Αγυιά

Image

Κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, 5 χμ. στα νοτιοανατολικά της Τύμπου. Είναι το ανατολικότερο χωριό της Λευκωσίας, 100 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το τουρκοκυπριακό αυτό χωριό της Μεσαορίας είναι τοποθετημένο πάνω σε πρόσφατες προσχώσεις της Ολόκαινης περιόδου, καθώς κι άλλες αποθέσεις της Πλειστόκαινης. Τα είδη των εδαφών που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του χωριού είναι τα προσχωσιγενή, τα τέρρα ρόζα, οι ερυθρογαίες και οι καφκάλλες.

 

Το καμπίσιο ομοιόμορφο τοπίο του χωριού διασπά ένας λόφος, στα δυτικά του χωριού, με Β.Ν. κατεύθυνση, του οποίου το ύψος μόλις ξεπερνά τα 150 μέτρα. Κάτω από μια πολύ χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται γύρω στα 343 χιλιοστόμετρα, καλλιεργούνται τα σιτηρά. Στις 12.000 περίπου σκάλες, που καλύπτουν τα διοικητικά όρια του χωριού, δεν υπάρχει έστω και μια αρδευόμενη σκάλα γης. Η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων αναπτύχθηκε από πολύ νωρίς στο χωριό. Κατά την καταγραφή ζώων και πτηνών του 1973, στο χωριό εκτρέφονταν 4.545 αιγοπρόβατα, 67 αγελάδες, 30 βόδια και 2.700 πουλερικά. Αυτός ο αριθμός είναι από τους πιο μεγάλους κατά χωριό σ' όλη την Κύπρο.

 

Η Αγυιά πριν από το 1974 δεν εξυπηρετείτο με ασφαλτόστρωτο δρόμο, όμως με σκυρόστρωτο δρόμο συνδεόταν στα βόρεια με τον κύριο δρόμο Λευκωσίας -Αμμοχώστου (παλιός δρόμος), και στα νότια με το δρόμο Αθηένου- Λύσης. Χωματένιοι δρόμοι, την ενώνουν με την Τύμπου, τη Μελούσια, την Τρεμετουσιά, το Ορνίθι. Ουσιαστικά η Αγυιά βρίσκεται στο τρίγωνο Λευκωσίας - Αμμοχώστου - Λάρνακας κι αυτό βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στην πληθυσμιακή ανάπτυξη του χωριού.

 

Παρά τη μονοκαλλιέργεια των σιτηρών, ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε σταθερά κατά τον τελευταίο αιώνα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 209 
1891 222 
1901 253 
1911 308 
1921 329 
1931 295 
1946 414 
1960 418 
1973 529 

 

Ανεξάρτητα από τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό του χωριού, η λέξη «αγυιά» είναι καθαρά ελληνική. Η ονομασία του χωριού, αρχαία ελληνική (σημαίνει δρόμο, οδό), διασώζει αρχαίο τοπωνύμιο. Το χωριό υφίστατο πάντως κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Aia. Ενδεχομένως υπήρχαν δυο οικισμοί στην ίδια περιοχή με την αυτή ονομασία, που αργότερα οι Τούρκοι διαχώρισαν ως Αγυιά Κεπήρ (Kebir = μεγάλη) και Αγυιά Κουτσιούκ (Kutchuk = μικρή). Η μικρή διαλύθηκε, παρέμεινε όμως η Αγυιά Kεπήρ. Μετά το 1975 οι Τούρκοι άλλαξαν την ελληνικής προέλευσης ονομασία του χωριού σε Dilekkaya, που σημαίνει πετρώδης. Υπάρχουν και στην Ελλάδα μερικά χωριά με το ίδιο όνομα. Στη Θεσσαλία με το ίδιο όνομα υπάρχει μια κωμόπολη. Φαίνεται πως οι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό αυτό, όπως συνέβη με πολλά άλλα χωριά της Κύπρου μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, διατήρησαν το αρχαίο ελληνικό όνομα. Το χωριό είναι γνωστό στους Τουρκοκύπριους ως Αγυιά Κεπήρ (μεγάλη Αγυιά). Ο Τζέφρυ που επισκέφτηκε το χωριό, πιθανόν τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα , το μνημονεύει ως Αγυιά Κεπήρ, αναφέροντας πως είναι ένα από τα απειράριθμα μουσουλμανικά χωριά με χριστιανική προέλευση.