Ο Γιώργος Σεφέρης (Σεφεριάδης) είναι ένας από τους πιο γνωστούς Νεοέλληνες ποιητές, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 13 Μαρτίου 1900 και πέθανε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Το 1914 εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1918. Στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Παρίσι απ' όπου πήρε και τον τίτλο του διδάκτορος (1924). Το 1926 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα, υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις σε πολλές χώρες. Ως πρέσβης της Ελλάδας υπηρέτησε στο Λίβανο, στη Συρία, στην Ιορδανία, στο Ιράκ, στο Λονδίνο. Εκτός από το ευρύτατα γνωστό ποιητικό του έργο, ο Γιώργος Σεφέρης διακρίθηκε κι ως δοκιμιογράφος.
Η εμφάνισή του στα γράμματα έγινε το 1931, με τη δημοσίευση της ποιητικής του συλλογής Στροφή. Ακολούθησε η Στέρνα (1932). Το 1935 εξέδωσε το Μυθιστόρημα, συλλογή από 24 αλληλένδετα ποιήματα. Το 1940 εξεδόθησαν το Tετράδιο Γυμνασμάτων και το Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Α'. Το Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β' εξεδόθη το 1944, ενώ το 1947 δημοσίευσε την Κίχλη. Το 1955 εξέδωσε το Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Γ' (αρχικός τίτλος: Κύπρον, οὖ μ' ἐθέσπισεν...). Τελευταίο του ποιητικό έργο τα Τρία Κρυφά Ποιήματα (1966).
Στις 24 Οκτωβρίου 1963 η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον Γιώργο Σεφέρη, "για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες". Η τελετή απονομής έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου.
Σχέσεις του προς την Κύπρο: Ο Γιώργος Σεφέρης συνδέθηκε στενά με την Κύπρο, τόσο ως διπλωμάτης όσο κι ως άνθρωπος και ποιητής (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Ως διπλωμάτης σχετίστηκε ιδιαίτερα με την Κύπρο όταν είχε υπηρετήσει ως πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο από το 1957 μέχρι το 1962. Ο διορισμός του ως εκπροσώπου της Ελλάδας στη βρετανική πρωτεύουσα έγινε σε μια κρίσιμη εποχή κατά την οποία στην Κύπρο διεξαγόταν ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας κατά των Βρετανών αποικιοκρατών, που είχε πληγώσει σοβαρότατα και τις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Ο ρόλος του Σεφέρη, ως διπλωμάτη, ήταν πολύ λεπτός ιδιαίτερα αυτή την εποχή, όσο και σημαντικός. Το θέμα που δέσποζε και καθοριστικά κυριαρχούσε στις σχέσεις Ελλάδας-Αγγλίας-Τουρκίας-Κύπρου, ήταν το εθνικό θέμα της Κύπρου, το οποίο ο Γιώργος Σεφέρης χειρίστηκε από την πλευρά του εκπροσώπου της Ελλάδας στο Λονδίνο. Όπως είναι γνωστό, οι διάφοροι πολιτικοί χειρισμοί του ζητήματος της Κύπρου από την τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατέληξαν στη συμφωνία της Ζυρίχης (με την Τουρκία) και την επιβεβαίωσή της από τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη στο Λονδίνο το 1959, οπότε η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Ο Σεφέρης είχε τότε συνεργαστεί και με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ'.
Ο Σεφέρης στην Κύπρο: Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ
Ο Γιώργος Σεφέρης είχε επισκεφθεί τρεις φορές την Κύπρο. Το φθινόπωρο-χειμώνα του 1953 και ξανά τον επόμενο χρόνο, το 1954, και πάλι το 1955. Ξαναπέρασε δε από την Αμμόχωστο αργότερα το 1969. Το 1953 κυρίως, οπότε περιόδευσε το νησί συνοδευόμενος από τον φίλο του Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή, ο ποιητής Σεφέρης συγκλονίστηκε από «τον κόσμο της Κύπρου» κι από την ίδια την Κύπρο γενικότερα. Γνώρισε, όπως ο ίδιος έγραψε, έναν χώρο «όπου το θαύμα λειτουργούσε ακόμη». Αποτέλεσμα της γνωριμίας του αυτής με τον κόσμο της Κύπρου (στον οποίο άλλωστε και την αφιερώνει, με τις λέξεις Μνήμη καί Ἀγάπη) ήταν η πολύ σημαντική ποιητική του συλλογή Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Γ'. Δεν είναι, μάλιστα, τυχαίο που ο Σεφέρης εξέδωσε τη συλλογή του αυτή το 1955, χρόνο ιδιαίτερα σημαντικό για την Κύπρο και την Ελλάδα, αφού τότε άρχισε στο νησί ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας. Στη συλλογή προσετέθη αργότερα (ως 18ο ποίημα) το επίσης «κυπριακό» ποίημά του Οἱ γάτες τ' Ἃϊ-Νικόλα. Εκτός από το ποίημα αυτό, που γράφτηκε το 1969 κι απετέλεσε κραυγή διαμαρτυρίας κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) όπως και το άλλο γνωστό ποίημά του, Ἐπί ἀσπαλάθων, στη συλλογή αυτή των «κυπριακών» ποιημάτων του περιλαμβάνονται μερικά από τα αξιολογότερα ολόκληρης της ποιητικής του δημιουργίας.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι αρχικός τίτλος της συλλογής (κι αργότερα υπότιτλός της) είναι η δανεισμένη από τον Ευριπίδη φράση Κύπρον, οὖ μ’ ἐθέσπισεν... (από την τραγωδία Ἑλένη, όπου τη φράση αυτή λέγει ο Τεύκρος*). Είναι φανερό ότι η επιλογή του τίτλου αυτού από τον Σεφέρη καθόριζε και τα συναισθήματά του απέναντι στην Κύπρο που μόλις είχε γνωρίσει. Όπως και στο ποίημα Ἑλένη της συλλογής γίνεται αντιληπτό, ο Σεφέρης ταυτίζεται με τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο. Όπως ο Τεύκρος, διωγμένος από την πατρίδα του, το νησί της Σαλαμίνος, έφθασε στην Κύπρο, έτσι κι ο Σεφέρης, (Ποίημα Ελένη) χωρίς ιδιαίτερη πατρίδα αφού η Σμύρνη είχε πλέον χαθεί, φθάνει κι αυτός στο ίδιο νησί που το είδε κι αυτός σαν μια δεύτερη πατρίδα. Ο ποιητής δηλώνει ότι θεσπίστηκε κι αυτός, ενετάλη κατά κάποιον τρόπο, να έλθει στην Κύπρο. Η γνωστή, εξάλλου, σημείωσή του ότι: Τά ποιήματα τῆς συλλογής αὐτῆς... μοῦ δόθηκαν τό φθινόπωρο τοῦ '53, ὅταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο... είναι επίσης αποκαλυπτική.
Τα «κυπριακά» ποιήματά του γράφει ότι τοῦ δόθηκαν (όχι ότι τα εμπνεύστηκε ή άλλες παρόμοιες φράσεις), κατά τον ίδιο τρόπο που ο ποιητής θεσπίστηκε (πήρε εντολή) να έλθει στην Κύπρο.
Σε μερικά από τα ποιήματα του της συλλογής αυτής ο Σεφέρης είναι προφητικός. Μαντεύει το ξέσπασμα που επρόκειτο να έλθει σύντομα, δηλαδή τον αγώνα του 1955-1959, αλλά και ταυτόχρονα διοχετεύει και την αγωνία του για το μέλλον του τόπου. Αλλού εκφράζει προς τους Άγγλους έμμεσα (τούς φίλους τοῦ ἂλλου πολέμου) την πικρία του για το γεγονός ότι κρατούσαν ακόμη σκλαβωμένη την Κύπρο (ποίημα Σαλαμῖνα τῆς Κύπρος). Στο γνωστότατο ποίημά του Ἔγκωμη ο Σεφέρης κατορθώνει να συνταιριάξει το αρχαίο με το βυζαντινό και το νεότερο πρόσωπο της Κύπρου, στο όραμα μιας ανάληψης. Στο ποίημα Στά περίχωρα τῆς Κερύνειας, μέσα από ένα διάλογο ξένων (Άγγλων), ο Σεφέρης τονίζει το υποβλητικό κυπριακό σκηνικό της οροσειράς του Πενταδάκτυλου (και γενικότερα της Κύπρου), ενός χώρου που δεν ανήκει σ' αυτούς και που σαν ξένοι αποτελούν σ' αυτόν παραφωνία:
(Ο Σεφέρης απαγγέλει το ποίημα)
... αὐτός ὁ κόσμος δέν εἶναι δικός μας, εἶναι τοῦ Ὁμήρου...
Στο ποίημά του πάλι με τίτλο Λεπτομέρειες στήν Κύπρο (αφιερωμένο στον ζωγράφο Διαμαντή), ο ποιητής ακούει να βγαίνει, ακόμη κι από τα πιο ασήμαντα αντικείμενα, η φωνή τῆς πατρίδας:
... Ἦταν ὡραῖα ὅλ’ αὐτά, μιά περιδιάβαση.
Ὃμως τό ξύλινο μαγγανοπήγαδο - τ' ἀλακάτιν,
κοιμισμένο στόν ἴσκιο τῆς καρυδιᾶς
μισό στό χῶμα καί μισό μέσα στό νερό,
γιατί δοκίμασες νά τό ξυπνήσεις;
Εἶδες πῶς βόγκηξε. Κι ἐκείνη τήν κραυγή
βγαλμένη ἀπ' τά παλιά νεῦρα τοῦ ξύλου
γιατί τήν εἶπες φωνή πατρίδας;
Μερικά άλλα ποιήματα της συλλογής είναι εμπνευσμένα από κείμενα μεσαιωνικών Κυπρίων συγγραφέων, του αγίου Νεοφύτου (ποίημα Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ) και του Λεοντίου Μαχαιρά (ποιήματα Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας και Τρεῖς μοῦλες). Είναι όμως φανερό ότι αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις. Οι σταυροφόροι, για παράδειγμα, του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου (που ήταν βασιλιάς της Αγγλίας) παραπέμπουν στους Βρετανούς που βρίσκονταν και πάλι στην Κύπρο και την κατείχαν στις μέρες που έγραφε ο ποιητής. Ή ακόμη, η σύναξη των ευγενών για να βρούνε «τό μικρότερο κακό» στον Δαίμονα τῆς Πορνείας, μπορεί να ερμηνευθεί και ως αναφορά στις προσπάθειες για «ρύθμιση» του Κυπριακού προβλήματος. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ)
Το φως είναι επίσης ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της συλλογής αυτής με τα «κυπριακά» ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Το φως, που σ' όλη του την άλλη ποιητική δημιουργία είναι ένα αιτούμενο, αυτό που ψάχνει για να βρει, στα «κυπριακά» ποιήματά του είναι δεδομένο. Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα Ἁγιάναπα, Α’, όπου ο ποιητής ομιλεί για το φως:
Καί βλέπεις τό φῶς τοῦ ἥλιου καθώς ἔλεγαν οἱ παλαιοί.
Με το στίχο αυτό αρχίζει το ποίημα κι ολόκληρη η συλλογή. Στο ίδιο ποίημα, ο ποιητής ομολογεί:
... Παράξενο, τό βλέπω ἐδῶ τό φῶς τοῦ ἥλιου...
Και η συλλογή κλείνει με το τελευταίο ποίημα, την Ἔγκωμη (πριν προστεθούν αργότερα Οἱ γάτες τ' Ἃϊ-Νικόλα) όπου υπάρχει, μέσα στο φως, το όραμα μιας ανάληψης.
Το καθοριστικό στοιχείο του φωτός ο ποιητής το βρήκε μόνο στην Κύπρο, στον χώρο αυτό ὅπου τό θαῦμα λειτουργούσε ἀκόμη.
Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία που λήφθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1953 στη Μονή Αχειροποιήτου στην Κερύνεια, με το Γιώργο Σεφέρη να έχει δίπλα του τον Λόρενς Ντάρελ. Κοντά τους, η Αντουανέτα Διαμαντή και ο Μορίς Κάρντιφ. Όρθιοι, ο ζωγράφος Α. Διαμαντής και ο γιος του. Στα ταξίδια του στην Κύπρο ο Σεφέρης, ένιωσε πως βρήκε τον εαυτό του και πως βίωσε μία αποκάλυψη. Μάλιστα είχε εκμυστηρευτεί πως ένιωθε ότι «…[η Κύπρος] μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της». Ο ποιητής είχε ένα πολύ βαθύ δέσιμο με το νησί. Ένιωθε, πως στην Κύπρο έβρισκε τον ατόφιο ελληνισμό που ζητούσε και πως σε αυτόν τον τόπο «το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Περιδιαβαίνοντας το νησί, απαθανάτισε κάποιες πολύ όμορφες στιγμές από την καθημερινότητα των Κυπρίων όπως επίσης και από διάφορα ιστορικά τοπία του νησιού. Κάποιες φωτογραφίες τις συνόδευεσε με ποιήματα του. Η Φωτοθήκη του Γιώργου Σεφέρη δωρήθηκε από τη Μαρώ Σεφέρη το 1984 και από την Αννα Λόντου το 1999. Ορισμένες από τις φωτογραφίες του έχουν περιληφθεί στα δύο λευκώματα: «Κύπρος. Μνήμη και αγάπη. Με το φακό του Γιώργου Σεφέρη», πρόλογος, σχεδιασμός, γενική επιμέλεια: Ε.Χ. Κάσδαγλης, Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας & Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ε. Χ. Κάσδαγλης, Γιάννης Σταθάτος (κείμενα) - Γιώργος Σεφέρης (φωτογράφηση) «Οι φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη», Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Ο Γιώργος Σεφέρης ξαναεπισκέφτηκε την Κύπρο τον Νοέμβριο του 1969. Στις 4 Νοεμβρίου του 1969, κατά την παραμονή του στην Κύπρο, επισκέφτηκε για μερικές ώρες την Αμμόχωστο φιλοξενούμενος του φίλου του Ευάγγελου Λούη Λουϊζου (εφ. Ελευθερία 4/11/1969). Την επομένη 5 Νοεμβρίου αναχώρησε από το λιμάνι της Αμμοχώστου για Ελλάδα μέσω Χάιφας με το πλοίο "Απολλώνια".
"Η γάτες του Άη Νικόλα" και η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη: H σορός του Σεφέρη εκτέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα στον Ιερό Ναό Mεταμορφώσεως τού Σωτήρος της οδού Kυδαθηναίων στην Πλάκα. Η κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας.
Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταμάτησε την κυκλοφορία και άρχισε να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Σεφέρη, από το ποίημά του «Άρνηση», «Στο περιγιάλι το κρυφό».
Ο Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει εργασίες του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου 1969, ενάμιση χρόνο πριν τον θάνατό του, αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να μεμφθεί τη Δικτατορία. Η δήλωσή του στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε ελπίδα στο αντιδικτατορικὸ κίνημα. Πίσω από αυτήν καταφέρθηκε και εναντίον κάθε απολυταρχίας που καταπίεζε τον Ελληνισμό, όπως η Αγγλοκρατία την Κύπρο από το 1878 μέχρι το 1959.
Το αντιδικτατορικό ποίημα του Σεφέρη ««Οι γάτες του Άη Νικόλα»,» γράφτηκε μετά από μια επίσκεψη του Σεφέρη στην Κύπρου, ως μια πολιτική αλληγορία για τη χούντα. Άρχισε 1952, και το τελείωσε το 1956 και επειδή το βάσισε σ’ ένα μύθο της Κύπρου, ζήτησε να περιληφθεί ως ακροτελεύτιο στην οριστική μορφή της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στη μεταθανάτια 8η έκδοση.
Στο ποίημα του ‘Οι Γάτες του Άη Νικόλα΄ τον μύθο της Κύπρου για τις γάτες τού τον διηγείται ένας μισότρελος καλόγερος. Πίσω από αυτόν κρύβεται ο ποιητής, ως ονειροπόλος, που γνώρισε τον κόσμο της Κύπρου, και μπήκε βαθιά στην Ιστορία της. Γράφει, πότε τηρώντας τους παραδοσιακούς και σχολαστικούς τρόπους, για χάρη του τυπικού της αντιγραφής και της αποτύπωσης, και πότε αφήνοντας τον μισότρελο να διηγείται τα εξωλογικά ονειροπολήματά του. Έτσι, ο πρέσβης και ποιητής Σεφέρης είναι καλυμμένος και κινείται σε υπόγειο δρόμο, χωρίς να τον υποψιάζεται η Χούντα. Μετά θάνατον εκδίδεται το Ποίημα Επί Ασπαλάθων ένα ποίημα που αποτελεί ευθεία επίθεση στη Χούντα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το Βήμα στις 31 Μαρτίου 1971.
Κύπρος:
Το τελευταίο ταξίδι που δεν έγινε ποτέ