Τουρκοκύπριος δικηγόρος και πολιτικός, αρχηγός της τουρκοκυπριακής κοινότητας για πολλές δεκαετίες, που εξελέγη ως «πρόεδρος» του «ομόσπονδου τουρκοκυπριακού κράτους». Για μισό περίπου αιώνα ο Ραούφ Ντενκτάς πρωταγωνίστησε στις πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο. Είναι μια από τις προσωπικότητες για τις οποίες μπορεί κάποιος να πει ότι σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Από τους Ελληνοκύπριους θεωρείται ως ένας από τους κύριους υπαίτιους της καταστροφής και της παρατεινόμενης τραγωδίας του νησιού. Για τους Τουρκοκύπριους ως ένας μεγάλος ηγέτης. Παρότι δεν ξεκίνησε ως γενικής αποδοχής, στην πορεία κατάφερε να επιβληθεί και να γίνει αποδεκτός από την πλειοψηφία. Εκμεταλλευόμενος τα τεράστια πολιτικά λάθη της Ε/κ πλευράς και το διχασμό που επικράτησε στις τάξεις της κατάφερε πάντα με τη βοήθεια της Τουρκίας να πετύχει το γεωγραφικό διαχωρισμό Ε/κ και Τ/κ το 1975 ένα χρόνο μετά την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο στις 20η Ιουλίου 1974.
Βιογραφικά:
Ο Ραούφ Ραΐφ Ντενκτάς γεννήθηκε στην Πάφο στις 27 Ιανουαρίου 1924. Οι γονείς του κατάγονταν από τον Άγιο Επιφάνιο Σολιάς , μικρό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, απέναντι από το χωριό Φλάσου. Ο πατέρας του, Ραΐφ εφέντης, ήταν αγράμματος βοσκός που όμως με την επιμονή και την εξυπνάδα του μπόρεσε όχι μόνο ν’ αποκτήσει αρκετά ευρεία μόρφωση, αλλά να σταδιοδρομήσει και στη δημόσια υπηρεσία, αρχίζοντας από αστυνομικός και φθάνοντας μέχρι το αξίωμα του δικαστή.
Ο Ραούφ Ντενκτάς αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Εργάστηκε για σύντομο διάστημα ως υπάλληλος στο επαρχιακό δικαστήριο Αμμοχώστου και ως βοηθός καθηγητής στην Αγγλική Σχολή. Στη συνέχεια κέρδισε υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου (1944) και πήγε στο Λονδίνο όπου σπούδασε νομικά στο Λίνκολνς Ινν. Αποφοίτησε το 1947 με τον τίτλο του «μπάριστερ» κι επέστρεψε στην Κύπρο όπου κι άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στη Λευκωσία.
Ταυτόχρονα άρχισε και την πολιτική του σταδιοδρομία, αναμειγνυόμενος ενεργά στα κοινά. Ήδη τον επόμενο χρόνο (1948) υπηρέτησε ως μέλος της συνταγματικής επιτροπής που συνεστήθη από τον τότε κυβερνήτη της Κύπρου λόρδο Γουίνστερ με σκοπό την εισαγωγή νέου συντάγματος στην Κύπρο (βλέπε λήμμα διασκεπτική συνέλευση). Λίγο αργότερα, το 1949, διορίστηκε από τους Άγγλους δικηγόρος του στέμματος (δικηγόρος της εισαγγελίας). Στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι το 1958, οπότε παραιτήθηκε για ν’ αναμιχθεί ενεργότερα στην πολιτική. Ως δικηγόρος του στέμματος ασχολήθηκε με πάρα πολλές ποινικές υποθέσεις σε πολλά μέρη της Κύπρου. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του τετραετούς ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα του 1955-1959, ο Ραούφ Ντενκτάς ανέλαβε ως εισαγγελέας την προώθηση πολλών υποθέσεων αγωνιστών της ΕΟΚΑ που οδηγούντο στα δικαστήρια και πέτυχε την καταδίκη πολλών. Μεταξύ εκείνων των υποθέσεων όπου διηύθυνε την κατηγορία και πέτυχε την καταδίκη, ήταν και η υπόθεση του ήρωα Μιχαήλ Καραολή που καταδικάστηκε σε θάνατο κι απαγχονίστηκε.
Την ίδια αυτή περίοδο ο Ραούφ Ντενκτάς άρχισε να γίνεται ο εκφραστής των πολιτικών θέσεων της εξτρεμιστικής μερίδας των Τουρκοκυπρίων. Υποστηριζόμενος προφανώς από τους Άγγλους, ζητούσε αρχικά τη διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος στην Κύπρο (δηλαδή της αποικιακής διακυβέρνησης του νησιού από τους Βρετανούς), ή εάν τούτο θα ετερματίζετο, εναλλακτική λύση, η οποία, όπως υποστήριζε, έπρεπε να ήταν η διχοτόμηση (ταξίμ) της Κύπρου. Λίγο αργότερα, το 1956-1957, η πολιτική θέση του Ντενκτάς σχετικά με το Κυπριακό ζήτημα έγινε ακόμη πιο ακραία, υποστηρίζοντας τώρα μόνο τη διχοτόμηση του νησιού, ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση. Καλούσε ταυτόχρονα την Τουρκία να επέμβει στην Κύπρο «για να σώσει» τους Τουρκοκυπρίους. Παράλληλα, εξελίχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία των εξτρεμιστών Τουρκοκυπρίων, που έκφρασή τους ήταν η Βολκάν που αργότερα μετονομάστηκε σε Τ.Μ.Τ.
Η Τ.Μ.Τ., με την οποία ο ΡαούφΝτενκτάς είχε ιδιαίτερα στενούς δεσμούς, υποστηρίχθηκε από τους Άγγλους (αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά μέλη της ήσαν «ειδικοί αστυνομικοί» [γνωστοί ως επικουρικοί] εργοδοτούμενοι από τους Βρετανούς και στρεφόμενοι κατά των Ελλήνων Κυπρίων και των περιουσιών τους) και χρησιμοποιήθηκε για να πληγεί ο ενωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ. Η οργάνωση Τ.Μ.Τ. διέπραξε δολοφονίες, διενήργησε επιθέσεις κι επιβαρύνθηκε με πολλά άλλα εγκλήματα. Έπληξε επίσης προοδευτικούς Τουρκοκυπρίους που ετάσσοντο υπέρ της συνεργασίας και της ειρηνικής συμβίωσης με τους Έλληνες Κυπρίους, ιδίως κατά την περίοδο μετά την ανεξαρτησία.
Ο Ντενκτάς πολιτικός παράγων:
Το 1958 ο Ραούφ Ντενκτάς παραιτήθηκε από τη θέση του δικηγόρου του στέμματος, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να ιδιωτεύσει και να ασχοληθεί επίσης με την πολιτική. Ήταν η εποχή κατά την οποία είχε ήδη μεθοδευθεί η «λύση ανεξαρτησίας» για το Κυπριακό και οι Βρετανοί προστάτες του Ντενκτάς τον προόριζαν για ένα καινούργιο και σημαντικότερο ρόλο στις κυπριακές εξελίξεις. Ήδη μέσα στο 1958 εξελέγη πρόεδρος της Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Συνδέσμων. Έλεγχε ταυτόχρονα την εφημερίδα Χαλκίν Σεσί. Μεταξύ 1958 και 1959 υποστήριξε τις θέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς τόσο στη Νέα Υόρκη (στο παρασκήνιο των συζητήσεων στην έδρα του ΟΗΕ), όσο και στο Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Μετά τη λύση που συμφωνήθηκε στη Ζυρίχη στις αρχές του 1959 και υπεγράφη στο Λονδίνο (όπου την τουρκοκυπριακή πλευρά εκπροσώπησε ο Φαζίλ Κουτσιούκ), ο Ραούφ Ντενκτάς ετάχθη με το μέρος των Τούρκων που υποστήριζαν ότι η λύση αυτή δεν ήταν λειτουργήσιμη και επέμεναν στη διχοτόμηση του νησιού. Δεν εκδήλωσε όμως εντελώς ακραία τις απόψεις του. Μάλιστα κατά τη μεταβατική περίοδο (1959-1960) ανέλαβε ως επικεφαλής της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας στην τετραμερή επιτροπή για τη σύνταξη του Συντάγματος της νέας Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο δεν επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σημαντική αυτή εργασία, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν πίστευε στη συνεργασία και συμβίωση με τους Έλληνες της Κύπρου. Χαρακτηριστικά σημειώνεται πως, αν και πρόεδρος της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας για το Σύνταγμα, σπανίως εμφανιζόταν στις συνεδρίες. Την ίδια εποχή αρνήθηκε να αναλάβει υπουργικό αξίωμα (άλλη μια απόδειξη της επιθυμίας του για μη συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους) και προτίμησε (1960) να «εκλεγεί» πρόεδρος της τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης. Παρόλα αυτά στο Ραούφ Ντενκτάς πιστώνεται η επιμονή να δοθεί ψήφος στις γυναίκες στο Σύνταγμα του 1960.
Βλέπε Λήμμα
Η καθιέρωση της Ψήφου των Γυναικών
Κατά το διάστημα από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (Αύγουστος του 1960) μέχρι και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων (Δεκέμβριος του 1963) από την Κυβέρνηση ο Ραούφ Ντενκτάς προσπάθησε να εδραιώσει τη θέση του ως αρχηγού της τουρκοκυπριακής Κοινότητας, εις βάρος του αντιπροέδρου της Δημοκρατίας Φαζίλ Κουτσιούκ. Γύρω του συσπειρώθηκαν όλοι οι αδιάλλακτοι και εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι, ενώ όργανά του προέβησαν ακόμη και σε δολοφονίες προοδευτικών συμπατριωτών τους. Κατά το ίδιο διάστημα ο Ντενκτάς προπαγάνδιζε υπέρ της άρνησης συνεργασίας με τους Ελληνοκυπρίους και με συνεχείς εμπρηστικούς λόγους του συνέβαλε σημαντικά στον επηρεασμό πολλών Τουρκοκυπρίων. Κατά την εποχή αυτή οι ενέργειές του, που στρέφονταν, ουσιαστικά, προς την κατεύθυνση της διάλυσης της νεοϊδρυθείσας Κυπριακής Δημοκρατίας, υποδαυλίζονταν από την Άγκυρα. Αυτή τη ρητορική Ντενκτάς υποβοηθούσε και η Ε/κ πλευρά η οποία επίσης δεν φαινόταν έτοιμη να εργαστεί ειλικρινά για την εφαρμογή των συνθηκών Ζυρίχης -Λονδίνου αλλά έδινε την εντύπωση ότι τις θεωρούσε ένα προστάδιο για την επίτευξη του τελικού της στόχου που δεν ήταν άλλος από την Ένωση με την Ελλάδα. Ήδη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος από το 1961 είχε αρνηθεί να εφαρμόσει διατάξεις του συντάγματος που αφορούσαν την ίδρυση κάποιων χωριστών Τ/κ Δήμων ενώ και οι Τ/κ έθεταν προσκώμματα σε ότι αφορά τους τομείς φρούρησης του κοινού στρατού της νεότευκτης κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο ρόλος του Ραούφ Ντενκτάς κατά τη διάρκεια των Διακοινοτικών Ταραχών το Δεκέμβριο του 1963 (μετά την υποβολή από τον πρόεδρο Μακάριο των προτάσεών του για τροποποιήσεις στο Σύνταγμα), ήταν πρωταγωνιστικός.
Τον Ιανουάριο του 1964 πήρε μέρος στη δεύτερη πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου για το Κυπριακό ζήτημα. Τον επόμενο μήνα εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων στα Ηνωμένα Έθνη και προσφώνησε συνεδρία επί του Κυπριακού του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας τον κήρυξε τότε ως ανεπιθύμητο πρόσωπο και απαγόρευσε την επάνοδό του στην Κύπρο. Η απόφαση αυτή πάρθηκε επειδή ο Ντενκτάς είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα αιματηρά επεισόδια του τέλους του 1963. Εγκαταστάθηκε τότε στην Άγκυρα (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ), απ’ όπου όμως διατηρούσε συνεχή επαφή με τους Τουρκοκυπρίους και κατηύθυνε την ανταρσία τους στο νησί. Τον Αύγουστο του 1964, επικεφαλής στρατιωτικών από την Τουρκία και φοιτητών, δοκίμασε να έλθει κρυφά στην Κύπρο και ν’ αποβιβαστεί στην περιοχή Μανσούρας-Κοκκίνων που ελεγχόταν από τους Τουρκοκυπρίους. Η επίθεση όμως την οποία εξαπέλυσε στην περιοχή η κυπριακή κυβέρνηση εξελισσόταν σε κατατρόπωση των Τούρκων, ο δε Ντενκτάς βρέθηκε υπό άμεσο κίνδυνο σύλληψης ή και εξουδετέρωσης. Η Τουρκία εξαπέλυσε τότε αεροπορικές επιθέσεις και με πολεμικό πλοίο μετέφερε πίσω στην Τουρκία τον Ντενκτάς και τους άλλους που είχαν έλθει μαζί του.
Η σύλληψη
Για δεύτερη φορά ο Ντενκτάς επεχείρησε να εισέλθει κρυφά στην Κύπρο. (31 Οκτωβρίου 1967). Μετεφέρθη με μικρό πλοιάριο που κατά λάθος τον αποβίβασε σε άλλη από την προβλεπόμενη περιοχή, και συνελήφθη. Συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου 1967, μαζί με άλλους δύο Τούρκοκύπριους, τους Οσμάν Νετζιάτ Κονούκ και Ερόλ Ιμπραχίμ, έφτασαν τις πρώτες πρωινές ώρες με μια λαστιχένια βάρκα στην ακτή του Αγίου Θεοδώρου Καρπασίας. Με το ξημέρωμα ξεκίνησαν να περιπλανιούνται στο «Δάσος της Βάλιας», ψάχνοντας τους Τουρκοκύπριους που υποτίθεται πως τους περίμεναν. Όμως, η τοποθεσία ήταν έρημη και κανείς δεν βρισκόταν εκεί, αφού το ραντεβού είχε δοθεί στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας και όχι Καρπασίας. Ο Ραούφ Ντενκτάς συνελήφθηκε και ανακρίθηκε. "Πρωταγωνιστικόν ρόλον εις την σύλληψιν του Ραούφ Ντενκτάς και τον συντρόφων του διεδραμάτισε ο εξ Αγίου Θεόδωρου Θηροφύλαξ Αντώνης Χριστοδούλου, ηλικίας 32 ετών, και πατήρ δύο τέκνων", έγραψε σε ρεπορτάζ της την 1η Νοεμβρίου 1967 η Εφημερίδα Φιλελευθερος. Ο Χριστοδούλου στη συνέχεια συναντήθηκε και τιμήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Κληρίδης-Ντενκτάς
Για την Κυπριακή Κυβέρνηση η σύλληψη του Ραούφ Ντενκτάς αποτελούσε πραγματικό πονοκέφαλο. Ετσι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανέθεσε στον Πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη να συναντηθεί μαζί με τον Ντενκτάς και να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του.
Από την άλλη ο Κληρίδης αγωνίστηκε όπως ο Ντενκτάς παραδοθεί στη αστυνομία από το Στρατό ώστε να μη δολοφονηθεί όπως υπήρχαν πληροφορίες. Γράφει στις αναμνήσεις του ο Γλαύκος Κληρίδης (Η Κατάθεση μου, τόμος 2 σελ. 212:
"Λίγο μετά την επίσκεψη μου στον Ντενκτάς στο πρώην φρενοκομείο όπου ήταν κρατούμενος του στρατού, πληροφορήθηκα από ορισμένους ψιθύρους ότι καλό θα ήταν να άφηναν τον Ντενκτάς να αποδράσει για να τον σκοτώσουν. Πήγα αμέσως και είδα χωριστά τον Μακάριο και τον Γρίβα. Τόνισα απερίφραστα και στους δυο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ηλίθιας πράξης και συμφώνησαν και οι δυο μαζί μου ότι κάτι τέτοιο θα ήταν τρομερό πλήγμα για την εικόνα μας στο εξωτερικό.
Λίγο αργότερα, η κυπριακή κυβέρνηση κατόπιν διεθνών πιέσεων αλλά και της Τουρκίας αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο. Μετέβη στην Τουρκία στις 12 Νοεμβρίου 1967. Επέστρεψε στην Κύπρο στις 12 Αυγούστου 1968. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ)
Διακοινοτικές
Η πράξη αυτή «καλής θελήσεως» των Ελληνοκυπρίων ήταν μια από διάφορες ενέργειες μέσα στο ίδιο πνεύμα επαναπροσέγγισης, που οδήγησαν στην έναρξη συνομιλιών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου για τελική διευθέτηση του Κυπριακού. Οι συνομιλίες άρχισαν το 1968. Εκ μέρους των Ελλήνων Κυπρίων συνομιλητής ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Ο Ραούφ Ντενκτάς ορίσθηκε ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων, των οποίων και τυπικά ανέλαβε τότε την ηγεσία.
Οι διακοινοτικές συνομιλίες μεταξύ των Κληρίδη και Ντενκτάς, που άρχισαν με συνάντηση στη Βηρυτό, συνεχίστηκαν στη Λευκωσία με τακτικές συναντήσεις και υπό την εποπτεία εκπροσώπων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αργότερα διευρύνθηκαν, με τη συμμετοχή και των συνταγματολόγων Δεκλερή και Αλντικαστί από την Ελλάδα και την Τουρκία αντιστοίχως. Στο μεταξύ η κυπριακή κυβέρνηση είχε από νωρίς εξαγγείλει κι αρχίσει να εφαρμόζει διάφορα μέτρα που στόχευαν στην άρση κι εξάλειψη των διαφορών μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Δεν υπήρξε, ωστόσο, ουσιαστική ανταπόκριση από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων στο θέμα της επαναπροσέγγισης, επειδή ο Ραούφ Ντενκτάς (προφανώς με τη σύμφωνη γνώμη, καθοδήγηση και συμπαράσταση της Άγκυρας) εξακολουθούσε να κρατεί τις μάζες των Τουρκοκυπρίων αυτοεγκλωβισμένες στις ελεγχόμενες από τους ιδίους περιοχές, βασικά στους ισχυρούς τουρκοκυπριακούς θυλάκους που είχαν δημιουργηθεί από το 1963-64 στις πόλεις (πλην της Κερύνειας) και σε αρκετά αγροτικά κέντρα ή συμπλέγματα χωριών όπου πλειοψηφούσαν οι Τουρκοκύπριοι. Στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι Τουρκοκύπριοι χωρικοί δεν ελέγχονταν άμεσα από τους εξτρεμιστές, η συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους δεν είχε διακοπεί.
Αδιάλλακτος:
Οι διακοινοτικές συνομιλίες συνεχίστηκαν με διακοπές, μέχρι και το 1974. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Ραούφ Ντενκτάς έδινε την εικόνα του σχεδόν μετριοπαθούς πολιτικού ηγέτη που ενδιαφερόταν ζωηρά για τη διατήρηση της ειρήνης, αλλά και για την ασφάλεια, ευημερία και πρόοδο της κοινότητας των Τουρκοκυπρίων. Την ικανότητα να κρύβει τις πραγματικές του προθέσεις, ο Ντενκτάς είχε εξάλλου δείξει και από παιδί ακόμη, κι αργότερα ως φοιτητής και δικηγόρος, όταν συναγελαζόταν και συνεργαζόταν αρμονικά με εκείνους τους Ελληνοκυπρίους τους οποίους δυνατό να χρησιμοποιούσε όταν τους είχε ανάγκη. (Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι από Ελληνοκυπρίους βοηθήθηκε στο να εξασφαλίσει υποτροφία για σπουδές, στο να ασκηθεί ως δικηγόρος, στο να δημιουργήσει δικό του δικηγορικό γραφείο κλπ.). Εκείνο όμως που σε πολλές περιπτώσεις και κατά καιρούς απεδείχθη, είναι ότι δεν πίστευε στη συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και συνειδητά προωθούσε την ίδρυση Τουρκοκυπριακού Κράτος ή τη διχοτόμηση της Κύπρου. Βασική του πίστη ήταν ότι οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν να ελέγξουν την Κυπριακή Δημοκρατία και να μετατρέψουν τους Τ/κ ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας όπως πάντα έλεγε. Προς αυτή δε την κατεύθυνση οι Ε/κ του έδωσαν πολλά επιχείρηματα.
Οι πολιτικές του βλέψεις φανερώθηκαν μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, και την τουρκική στρατιωτική κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους. Όταν πλέον ο Ραούφ Ντενκτάς, βασιζόμενος στη στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας, μπορούσε να ομιλεί από θέσεως ισχύος, άλλαξε εντελώς. Αν και αναγκάστηκε να διεξαγάγει και πάλι συνομιλίες κατά καιρούς—μετά την τουρκική εισβολή του 1974 — βάσει όμως των νέων «δεδομένων», στην πράξη κάθε ενέργειά του από το καλοκαίρι του 1974 και εξής είχε ως στόχο της τον μόνιμο διαχωρισμό της Κύπρου σε δυο τμήματα — ένα τουρκικό και ένα ελληνικό. Προφανώς θεωρεί ότι το καλοκαίρι του 1974 εδόθη ήδη η λύση στο Κυπριακό ζήτημα, κι αυτή δεν ήταν άλλη από τη λύση του «ταξίμ» (διχοτόμηση) που είχε ο ίδιος προβάλει και υποστηρίξει από το 1956.
Τέτοιες ενέργειές του, που είναι φανερό ότι σκόπευαν στον διαχωρισμό της Κύπρου, ήταν:
α) Η αναγκαστική μεταφορά όλων των Τουρκοκυπρίων κατοίκων της νότιας Κύπρου στις περιοχές της βόρειας Κύπρου που κατελήφθησαν από τα τουρκικά στρατεύματα. Η μεταφορά αυτή (που επρόκειτο για βίαιο ξεριζωμό χιλιάδων Τουρκοκυπρίων από τα χωριά τους) έγινε νωρίς το 1975. Παράλληλα εκδιώχθηκαν οι Ελληνοκύπριοι των κατεχομένων περιοχών (πλην μικρού αριθμού εγκλωβισμένων στην Καρπασία). Ήταν, δηλαδή, «ανταλλαγή πληθυσμών».
β) Η ανακήρυξη (το 1975) των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής εδαφών της Κύπρου, σε «ομόσπονδο τουρκοκυπριακό κράτος». Μια δεύτερη σχετική ενέργειά του ήταν να προχωρήσει (15 Νοεμβρίου 1983) στην ανακήρυξη «ανεξάρτητου κράτους», της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» στις 15 Νοεμβρίου 1983. Καθιέρωσε επίσης και «κρατικά» σύμβολα, όπως λ.χ. σημαία του «κράτους» σε άσπρο χρώμα με δυο κόκκινες παράλληλες οριζόντιες γραμμές στο άνω και κάτω μέρος, και με κόκκινο μισοφέγγαρο και αστέρι στο κέντρο. Αρχικά (το 1975) οι Τουρκοκύπριοι είχαν ονομάσει το «κράτος» τους «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου».
γ) Διενήργησε «προεδρικές εκλογές» (9 Ιουνίου 1985) κι εξελέγη «πρόεδρος» του «κράτους». Με δημοψήφισμα που διενήργησε λίγο πιο πριν (5 Μαϊου 1985) πέτυχε την έγκριση ενός «Συντάγματος» για το «κράτος».
δ) Παρεμπόδισε κάθε σοβαρή προσπάθεια επαναπροσέγγισης και συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο, σε οποιοδήποτε επίπεδο.
ε) Συστηματικά και μεθοδικά προώθησε την καταστροφή ή και αλλοίωση των ελληνικών στοιχείων στα κατεχόμενα από τους Τούρκους εισβολείς κυπριακά εδάφη (αρχαία μνημεία, εκκλησίες, τοπωνύμια κλπ.).
Σχετική είναι και η αλλοίωση των δημογραφικών δεδομένων, με τη μεταφορά από την Τουρκία και την εγκατάσταση στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, χιλιάδων εποίκων. Στη δύναμη, εξάλλου, των εποίκων αυτών (που υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 160.000 περίπου), στηρίχθηκε για να παραμείνει στην εξουσία, επειδή δεν μπορούσε να βασισθεί με βεβαιότητα στις καταπιεσμένες τουρκοκυπριακές μάζες.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ο Ραούφ Ντενκτάς είχε διεξαγάγει επανειλημμένα συνομιλίες με εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής πλευράς, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Είχε πραγματοποιήσει και συναντήσεις τόσο με τον πρόεδρο Μακάριο (1977) όσο και με τον πρόεδρο Κυπριανού (1979), από τις οποίες προέκυψαν και δύο συμφωνίες κορυφής, όπως ονομάστηκαν. Το 1988 άρχισε υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών νέος κύκλος διακοινοτικών συνομιλιών μεταξύ του τότε προέδρου Γιώργου Βασιλείου και του Ραούφ Ντενκτάς. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης είχε παρόμοιες συνομιλίες και με τους επόμενους δύο προέδρους της Δημοκρατίας, Γλαύκο Κληρίδη και Τάσσο Παπαδόπουλο, αλλά και πάλι χωρίς να υπάρξει σημαντική πρόοδος για λύση.
Εξτρεμιστής
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η σκληρή γραμμή έναντι των Ελληνοκυπρίων, που ακολούθησε η εξτρεμιστική ομάδα των Τουρκοκυπρίων υπό τον Ραούφ Ντενκτάς, δεν ήταν της απολύτου επιδοκιμασίας της Άγκυρας κατά το διάστημα από την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1960) μέχρι τα μέσα του 1963, οπότε του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας προΐστατο ο Φατίν Ζορλού και ο διάδοχός του Σελίμ Σαρπέρ, με τους οποίους ταυτιζόταν και ο πρώτος πρεσβευτής της Τουρκίας στην Κύπρο Εμίν Ντιρβανά. Ο τελευταίος μάλιστα, κατηγορώντας ανοικτά τον Ραούφ Ντενκτάς (εφημερίδα Μιλλιέτ, 13.5.1964), είχε δηλώσει πως ο Ντενκτάς ήξερε μόνο να τρώγεται με τους Ελληνοκυπρίους, πολλές φορές άσκοπα, και πως με την δική του νοοτροπία δεν ήταν δυνατή η προκοπή της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Το 1963, ωστόσο, το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας ανέλαβε ο Φεριντούν Ερκίν, που χάραξε νέα πολιτική, με την υιοθέτηση της γραμμής των εξτρεμιστικών στοιχείων. Τότε ο Ντενκτάς βοηθήθηκε κι επεβλήθη στους Τουρκοκυπρίους. Τη σκληρή γραμμή του συνέχισε μέχρι το 1967, οπότε είχε φανεί ότι ήταν ο χαμένος κι αυτό μάλιστα παραδέχεται κι ο ίδιος στη μακροσκελή κατάθεση που έδωσε μετά τη σύλληψή του. Στο μεταξύ όμως στην Ελλάδα επεβλήθη το δικτατορικό καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών, που τροχιοδρόμησε το Κυπριακό ζήτημα προς κατευθύνσεις οι οποίες άρχισαν να ευνοούν την Τουρκία και τις θέσεις της στο πρόβλημα. Τελικά η καταστροφή του 1974 με το πραξικόπημα της χούντας και την εισβολή της Τουρκίας, δημιούργησε στην Κύπρο μια εντελώς νέα κατάσταση. Έχοντας πλέον την υποστήριξη του ευρισκόμενου στην Κύπρο τουρκικού στρατού, ο Ντενκτάς βρέθηκε απρόσμενα σε πλεονεκτικότατη θέση ισχύος. Έτσι σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση του.
Η πράξη έχει αποδείξει ότι ο Ντενκτάς δεν εργάστηκε για το πραγματικό συμφέρον των Τουρκοκυπρίων, αλλά για την εξυπηρέτηση των επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας. Εξάλλου, κατά την περίοδο της δικής του «προεδρίας», στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου σημειώθηκε ραγδαία ραγδαία εισροή εποίκων από την Τουρκία, των οποίων τελικά ο συνολικός αριθμός ξεπέρασε κατά πολύ τον αριθμό των Τουρκοκυπρίων. Πολλοί ήταν οι Τ/κ που διαφώνησαν με την τακτική αυτή με αιχμή του δόρατος το δημοσιογράφο Κουτλού Ανταλί ο οποίος κατάγγειλε δημοσίως την Τουρκία για αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης της Τ/κ κοινότητας. Ο τ/κ δημοσιογράφος στη συνέχεια δολοφονήθηκε. Ο εποικισμός της Κύπρου από την Τουρκία υπήρξε καλά σχεδιασμένη πολιτική πράξη, που μακροπρόθεσμα στοχεύει στην πλήρη τουρκοποίηση του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου και ακόμη και ολόκληρου του νησιού, εάν και εφόσον σε ευθετότερο χρόνο οι Τούρκοι κάτοικοι αποτελέσουν και την πλειοψηφία έναντι των Ελληνοκυπρίων. Ο Ραούφ Ντενκτάς σχολιάζοντας την απόφαση πολλών Τουρκοκυπρίων να εγακαταλείψουν την Κύπρο, διαμαρτυρόμενοι για τον εποικισμό, μεταναστεύοντας στη Βρετανία και την Αυστραλία κυρίως ήταν πολύ κυνικός: "Τούρκοι φεύγουν, Τούρκοι έρχονται".
Η "ΤΔΒΚ"
Ο Ραούφ Ντενκτάς υπήρξε, σύμφωνα και προς το επίσημο βιογραφικό του, ο ιδρυτής της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και ο πρώτος της «πρόεδρος», από το 1983 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ). Η ΤΔΒΚ δεν αναγνωρίζεται από καμιά χώρα στον κόσμο, εκτός από την Τουρκία. Στην πορεία βέβαια έχει αποκτήσει καθεστώς παρατηρητή στην Ισλαμική Διάσκεψη και το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στη συνέχεια χειρίστηκε και από τη θέση αυτή το Κυπριακό πρόβλημα εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς, για τα επόμενα 22 χρόνια, μέχρι το 2005. Επανεκλέγηκε λεγόμενος Πρόεδρος τον Απρίλιο του 1990 και για τρίτη θητεία στις 22 Απριλίου 1995 και στη συνέχεια μέχρι και το 2000. Μετά και την διαμόρφωση των «Σχεδίων Ανάν» εκ των οποίων το πέμπτο είχε τεθεί σε χωριστά δημοψηφίσματα το 2004 (εγκρίθηκε από τους Τουρκοκυπρίους και τους εποίκους και απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους) και μετά και την εισδοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 επίσης, το άστρο του Ντενκτάς έφθασε στη δύση του. Το 2005 αποσύρθηκε, ή στην ουσία παραμερίστηκε από την Τουρκία και τη νέα κυβέρνηση των ισλαμιστών του Ταγίπ Ερτογάν η οποία τον θεωρούσε πλέον εμπόδιο στην πραγμάτωση των τουρκικών συμφερόντων τα οποία είχαν να κάνουν με την έναρξη διαπραγματεύσεων και της της Τουρκίας ώστε να καταστεί πλήρες μέλος της Ε.Ε. Τον διαδέχθηκε ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.
Οικογένεια:
Ο Ραούφ Ντεκτάς ήταν νυμφευμένος με την Αϊντίν και είχε πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες, καθώς και 11 εγγόνια. Έχασε ένα κοριτσάκι σε ηλικία επτά χρονών, κατά τη διάρκεια εγχείρισης αμυγδαλών από τον συνιδρυτή της ΤΜΤ γιατρό Ναλμπάντογλου, ενώ ο γιος του Ραϊφ σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1985. Ο μόνος εν ζωή γιος του Σερντάρ ακολούθησε την πολιτική και είναι αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος στα κατεχόμενα. Οι δύο κόρες του ζουν στο κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας. Ηταν δεινός φωτογράφος και έγραψε αρκετά βιβλία και μελέτες για την Κύπρο. Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 2012.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια