Σημαντικός εκκλησιαστικός παράγων του β' μισού του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα, ανακαινιστής του μοναστηριού της Παναγίας του Μαχαιρά, επίσκοπος Ταμασσού και, πιθανώς, αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Η δραστηριότητά του υπέρ του μοναστηριού του Μαχαιρά ήταν τέτοια, ώστε να θεωρείται από πολλούς ως ο ιδρυτής του.
Ο Νείλος καταγόταν από την Παλαιστίνη και φαίνεται ότι είχε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο μόρφωσης (κρίνοντας από τη θαυμάσια διατυπωμένη Τυπική Διάταξη του μοναστηριού Μαχαιρά που είχε συντάξει ο ίδιος). Ήλθε στην Κύπρο αφού προηγουμένως είχε περιοδεύσει τους Αγίους Τόπους κατά τό ἕτος 6680 ἀπό κτίσεως κόσμου (όπως γράφει στην Τυπική Διάταξή του), δηλαδή κατά το 1172 της χριστιανικής χρονολόγησης. Στην Κύπρο είχε έλθει για να ασκητεύσει σε χώρο έρημο και ήσυχο. Του υπεδείχθη το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, όπου πράγματι κατέφυγε κι έγινε δεκτός από τον τότε ηγούμενο Ιγνάτιο, βοηθῶν αὐτόν καί κοπιάζων μαζί τοῦ διά τήν περιποίησιν καί τήν λειτουργίαν τῆς Μονῆς.
Ο ηγούμενος Ιγνάτιος ανέθεσε μεταξύ άλλων και αποστολή στον Νείλο να μεταβεί στη Μικρά Ασία για εξασφάλιση υλικής βοήθειας υπέρ του μοναστηριού, ἐπειδή ἡ Νῆσος ἐπιέζετο ἀπό πεῖναν καί ξηρασίαν. Λίγο δε πριν από τον θάνατό του, με γραπτή εντολή, ο Ιγνάτιος όρισε τον Νείλο διάδοχό του στην ηγουμενία του μοναστηριού που έγινε σταυροπηγιακό το 1187 και θεμελιώθηκε από τον τότε επίσκοπο Ταμασσού Νικήτα* Αγιοστεφανίτη.
Ως ηγούμενος Μαχαιρά, ο Νείλος επιτέλεσε ιδιαίτερα σημαντικό ανακαινιστικό έργο παρά τις αντίξοες συνθήκες, κυρίως ανομβρία, που κατέστρεψαν οικονομικά την Κύπρο. Έκτισε και διακόσμησε τον ναό του μοναστηριού, κελιά και άλλα απαραίτητα οικοδομήματα, ίδρυσε σχολή και, κυρίως, συνέταξε την Τυπική Διάταξη, δηλαδή τους κανόνες του κοινοβιακού μοναστηριού του. Η Τυπική Διάταξη εγράφη το 1201 (στο μεταξύ είχε τερματιστεί η Βυζαντινή περίοδος της ιστορίας του νησιού, που είχε τώρα περιέλθει στην κατοχή των Φράγκων κι είχε οργανωθεί σε ανεξάρτητο βασίλειο). Ο σημαντικός αυτός κώδικας της Τυπικής Διατάξεως του Νείλου, που αντεγράφη από καλλιγράφο μοναχό, σώζεται στο μοναστήρι. Αριθμεί συνολικά 103 φύλλα, σχήματος 22X16,5 (ελλείπουν σήμερα 16 φύλλα) με ακανόνιστο αριθμό γραμμών κειμένου (από 17 έως 22 γραμμές). Ο κώδικας είναι γραμμένος με μαύρο μελάνι, ενώ σε μερικές περιπτώσεις διακοσμητικά χρησιμοποιήθηκε κόκκινο μελάνι.
Ο Νείλος δεν συντάσσει στο έργο του αυτό μόνο τους κανονισμούς του μοναστηριού αλλά παραθέτει και σύντομη ιστορία του (μέχρι το 1210), απευθύνει νουθεσίες και δίνει και άλλες πληροφορίες, καθορίζοντας επίσης τον διάδοχό του (ηγούμενο Ιωακείμ). Για να είναι όμως έγκυρη μια Τυπική Διάταξη θα πρέπει να επικυρωθεί από τον οικείο επίσκοπο. Στην περίπτωση αυτή, που είναι σπανιότατη στην εκκλησιαστική ιστορία, ο ίδιος ο Νείλος επικύρωσε τη Διάταξή του αφού έγινε επίσκοπος Ταμασσού.
Η Τυπική Διάταξη εξεδόθη για πρώτη φορά στη Βενετία το 1756 από τον οικονόμο Παρθένιο και με επιμέλεια του Εφραίμ* του Αθηναίου. Αργότερα ανατυπώθηκε το 1887 και επίσης δημοσιεύθηκε από τον Σίμο Μενάρδο στην επετηρίδα του «Παρνασσού» Αθηνών το 1914.
Το 1190, δηλαδή ένα χρόνο πριν από την κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο, ο Νείλος απευθύνθηκε με απεσταλμένους του στον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας απ' αυτόν επικύρωση των χρυσοβούλλων του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού για το μοναστήρι του Μαχαιρά, καθώς και δωρεές που περιελάμβαναν κτηματική περιουσία. Φαίνεται ότι το μοναστήρι είχε αναπτυχθεί πολύ επί ηγουμενίας του Νείλου, όπως δε προκύπτει από αναφορές στην Τυπική Διάταξή του, θα πρέπει να είχε και πολύ αυξημένο αριθμό. Πιο πριν, το μοναστήρι ήταν μεν ιδρυμένο αλλά με ελάχιστους πατέρες και όχι αξιόλογο. Το έργο του Νείλου υπέρ του μοναστηριού τον καθιερώνει ως τον κατ' εξοχήν ιδρυτή του (βλέπε και λήμμα Ιγνάτιος ασκητής).
Κατά τα τέλη του 1209 ή τις αρχές του 1210, ο ηγούμενος Νείλος εξελέγη επίσκοπος Ταμασσού, διαδεχόμενος τον αποθανόντα Νικήτα Αγιοστεφανίτη.
Ως επίσκοπος Ταμασσού, ο Νείλος ανακαίνισε το κτίριο της επισκοπής, ίδρυσε γυναικείο μοναστήρι (Παναγία Βλαχερνίτισσα, που θυμίζει την Παναγία των Βλαχερνών, τον γνωστό και σημαντικό ναό της Κωνσταντινουπόλεως) και συνέταξε τον κανονισμό του μοναστηριού αυτού. Υπολογίζεται ότι ο Νείλος είχε γεννηθεί γύρω στα 1150. Όταν ήλθε στο μοναστήρι του Μαχαιρά, το 1172, ήταν περίπου 22 χρόνων. Υπηρέτησε ως μοναχός για 4 περίπου χρόνια και το 1175 έγινε ηγούμενος. Υπηρέτησε ως ηγούμενος για 34 χρόνια (1175-1209) και ως επίσκοπος Ταμασσού για άλλα 10 ή 11 χρόνια (πιθανώς μέχρι το 1220/21). Είναι πιθανό ότι κατά το 1220/21 ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου, οπότε θα πρέπει να υπηρέτησε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι τον θάνατό του. Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες εάν είχε διατελέσει και αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πιθανόν να είναι το αυτό πρόσωπο με τον μνημονευόμενο από τον Λεόντιο Μαχαιρά (αλλά χωρίς χρονολογικές ενδείξεις) αρχιεπίσκοπο Κύπρου Νείλο. Το ίδιο όνομα μνημονεύουν και οι Στραμβάλδι και Φλώριος Βουστρώνιος. Επίσης, σε κώδικα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου του 15ου αιώνα (αρ. 34, φύλλο 36α) υπάρχει η καταγραφή:
ἰσαΐoυ· ἰλαρίωνος· νείλου· νεοφύτου... τῶν ἀοιδίμων ἀρχιεπισκόπων Κύπρου: αἰωνία ἡ μνήμη.
Εάν είναι ορθή η σειρά της παράθεσης των ονομάτων στη σημείωση αυτή, ο Νείλος έγινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου διαδεχόμενος τον Ιλαρίωνα (;) και πριν από τον Νεόφυτο (1220/21). Ωστόσο υπάρχει και το ενδεχόμενο ο Νείλος να άσκησε απλώς καθήκοντα αρχιεπισκόπου για σύντομο διάστημα, όταν ο θρόνος βρισκόταν σε χηρεία, δεδομένου ότι η επισκοπή Ταμασσού τασσόταν πρώτη ιεραρχικά μετά την Αρχιεπισκοπή, γι’ αυτό κι αναφέρεται και ως πρωτόθρονος.
Ο Νείλος, αν και αγνοείται από τους συναξαριστές, καταριθμείται μεταξύ των αγίων της Κυπριακής Εκκλησίας.