Αρχιεπίσκοποι Κύπρου

Image

Η αρχή του θεσμού του αρχιεπισκόπου Κύπρου πιθανώς ανάγεται στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους, οπότε το μαρτύριο του Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου επί Νέρωνος (54-68 μ.Χ.) στη Σαλαμίνα, αλλά και οι φιλοδοξίες της πόλης αυτής να ξαναγίνει μητρόπολη της Κύπρου όπως ήταν στην προ-Ελληνιστική περίοδο, έδωσαν στους επισκόπους της κάποιο προβάδισμα σχετικά με τους υπόλοιπους (13) επισκόπους του νησιού. Το προβάδισμα αυτό, λόγω της θέσεως της πόλης ως πρωτεύουσας στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, διεκδικούσε η μητρόπολη Πάφου. Τη φιλοδοξία αυτή βλέπουμε στα 113 μ.Χ.. Αν και οι διεκδικήσεις των δυο πόλεων έχουν φαινομενικά μόνο πολιτικό νόημα, αναμφίβολα και οι επισκοπές τους μετείχαν σ' αυτές, σταδιακά ολοένα και πιο πολύ, καθώς ο πληθυσμός τους ασπαζόταν τον Χριστιανισμό σε πιο μεγάλους αριθμούς. Κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325 μ.Χ.) οι δυο παρόντες επίσκοποι Πάφου Κύριλλος (ή Κυριάκος;) και Σαλαμίνος Γελάσιος φέρονται ως επίσκοποι και μόνο η προτεραιότητα του Κυρίλλου στη σειρά υπογραφής των Πρακτικών της καθιστά πιθανό ότι αυτός ήταν ο «αρχιεπίσκοπος» του νησιού ή ο ισχυρότερος, στην πράξη, επίσκοπός του, αν όχι κατά το σιωπηρώς ισχύον εκκλησιαστικό έθος ή και δίκαιο που τότε βρισκόταν υπό διαμόρφωση. Σ' άλλες πηγές αναφέρονται κι άλλοι 12 επίσκοποι που μετέσχαν στην ίδια σύνοδο, με πρώτο τον Κύριλλο και δεύτερο τον Γελάσιο, σε ένα όμως κώδικα δεύτερος είναι ο Τριμιθούντος Σπυρίδων, ενώ ο Γελάσιος Σαλαμίνος έρχεται τέταρτος. Αυτό δείχνει ίσως την ρευστότητα του διοικητικού καθεστώτος και της εσωτερικής διάρθρωσης της κυπριακής ιεραρχίας στον 4οαι. Αυτό φαίνεται να συνεχίζεται και στη Σύνοδο της Σαρδικής (343), όπου από τους 12 παρόντες Κυπρίους επισκόπους, πρώτος υπογράφει ο Πάφου Αυξίβιος ή Φώτιος και δεύτερος ο Γελάσιος ή Γηράσιος. Η προτεραιότητα του θρόνου Πάφου φαίνεται ότι πρέπει να συσχετισθεί και προς ειδωλολατρικές επιγραφές του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. που φέρουν την Πάφο ως ιεράν μητρόπολιν των κατά Κύπρον πόλεων. Όμως η συλλογιστική και πολιτική φιλοσοφία των επιγραφών αυτών δεν μπορεί να μην επηρέασε και τους τότε επισκόπους της Πάφου, έστω και αν αγνοούμε το κάθε τι γι' αυτούς και την φιλοσοφία των εκεί Χριστιανών λαϊκών και κληρικών.

 

Τα μέχρι της Α' Οικουμενικής Συνόδου κενά στα ονόματα των επισκόπων όλων των 14 εδρών της Κύπρου δεν αποτελούν απόδειξη ανυπαρξίας κατόχων των εδρών λόγω των διωγμών, γιατί και σ' άλλες επαρχίες, παρά τους διωγμούς, επίσκοποι υπήρχαν, και στην Κύπρο ο επίσκοπος Κυρηνείας Θεόδοτος εμαρτύρησε στη Σαλαμίνα επί Διοκλητιανού, όταν διοικητής της Κύπρου ήταν ο Antistius Sabinus (293-305 μ.Χ.) με έδρα την Σαλαμίνα. Πάντως οι δύσκολοι εκείνοι καιροί (1ος - 4ος αι.) δεν θα επέτρεπαν επίσημη πρωτοκαθεδρία ενός από τους επισκόπους της Κύπρου, αλλά μάλλον εθιμική παρακολούθηση του πολιτικού καθεστώτος από την εκκλησιαστική ιεραρχία.

 

Η ανοικοδόμηση της Κωνσταντίας: Το καθοριστικό γεγονός για την προβολή του επισκόπου Σαλαμϊνος ως μητροπολίτη πρώτα και κατόπιν ως αρχιεπισκόπου υπήρξε η ανοικοδόμηση της πόλης ως χριστιανικής Κωνσταντίας μετά τους σεισμούς του 332 και του 342. Χωρίς να δηλώνεται αυτό ρητά, καθίσταται σαφές από τις δυο επιγραφές του 346 μ. Χ. από τη Σαλαμίνα - Κωνσταντία ότι ο antistes urbis Οφέλλιος (που εκπροσωπεί στην οικοδόμηση των θερμών της πόλης τους αυτοκράτορες Κωνστάντιο Β' και Κώνσταντα και εγείρει ανδριάντες γι’ αυτούς εκ μέρους της πόλης), έχει πέραν της επισκοπικής του ιδιότητος(antistes urbis δηλώνει τον επίσκοπο), και πολιτική - διοικητική - κοσμική ισχύ και δικαιοδοσία, που κληροδοτείται εθιμικά και στους διαδόχους του. Αυτό ενισχύει τις φιλοδοξίες τους στην εκκλησιαστική πρωτοκαθεδρία, όπως ακριβώς οι επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Ρώμης και κατ' ακολουθίαν και της Ιερουσαλήμ διεκδικούσαν προνόμια ή υπέρμετρες δικαιοδοσίες λόγω της πολιτικής θέσης των πόλεων αυτών ως πρωτευουσών της αυτοκρατορίας ή μεγάλων περιοχών της.

 

Τις διεκδικήσεις της Κωνσταντίας ενδυνάμωσε η ακτινοβόλος και επιβλητική προσωπικότητα του Επιφανίου του Μεγάλου (361-403), και στα 431 στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου ο Ρηγίνος επίσκοπος Κωνσταντίας φέρεται στα Πρακτικά της ως εξής: «ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς μητροπόλεως Κύπρου» και αλλού «κληρικοῖς τοῖς ἐν τῇ μητροπόλει [Κωνσταντία] οὒτε ἐν ἂλλῃ πόλει ἐχειροτόνησεν [ὁ Ἀντιοχείας], ἀλλ' ἡ σύνοδος τῆς ἡμετέρας ἐπαρχίας συγκροτουμένη καθίστη τόν μητροπολίτην». Στην «ψῆφον» της συνόδου λέγεται: «προσήγγειλεν ὁ θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ῥηγῖνος καί oἱ σύν αὐτῷ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Κυπρίων ἐπαρχίας». Δηλαδή εναλλάσσονται οι όροι «ἐπίσκοπος Κωνσταντίας» και «ἐπίσκοπος μητροπόλεως Κωνσταντίας» για τον ουσιαστικά πρωτόθρονο πια επίσκοπο της Κύπρου. Η Κωνσταντία φέρεται ως «μητρόπολις της Κύπρου» όπως στις επιγραφές των ειδωλολατρών Σαλαμινίων για τον Αδριανό στα 123 και 130 μ.Χ.

 

Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου: Σημαντικότερο όμως πρακτικό τεκμήριο της μητροπολιτικής ιδιότητας της Κωνσταντίας αποτελεί η επικοινωνία του κόμητος της Εώας Φλαβίου Διονυσίου προς τον κλήρο της Κωνσταντίας (21 Μαΐου 431) από τον οποίο ζητεί να μη προβεί στην εκλογή μητροπολίτη διαδόχου του Τρωίλου Κωνσταντίας που είχε πεθάνει λίγο πριν. Ο Φλάβιος Διονύσιος αποκαλεί την Κωνσταντία «μητρόπολιν της Κύπρου», ενώ ο Κωνσταντίας Ολύμπιος στην «ληστρική σύνοδο» της Εφέσου στα 449 αυτοκαλείται Επίσκοπος Κωνσταντίας Μητροπόλεως Κύπρου. Πρώτη φορά ο Κωνσταντίας μαρτυρείται με τον πλήρη, έκτοτε σταθερό τίτλο του, Αγιώτατος και Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος σ' επιγραφή των αρχών του 6ουαι. για τον Φιλόξενο, περσικής καταγωγής και ελληνοσυριακής παιδείας που διακρίθηκε για οικοδομικά έργα στην επισκοπή του και άλλοι εφεξής διάδοχοί του, π.χ. οι Πλούταρχος και Αρκάδιος στο πρώτο μισό του 7ουαι. Η αναγνώριση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας Κύπρου ως ενότητος από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο (431) και η επικύρωσή του αργότερα από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (488), μαζί με τα «κοσμικά» προνόμια που της εκχώρησε, ενίσχυσαν την κοσμική δύναμή της και προδίκασαν και προϊδέασαν τον μετέπειτα εθναρχικό ρόλο των αρχιεπισκόπων και των επισκόπων της.

 

Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών ο ρόλος αυτός ντε φάκτο αναπτύχθηκε σε σημαντικό βαθμό, εφόσον η κεντρική εξουσία του βυζαντινού κράτους δεν ασκούσε πλήρη και αποτελεσματική δικαιοδοσία στο νησί για τρεις αιώνες (649-963/4), αν και συνήθως οι Κύπριοι ιεράρχες ακολουθούσαν σε δογματικά και άλλα εκκλησιαστικά θέματα τις επικρατούσες στην Κωνσταντινούπολη ιδέες και ροπές, προτιμώντας τις «αντιαιρετικές» και «ορθόδοξες». Αλλά η έλλειψη επαρκούς ελέγχου επέτρεπε τις αποκλίσεις από την κυρίαρχη κρατική θέση, π.χ. στο θέμα της Εικονομαχίας, στο οποίο οι Κύπριοι ιεράρχες συνήθως ήσαν εικονολάτρες και όταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε η Εικονομαχία. Οι αποκλίσεις και η ανεξαρτησιακή αυτή τάση, που παρατηρήθηκε και σε άλλες βυζαντινές επαρχίες που είχαν εκφύγει από τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, εξηγούν την επιβολή, μετά την ανακατάληψη της Κύπρου στα 963/4 από τον Νικηφόρο Φωκά, της προχείρισης του αρχιεπισκόπου Κύπρου από τον αυτοκράτορα προτού εκλεγεί και ενθρονισθεί στην Κύπρο, χωρίς τυπική κατάργηση του αυτοκεφάλου, που είχε διατηρηθεί και κατά τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας του νησιού, κατά την μεταφορά του (μισού περίπου) πληθυσμού με τον αρχιεπίσκοπο στην Κύζικο και τα γύρω, στα 691-698 ή 705. Η αυτοκρατορική εξουσία και στις δυο περιπτώσεις διατήρησε τους τύπους αφού παραβίασε την ουσία. Η αρχιεπισκοπή έδρευε πάντοτε στην Κωνσταντία, που από τον 7οαι. λέγεται και Αμμόχωστος, και από εκεί μεταφέρθηκε στην Αρσινόη (πιθανώς μετά το 913), που μετονομάστηκε κι αυτή Αμμόχωστος. Φαίνεται ότι η σύγκρουση του ισχυρού αρχιεπισκόπου Νικολάου Μουζάλωνος (1107-1110/1111) με τον διοικητή Ευμάθιο, καθώς και ανάγκες διοικητικές και πολιτικοστρατιωτικές στα μέσα ή τέλη του 11ουαι., συνέβαλαν στη μετάθεση της πολιτικής πρωτεύουσας στη Λευκωσία, μακριά από την επιρροή των αρχιεπισκόπων. Τη δύναμή τους πιθανώς αποσκοπούσαν να περιορίσουν και τα στρατηγικής και κοινωνικής σημασίας πολλά μοναστήρια που ιδρύθηκαν με κρατική ενίσχυση κατά την περίοδο αυτή.

 

Οι διωγμοί των Φράγκων: Οι διωγμοί της Εκκλησίας της Κύπρου από τους Φράγκους από το 1192 ως το 1260 και πέραν, οδήγησαν στη σταδιακή κατάργηση των 10 από τις 14 επισκοπές του νησιού και στην τυπική από τους Φράγκους κατάργηση και του τίτλου του Ορθόδοξου αρχιεπισκόπου που μεταφέρθηκε στα 1260 στη Σολιά δυνάμει της Bulla Cypria (Κυπριακή Διάταξη) ως απλός επίσκοπος, μετά τον θάνατο του τελευταίου φορέως του αρχιεπισκοπικού τίτλου Γερμανού Πησιμάνδρου, ο οποίος δέχθηκε συμβιβασμό με τους Λατίνους. Αλλά στη λαϊκή συνείδηση των Ελλήνων Κυπρίων ο Σολίας επίσκοπος ήταν πάντα ο αρχιεπίσκοπός τους, εθνάρχης και αρχηγός της αντίστασης εναντίον των λατινικών καταπιέσεων. Η θέση του αυτή ενδυναμώθηκε από τη σταδιακή κάθοδο και αργότερα (14ος - 15οςαι.κ.ε.) οριστική εγκατάστασή του στη Λευκωσία, όπου είχε, με βάση την Bulla Cypria, το δικαίωμα να διατηρεί καθεδρικό ναό —του Αγίου Βαρνάβα. Σταδιακά οι θεσμοί της έδρας Σολίας και της έδρας Λευκωσίας συγχωνεύθηκαν και η «αρχιεπισκοπή» απλώς απαρτιζόταν από δυο σκέλη.

 

Ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Η Τουρκοκρατία επιτρέπει την ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στον αριθμό των 14 επισκοπών προ του 1260, καθώς και την επάνοδο στο καθεστώς του αυτοκεφάλου. Το πρώτο στην πράξη ουδέποτε επιτεύχθηκε. Ο αρχιεπίσκοπος παρέμεινε οριστικά στη Λευκωσία, με δικαιοδοσία και σε περιοχές που του ανήκαν κατά την περίοδο της μειώσεως των εδρών σε 4, όπως Σολιά, Αμμόχωστος κλπ., αν και κατά καιρούς εμφανίζονται και επίσκοποι Σόλων (Βενιαμίν, Μακάριος 17ος αι.), Αμμοχώστου (Μωϋσής 17οςαι.). Ο ειδικός ρόλος που ανετέθη στον αρχιεπίσκοπο (όπως και στους άλλους ιεράρχες) της Κύπρου από το 1571 κ.ε., ρόλος εκπροσώπου των ραγιάδων και εισπράκτορος των κρατικών φόρων, πρόσθεσε ακόμη ένα δυνατό στοιχείο στον εθναρχικό του ρόλο, που κυμαινόταν στην πράξη μεταξύ συνεργασίας με τον κατακτητή προς εξυπηρέτηση των εκκλησιαστικών συμφερόντων, εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κατακτητή, προστασίας του λαού από πιέσεις, εγκατάλειψής του στο έλεος των Τούρκων και σκληρών διωγμών κατά του ιδίου του προσώπου του αρχιεπισκόπου και των περί αυτόν από τους Τούρκους. Τέτοιοι διωγμοί συνέβαιναν είτε γιατί ο αρχιεπίσκοπος δεν εκτελούσε πιστά τις εντολές που του ανετίθεντο, είτε γιατί τις υπερέβαινε, είτε γιατί δεν μπορούσε να συγκρατεί το ποίμνιό του σε ειρήνη και πειθαρχία στον σουλτάνο κλπ.

 

Ο εθναρχικός ρόλος του αρχιεπισκόπου, δίκοπο μαχαίρι και πολύπτυχη λειτουργία, συνεχίστηκε και επί Αγγλοκρατίας, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος υποδεχόμενος τον πρώτο Άγγλο κυβερνήτη στις 30 Ιουλίου 1878, διερμήνευσε τους πόθους των Κυπρίων για δίκαιη διοίκηση και εθνική αποκατάσταση.

 

Η Εκκλησία επί Αγγλοκρατίας: Η απογοήτευση από την αγγλική διοίκηση και η άρνηση ικανοποιήσεως του αιτήματος για εθνική αποκατάσταση, καθώς και η δυσαρέσκεια για τη μείωση ή κατάργηση αρκετών δικαιωμάτων του αρχιεπισκόπου, οδήγησαν στην ανάληψη σκληρών αγώνων του κυπριακού λαού υπό την ηγεσία της Εκκλησίας και ιδίως του αρχιεπισκόπου, για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, που απέληξαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959) και στην ανεξαρτησία της Κύπρου.

 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κεντρικής θέσης του αρχιεπισκόπου στη ζωή του τόπου είναι η μεγάλη περιουσία της Αρχιεπισκοπής (μέσω δωρεών, αγορών, κληροδοτημάτων κλπ.), ο καθοριστικός ρόλος του στα εκπαιδευτικά θέματα, η ανάμειξή του στην πολιτική ζωή, καθώς και η αναγνώρισή του ως εκπροσώπου του Ελληνισμού της Κύπρου.

 

Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου και ως τον Αύγουστο του 1977 ο αρχιεπίσκοπος (Μακάριος Γ') εκλεγόταν και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνεχίζοντας υπό νέες συνθήκες τον εθναρχικό του ρόλο, ως πολιτικός εκλελεγμένος πια ηγέτης του λαού. Από το 1977 κ.ε., το ενδιαφέρον των Αρχιεπισκόπων Χρυσοστόμου Α΄ και Χρυσοστόμου Β΄ στα εθνικά και πολιτικά ζητήματα διατηρείται ζωηρό και η φωνή και οι απόψεις τους λαμβάνονται υπόψιν από την πολιτική ηγεσία του τόπου.