εμπιστευτικές.
 
Η ισοτιμία της κυπριακής λίρας προς τα νομίσματα των ξένων χωρών προσδιοριζόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Η τελευταία εξέδιδε καθημερινά το Δελτίο τιμών συναλλάγματος με το οποίο καθορίζονταν οι τιμές αγοράς και πώλησης τεσσάρων βασικών νομισμάτων (δηλαδή του δολαρίου των Ην. Πολιτειών Αμερικής, της στερλίνας, του δυτικογερμανικού μάρκου και της δραχμής) χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ισοτιμία της κυπριακής λίρας βασιζόταν αποκλειστικά στα νομίσματα αυτά. Οι εμπορικές τράπεζες ακολουθούσαν αυτές τις ισοτιμίες και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αναλάμβανε να καλύψει τις εμπορικές τράπεζες σ' αυτές τις τιμές συναλλάγματος.

 

Οι εναλλαγές στην ισοτιμία της κυπριακής λίρας που παρατηρούνταν καθημερινά οφείλονταν στις μεταβολές των ισοτιμιών των άλλων νομισμάτων που σημειώνονταν στο εξωτερικό. Επειδή η κυπριακή λίρα δεν ήταν δεσμευμένη ν' ακολουθεί οποιοδήποτε νόμισμα στις διακυμάνσεις του, η συνεχής υποτίμηση ενός νομίσματος είχε ως αποτέλεσμα την ανατίμηση της κυπριακής λίρας έναντι του νομίσματος αυτού και αντίστροφα.
 
Η σύνδεση της κυπριακής λίρας με μια ομάδα νομισμάτων των χωρών με τις οποίες η Κύπρος πραγματοποιούσε τις περισσότερες συναλλαγές της, προτιμήθηκε από τη σύνδεση με ένα κύριο νόμισμα, γιατί κατ' αυτό τον τρόπο ήταν δυνατόν να αποφευχθούν τυχόν ανεπιθύμητες διακυμάνσεις που δεν θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της αναπτυσσόμενης κυπριακής οικονομίας ούτε και κατ' ανάγκην θα αντανακλούσαν τις εκάστοτε εξελίξεις στις εξωτερικές συναλλαγές της Κύπρου. Ο καθορισμός της ισοτιμίας της κυπριακής λίρας γινόταν βάσει συγκεκριμένης φόρμουλας. Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε πως τα νομίσματα προς τα οποία η κυπριακή λίρα είχε ομαδική σύνδεση παρέμεναν πάντοτε τα ίδια. Απεναντίας, εξυπακούετο ότι αν με την πάροδο του χρόνου επέρχονταν σημαντικές αλλαγές όσον αφορά τις χώρες με τις οποίες η Κύπρος πραγματοποιούσε τις περισσότερες συναλλαγές της, αυτό ήταν φυσικό να επιφέρει αλλαγές και στη σύνθεση της ομάδας των νομισμάτων προς τα οποία συνδεόταν η κυπριακή λίρα.
 
Αντίθετα προς την ομαδική, αν υιοθετείτο η μονονομισματική σύνδεση, οι μεταβολές στην ισοτιμία της κυπριακής λίρας θα εξαρτώνταν αποκλειστικά από τον βαθμό σταθερότητας ή αστάθειας του κύριου αυτού νομίσματος προς το οποίο αυτή θα συνδεόταν και όχι από εσωτερικούς οικονομικούς παράγοντες, γεγονός που θα υπονόμευε την επίτευξη των οικονομικών στόχων της Κύπρου.
 
Η Κύπρος ήταν από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσαν την ομαδική σύνδεση του νομίσματός τους με άλλα νομίσματα (Basket pegging) τον Μάρτιο του 1973. Από τότε τη μέθοδο αυτή άρχισαν να ακολουθούν και πολλές άλλες χώρες.
 
Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η διατήρηση της σταθερότητας της κυπριακής λίρας εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από το ύψος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, ο έλεγχος και η κατανομή των οποίων είναι από τα βασικά καθήκοντα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Προς τον σκοπό αυτό ειδικό τμήμα της Κεντρικής Τράπεζας που ασχολείται με τον έλεγχο των συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν επιφορτισμένο με τα ακόλουθα καθήκοντα: α) Να ελέγχει την κίνηση του συναλλάγματος και απαγορεύει σε οποιοδήποτε πρόσωπο να εξάγει συνάλλαγμα χωρίς άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, β) παρακολουθεί την εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών και λαμβάνει μέτρα ή εισηγείται τη λήψη μέτρων από άλλη αρχή για τη διατήρηση υγιούς ισοζυγίου πληρωμών, γ) μεριμνά για την κατανομή των συναλλαγματικών αποθεμάτων και επιδιώκει ώστε τα συναλλαγματικά αποθέματα να είναι σε σκληρό νόμισμα (Hard Money) που να μη παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στην τιμή του, δ) παρέχει πληροφορίες για τις τιμές του συναλλάγματος.
 
Πιο κάτω παρατίθεται συγκριτικός πίνακας που δείχνει την ισοτιμία της κυπριακής λίρας έναντι του δολαρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής όπως ίσχυαν κατά το τέλος κάθε έτους από το 1950 έως το 1986, καθώς και τον μέσον όρο των ισοτιμιών.

 

ΤΙΜΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ
(Μονάδες δολαρίου ΗΠΑ προς λίρα Κύπρου)

 

Έτος Τέλος του Χρόνου Μέσος Όρος
1950 2.8000 2.8000
1955 2.8000 2.8000
1959 2.8000 2.8000
1960 2.8000 2.8000
1961 2.8000 2.8000
1962 2.8000 2.8000
1963 2.8000 2.8000
1964 2.8000 2.8000
1965 2.8000 2.8000
1966 2.8000 2.8000
1967 2.4000 2.7528
1968 2.4000 2.4000
1969 2.4000 2.4000
1970 2.4000 2.4000
1971 2.5540 2.4437
1972 2.6085 2.6071
1973 2.7725 2.8612
1974 2.7965 2.7426
1975 2.5425 2.7162
1976 2.4295 2.4371
1977 2.6155 2.4510
1978 2.8470 2.6796
1979 2.8935 2.8220
1980 2.7415 2.8338
1981 2.3115 2.3829
1982 2.0485 2.1071
1983 1.7975 1.9015
1984 1.5525 1.7039
1985 1.8405 1.6407
1986 1.9545 1.9353

 

Ο πιο πάνω πίνακας φανερώνει πως από το 1950 έως το 1967 ίσχυαν σταθερές ισοτιμίες της κυπριακής λίρας έναντι του δολαρίου. Σημαντική μεταβολή σημειώθηκε το 1967 όταν η στερλίνα υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου και η κυπριακή λίρα ακολούθησε τη στερλίνα σ' αυτή της την υποτίμηση. Η περίοδος από το 1971 και για μια 15ετία, χαρακτηριζόταν από συνεχώς μεταβαλλόμενες ισοτιμίες του δολαρίου έναντι της κυπριακής λίρας. Οι μεταβολές αυτές, λόγω των συνεχών πτώσεων της τιμής του δολαρίου διεθνώς, απέβαιναν συνήθως υπέρ της κυπριακής λίρας με εξαίρεση την περίοδο 1984-85 κατά την οποία η θέση του δολαρίου έναντι της κυπριακής λίρας (φυσικά και των άλλων ξένων νομισμάτων) είχε ενισχυθεί σημαντικά. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 1986 σε μια κυπριακή λίρα αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο 2,20 δολάρια.

 

 
Παρατίθεται πιο κάτω πίνακας που δείχνει τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κύπρου για την περίοδο 1959-1986 και το ποσοστό των ετήσιων εισαγωγών που καλύπτονταν με αυτά.
 
ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΑ ΚΑΛΥΨΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

 

Έτος Συναλλαγματικά
αποθέματα σε
εκατ. Δολάρια
Εισαγωγές σε τιμές CIF Ποσοστό (%)
αποθεμάτυων έναντι
εισαγωγών
1959 23,5 41,10 20,42
1960 27,4 39,13 25,01
1961 44,7 40,42 39,50
1962 52,4 44,95 41,63
1963 65,8 47,14 49,85
1964 66,2 37,62 62,84
1965 83,7 51,41 58,14
1966 98,2 55,37 63,34
1967 103,5 59,71 72,24
1968 140,9 70,94 82,76
1969 161,9 86,46 78,02
1970 194,0 98,23 82,29
1971 268,7 106,87 98,44
1972 303,3 121,48 95,71
1973 288,7 153,44 66,14
1974 250,1 148,03 60,42
1975 197,7 113,71 68,38
1976 274,5 177,76 63,56
1977 313,5 254,01 47,19
1978 345,7 282,69 42,95
1979 351,1 357,60 34,12
1980 368,3 424,29 31,66
1981 426,4 489,54 37,68
1982 523,3 577,55 44,22
1983 519,1 641,96 44,99
1984 540,5 796,52 43,71
1985 595,3 762,31 50,38
1986 752,7 659,07 58,43

 

Αναλύοντας τον πιο πάνω πίνακα, φαίνεται ότι η Κύπρος διέθετε πάντοτε σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα που κάλυπταν ψηλό ποσοστό των ετήσιων εισαγωγών. Το ποσοστό αυτό για μια περίοδο 14 ετών, από το 1963 έως το 1976, κάλυπτε κατά μέσον όρο το 71,58% των ετήσιων εισαγωγών. Μετά το 1977 το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από τα συναλλαγματικά αποθέματα παρουσίαζε πτωτική τάση, με χαμηλότερα επίπεδα εκείνα της περιόδου 1979-1981. Γενικά, κατά τη δεκαετία 1977-1986 το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από τα συναλλαγματικά αποθέματα ανερχόταν σε 43,53%, γεγονός που φανερώνει ότι μειώθηκε αισθητά σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο 1963-1976.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image