Σημαντικός σύγχρονος ποιητής. Γεννήθηκε στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου στις 30 Ιουλίου 1926 και πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979, όπου είχε μεταβεί για θεραπεία. Φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας.
Από το 1949 εισήλθε στη δημόσια υπηρεσία και μέχρι τον θάνατό του εργαζόταν ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
Στον χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1952, δημοσιεύοντας στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα. Το 1954 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το περιοδικό αυτό, με την ποιητική του σύνθεση Δοκιμασία Ὀνείρων. Την εποχή αυτή χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Αυξέντης Περιβολάρης».
Εργασίες του δημοσίευσε και σε άλλα έντυπα. Ο ίδιος εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές:
Μετά το θάνατό του, τα ποιήματα των συλλογών αυτών καθώς και άλλα, συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο που εξεδόθη το 1982 με τίτλο Ποιήματα και επιμέλεια Θεοδόση Νικολάου και Φοίβου Σταυρίδη. Το ποίημα του "Ωδή σε ένα σκοτωμένο τουρκάκι" μελοποιήθηκε από την Ευανθία Ρεπούτσικα. Το πιο γνωστό ποίημα του είναι ο Ονήσιλλος από την ποιητική συλλογή Κατάθεση του 1975.
Το ποιητικό έργο του Παντελή Μηχανικού δεν είναι μεγάλο σε όγκο, είναι όμως αρκετό για να τον κατατάξει μεταξύ των σημαντικότερων συγχρόνων Κυπρίων ποιητών.
Ένα ποίημα μετά την Εισβολή
Στο ποίημα που δημοσιεύτηκε ένα μόνο χρόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, με τίτλο Ίτε ο Παντελής Μηχανικός θίγει, μέσω ενός ευαίσθητου θέματος, αυτό του βιασμού Ελληνίδων της Κύπρου από Τούρκους στρατιώτες, τον συμβιβασμό και την οσφυοκαμψία που παρατηρεί γύρω του.
Ίτε
Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
δεν μπορούν να πολεμήσουν για τίποτε.
Κριτική στο έργο του Μηχανικού
Γράμμα του Γ. Σεφέρη προς τον Παντελή Μηχανικό
R. Greek Legation Beirut, Lebanon, 19 / 6 / 55
Αγαπητέ μου κ. Μηχανικέ,
Από το περασμένο φθινόπωρο έχω κατά νου να σας γράψω. Είχα λάβει τα ποιήματά σας την παραμονή που έφευγα από την Κύπρο. Τα πρόσεξα πολύ. Έχετε συχνά μια δική σας όψη των πραγμάτων. Αυτό είναι που μ’ έκανε να σταματήσω όταν πρώτη φορά διάβασα στίχους σας, ένα βράδυ στου Κρανιδιώτη (Νυχτερινός περίπατος στη Λευκωσία, Γράμμα). Άλλοτε πάλι αυτή η δική σας σπίθα δεν ξαπλώνεται σ’ ολόκληρο το κομμάτι – σταματά σ’ έναν ή δυο-τρεις στίχους. Δε θέλω να σας κάνω κριτική μ’ αυτό τον τρόπο. Τα ξεκινήματα είναι πάντα θολά και αρετές και ψεγάδια ξεχωρίζουν δύσκολα.
Όλο το ζήτημα είναι πόση συγκέντρωση έχει τη δύναμη να δώσει κανείς· και πόσο μακριά μπορεί ν’ ακολουθήσει αυτό που η ευαισθησία του τού δείχνει. Για να φανούν τέτοια πράγματα χρειάζεται καιρός, προπάντων στην Ελλάδα όπου τα πρώιμα έργα είναι τόσο σπάνια, ίσως γιατί δεν κληρονομούμε από τις περασμένες γενιές πολλά έτοιμα, όπως στην Ευρώπη. Συχνά συλλογίζομαι πως αυτό κάνει την Ελλάδα πιο ελκυστική – αυτή η δυσκολία. Όπως κι αν είναι πιστέψατε στο δαιμόνιο ή το ένστικτο που κάθε ποιητής έχει και που του μιλά με μια γλώσσα που οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν εύκολα γιατί είναι ριζωμένη πολύ βαθύτερα από τη συνείδηση.
Αλλά γράφω για πράγματα που είτε έχει νοιώσει κανείς μόνος του, είτε δε φελούν ειπωμένα από άλλον. Και είναι καλύτερα τέτοιες κουβέντες να γίνονται διαλογικά. Ας ελπίσουμε πως θα μας δοθεί κάποτε η ευκαιρία.
Δουλέψατε τη γλώσσα σας και τους ρυθμούς σας.
Με εγκάρδια χαιρετίσματα
Νίκος Ορφανίδης, Όραμα και ματαίωση στον Παντελή Μηχανικό, Ακτή, Λευκωσία 1992:
«Επιχειρώντας μιαν ανάγνωση της ποίησης του Παντελή Mηχανικού θα πρέπει, πιστεύω, να σταθούμε στον επαναλαμβανόμενο στο έργο του διχασμό ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα. Kι ακόμα στη σχεδόν μόνιμη διάσταση ανάμεσα σ’ ένα ονειρικό ιδεαλισμό και σ’ ένα τραυματικό ρεαλισμό, δυο άξονες που φαίνεται να σφραγίζουν ή να καθορίζουν την πορεία της ποίησης και της ποιητικής του. Nα ερευνήσουμε και να αναγνωρίσουμε συγχρόνως, από την άποψη της θεματικής, την ανάπτυξη, την πορεία και τη μετάθεση της ποίησης του Mηχανικού από το όραμα στο τέλμα, από την προοπτική της ανάτασης στην εμπειρία της ματαίωσης. Kαι τέλος να ανιχνεύσουμε τη μετάθεση από ένα μετασυμβολισμό προς ένα ποιητικό ρεαλισμό, που τον ορίζει και διαγράφει ο επώδυνος ή τραυματικός ιστορισμός και η σπαρακτική ειρωνεία και ο σαρκασμός.
Η ποίηση του Mηχανικού δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ερήμην του ενωτικού οράματος, που σφράγισε τη μοίρα, τους προσανατολισμούς και τις ματαιώσεις του ελληνισμού της Κύπρου και συνακόλουθα μιας ποιητικής γενιάς, που ανδρώνεται με την προβολή, τη δυναμική διεκδίκηση και απόπειρα πραγμάτωσής του. Θα πρέπει ιδιαίτερα να υπομνήσουμε πως η ποίηση του Mηχανικού είναι μια ποίηση της ήττας. Mε την έννοια πως συνάπτεται τόσο με τη θεματική του φυλετικού καημού και του αλυτρωτισμού όσο και με τη θεματική της ματαίωσης και της φυλετικής αποτυχίας. Από την άλλη ο άξονας όραμα-ματαίωση στον Mηχανικὸ μετακινείται μονίμως πάνω σε δύο επίπεδα: Tο υπαρξιακό αφ’ ενός και το εθνικό-φυλετικό αφ’ ετέρου. Αυτή η μετατόπιση λειτουργεί συγχρόνως κατά τρόπο εξελικτικό. Tο σχεδόν κυρίαρχο υπαρξιακό στοιχείο των Παρεκκλίσεων ακολουθεί το εθνικό-φυλετικό στα Δυο Βουνά μαζί με τη συνακόλουθη αγωνία για τον ελληνισμό και τη μοίρα του. Tέλος η Κατάθεση συμπυκνώνει την απελπισία και το σπαραγμό, ύστερα από το οριστικό ναυάγιο και την αποτυχία του εθνικού οράματος της Kύπρου...
Με την Κατάθεση η ποίηση του Παντελή Μηχανικού οδηγείται σε μια, σχεδόν πλήρη, αντιστροφή των συμβόλων της και στην οριστική, σχεδοόν, είσοδό της στον ποιητικό ρεαλισμό. Δεν είναι τυχαίο πως από τα 21 ποιήματα της συλλογής τα 12, τουλάχιστον, κινούνται στα μέτρα μιας σχεδόν ισοπεδωτικής ειρωνείας κι ενός συντριπτικού σαρκασμού, στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής γραφής, που οδηγεί σε μιαν ιδιότυπη και νεότροπη γραφή. Γιατί μπορεί οι σπερματικές καταβολές αυτής της ποιητικής να συναντώνται πρωίμως στις Παρεκκλίσεις ή να αναπτύσσονται περαιτέρω στα Δύο Βουνά, όμως, με την Κατάθεση είναι που θα οριστικοποιηθεί αυτή η κυρίαρχη πλέον για την ποίηση του Μηχανικού τεχνική, που αποδεσμεύει όλη την απελπισία της υπάρξεως για τη συντριβή του οράματός της. Η ποίηση της ήττας με την Κατάθεση μορφώνει, πιστεύω, το οριστικό της πρόσωπο. Τα βασικά στοιχεία αυτής της ποιητικής τεχνικής συνοψίζονται στην ειρωνεία που φτάνει στο σαρκασμό, στην απομυθοποίηση ή πιο καλά την αντιστροφή των συμβόλων, στην πεζολογία. Παράλληλα, από την άποψη της θεματικής, εισέρχεται ένας ιστορισμός και μια αναμέτρηση με την πολιτική πραγματικότητα και εμπειρία.»
Κώστας Βασιλείου, «Η κυπριακή κωμωδία μέσα από την Κατάθεση του Π. Μηχανικού»:
«Ο τίτλος της συλλογής έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί συνοψίζει με ακρίβεια ορισμού τις δύο αξίες που συνθέτουν τη βαθύτερη υπόσταση του ποιητή: την πίστη του στην ίδια την ποίηση και το ιδανικό από το οποίο τρέφεται, σχεδόν αποκλειστικά, η ποίησή του. Δύο σημασίες μπορεί να ’χει η λέξη: κατάθεση χρημάτων σε μια τράπεζα και κατάθεση ενός μάρτυρα σε δίκη. Κι οι δύο ταιριάζουν στην «Κατάθεση». Κατάθεση πρώτα ενός ποιητικού θησαυρού στην τράπεζα της Ποίησης, πράξη που φανερώνει επίγνωση αξίας και ασυνήθιστη τόλμη· να σωθεί τουλάχιστον η Ποίηση. Και να σωθεί για ν’ αποτελέσει, στη δίκη που θα γίνει για το έγκλημα, την κατάθεση ενός μάρτυρα που είναι βέβαιος πως ξέρει όλη την αλήθεια κι είναι σε θέση να υποδείξει τους ενόχους. Ποιο είναι το έγκλημα και ποιοι οι ένοχοι, θα το δούμε στα 21 ποιήματα της συλλογής. Εκείνο που από τώρα θα μπορούσαμε, με βάση τον τίτλο, να προσθέσουμε, είναι πως ο ποιητής είναι ταυτόχρονα σκηνοθέτης της δίκης, μάρτυρας-θύμα που απαιτεί δικαιοσύνη, μάρτυρας-καταθέτης της αλήθειας, κι ακόμα, δικαστής κι εκτελεστής μιας απόφασης που είναι καθορισμένη από πριν.
Σάββας Παύλου, Η μορφή του Ριμάκο στη νεότερη κυπριακή λογοτεχνία, Λευκωσία 1995:
"Και η ίδια η ποίηση του Μηχανικού στη συλλογή αυτή είναι αιχμηρή. Η τραυματική εμπειρία της ματαίωσης, της διάψευσης και της ήττας διαπλέκεται με τη διάθεση της κατεδαφιστικής ειρωνείας και σαρκασμού, απομυθοποίησης των ιδεολογημάτων που επικράτησαν και αμφισβήτησης της κυρίαρχης νοοτροπίας και πρακτικής.
Ο Ριμαχό θα κινηθεί ανάμεσα στην απόρριψη αυτού του ίδιου από την εξουσιαστική ρύθμιση (και τις υποβόσκουσες προγραφές και φακέλους φρονημάτων) των ποιητικών πραγμάτων του νησιού (ποίημα: «η παχιά αγελάδα») και στην απόρριψη απ’ αυτόν τον ίδιο των ψευδαισθήσεων και αποπροσανατολισμών, που κυριάρχησαν και συμβολίζονται με το «χρωματιστό μπαλόνι» του ποιήματος «Ευαγγελισμός», στην εν πλήρει συνειδήσει ηρωική στάση στο ποίημα «Ένα τραγούδι για το Ριμαχό», όπου με λιτά εκφραστικά μέσα αποθεώνεται και η γυναίκα-πατρίδα και η μοναχική ηρωική πορεία."
Πηγή: