Άγιος Δημήτριος

Image

Χωριό της επαρχίας Λεμεσού, 900 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι ένα από τα πιο ψηλά χωριά της Κύπρου, 5 χμ. στα νότια του Προδρόμου και 7 χμ. στα βορειοδυτικά των Κάτω Πλατρών.

 

Το χωριό είναι τοποθετημένο πάνω σε σκληρά, ανθεκτικά πυριγενή πετρώματα, ιδιαίτερα γάββρους και διαβάσες. Το ορεινό ανάγλυφο δυσχεραίνει το συγκοινωνιακό δίκτυο, κάτι που είναι έκδηλο στους στενούς φιδίσιους δρόμους που οδηγούν στο χωριό. Η επικοινωνία με το χωριό είναι μέσω Προδρόμου - Παλιομύλου στα βόρεια και μέσω Κάτω Πλατρών - Φοινιού στα νότια Υπάρχει και άλλος χωματένιος, μα πολύ μαιανδρικός, δρόμος από το μοναστήρι της Τροοδίτισσας, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χωριού. Αν και το χωριό δέχεται πολύ ψηλή βροχόπτωση, που ξεπερνά τα 900 χιλιοστόμετρα, εντούτοις η περιορισμένη κατάλληλη γη για καλλιέργεια εμποδίζει τη γεωργική ανάπτυξη.

 

Ο Άγιος Δημήτριος ανήκει στη γεωγραφική περιφέρεια της Μαραθάσας και   μεγάλο μέρος της διοικητικής έκτασης του χωριού καταλαμβάνεται από τα κρατικά δάση του Τροόδους και της Πάφου. Αν και ουσιαστικά η Μαραθάσα είναι η περιοχή βόρεια του Προδρόμου, που αρδεύεται από τον Σέτραχο ή τον ποταμό της Μαραθάσας, εντούτοις και το άνω μέρος του Διαρίζου, που ορίζεται μεταξύ του δάσους Τροόδους και του δάσους Πάφου, περιλαμβάνεται στην ίδια περιφέρεια.

 

Πάνω στα πυριτιούχα ανώριμα εδάφη του χωριού, ιδιαίτερα στις στενές αρδευόμενες κοιλάδες, καλλιεργούνται με οπωροφόρα, (μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, δαμασκηνιές, καρυδιές) λαχανικά, πατάτες και αμπέλια. Εκτρέφονται, όπως συμβαίνει στα περισσότερα χωριά της περιοχής και λίγες οικόσιτες κατσίκες.

 

Το χωριό γνώρισε μια πολύ μικρή αλλά σταθερή αύξηση του πληθυσμού του μέχρι το 1960. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα παρατηρήθηκε συνεχής μείωση. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός του χωριού ήταν:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 57 
1891 64 
1901 90 
1911 117 
1921 124 
1931 166 
1946 199 
1960 223 
1973 211 
1976 208 
1982 132 
1992 73 
2001 56 
2011 54
2021 39

 

Αν και το χωριό βρίσκεται πολύ κοντά στα τουριστικά κέντρα του Τροόδους, του Προδρόμου και των Πλατρών, εντούτοις μέχρι τώρα δεν επηρεάστηκε από οποιαδήποτε τουριστική κίνηση. Η δραματική αυτή αποψίλωση του πληθυσμού συνέτεινε ώστε το 1983 να κλείσει το σχολείο του χωριού και οι κάτοικοί του σήμερα να είναι κυρίως προχωρημένης ηλικίας.

 

Ο Άγιος Δημήτριος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον μεσαιωνικό χρονικογράφο Φλώριο Βουστρώνιο (16ος αι.), ο οποίος άντλησε από έγγραφα της εποχής. Όπως σημειώνει, ο Φράγκος βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄, αδελφός της βασίλισσας Καρλόττας (1458- 1460), όταν ανήλθε στο θρόνο, το 1460, παραχώρησε χωριά / φέουδα σε ευγενείς και αξιωματούχους του. Μεταξύ αυτών, ο Ονούφριος Ρεσκουένσες πήρε ως φέουδό του το χωριό Άγιος Δημήτριος. Συνεπώς το χωριό υφίστατο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και, όπως μαρτυρεί και το αγιολογικό του όνομα, θα πρέπει να υφίστατο και πιο πριν, κατά τη Βυζαντινή περίοδο.

 

Πολύ περισσότερες πληροφορίες για τα χωριά της περιοχής Μαραθάσας, στην οποία ανήκει και ο Άγιος Δημήτριος, περιέχονται σε έγγραφο που δημοσίευσε ο Γάλλος μεσαιωνοδίφης Λουί ντε Μας Λατρί, το οποίο και χρονολόγησε στα τέλη του 15ου αιώνα. Σύμφωνα προς αυτό, η Μαραθάσα είχε διαχωριστεί διοικητικά σε Βασιλική Μαραθάσα (Marath Real) και σε Μαραθάσα του κόμη της Έδεσσας (Marath du comte de Edess). Στη δεύτερη ανήκε και ο Άγιος Δημήτριος. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το χειρόγραφο αυτό μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ των ετών 1510 και 1523, με σχεδόν βέβαιο το 1523.

 

Αργότερα, μάλλον κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το χωριό εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε, εξαιτίας πιθανότατα των καταστροφών που προκαλούσαν διάφοροι επιδρομείς στα μικρά, αδύνατα ορεινά χωριά, αλλά και των επιδημιών που αποδεκάτιζαν τους πληθυσμούς. Αργότερα, όπως σημειώνεται στον Κώδικα Β΄ της Μητροπόλεως Κερύνειας, του έτους 1773, η περιοχή στην οποία βρίσκεται το χωριό αποτελούσε μετόχι του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή.

 

Σύμφωνα προς την παράδοση, στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ουαιώνα, το μετόχι αγοράστηκε από την οικογένεια των Κονομήδων του χωριού Τρεις Ελιές, στην οποία οικογένεια ανήκαν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767 – 1810), η αδελφή του Μαρία, τα παιδιά της Μαρουδιά Παυλίδη (σύζυγος του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου*), Μελέτιος, μητροπολίτης Κιτίου (1776 – 1797), Χρύσανθος, μητροπολίτης Πάφου και εθνομάρτυρας (1805 – 1821). Πιο ύστερα το μετόχι προικοδοτήθηκε στην αδελφή του Πάφου Χρυσάνθου, Μαρουδιά, όταν παντρεύτηκε τον προύχοντα Χατζηθεόδοτο από τα Καμινάρια, γιο του αγιογράφου Μιχαήλ Προσκυνητή.

 

Η εγκατάσταση του Χατζηθεόδοτου και της Μαρουδιάς στον Άγιο Δημήτριο έγινε κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1810.Την ίδια περίοδο, σύμφωνα προς οθωμανικό έγγραφο του έτους 1820, του αρχείου της Μονής Κύκκου και το Κατάστιχο VI της Αρχιεπισκοπής, διέμεναν στο χωριό και κάποια άλλα άτομα, πιθανόν εργαζόμενα στα κτήματα της περιοχής. Λίγο αργότερα όμως εγκατέλειψαν το χωριό, στο οποίο παρέμεινε μόνο η οικογένεια του Χατζηθεόδοτου.

 

Στην περιοχή του χωριού υπάρχουν τρεις εκκλησίες που είναι αφιερωμένες στον άγιο Δημήτριο, στον άγιο Γεώργιο και στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Η πρώτη, που είναι και ο κύριος ναός του χωριού, κτίστηκε από τον Χατζηθεόδοτο στα ερείπια παλαιότερου ναού. Κατά την τοπική παράδοση, η έναρξη των εργασιών οικοδόμησής της ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1820. Η όλη εργασία, που έγινε κατά το πρότυπο των μικρών ξυλόστεγων ναών του Τροόδους, ολοκληρώθηκε το 1831, έτος κατά το οποίο αγιογραφήθηκε η σωζόμενη εικόνα του Χριστού. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η ύπαρξη κρύπτης πάνω από τη μικρή αχιβάδα της Πρόθεσης, που φαίνεται ότι εχρησιμοποιείτο για την απόκρυψη ιερών αντικειμένων. Το εικονοστάσιο κατασκευάστηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα και σ’ αυτό βρίσκονται μεταξύ άλλων και δύο εικόνες που αγιογραφήθηκαν από τον Μιχαήλ Προσκυνητή: μία του Χριστού (έργο του 1831) και μία της Παναγίας (έργο του έτους 1833). Στη δεύτερη σημειώνεται ότι ο αγιογράφος ήταν τότε ηλικίας 90 χρόνων! Οι δύο άλλες εκκλησίες της περιοχής του χωριού κείτονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε ερείπια. Εκείνη του Αγίου Γεωργίου ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων από τους κατοίκους του χωριού το 1963 και ακολούθησε εκείνη της Μεταμορφώσεως, το 1998.