Τρόοδος οροσειρά

Image

Η οροσειρά του  Τροόδους, που  περιλαμβάνει το Εκρηξιγενές  Σύμπλεγμα  του  Τροόδους, είναι  η  μεγαλύτερη οροσειρά της Κύπρου. Καταλαμβάνει το νοτιοκεντρικό τμήμα του νησιού και χαρακτηρίζεται από ΔΒΔ-ΑΝΑ διάταξη. Μικρότερες πυριγενείς εμφανίσεις βρίσκονται στον Ακάμα και στην περιοχή των χωριών Τρούλλοι και Αβδελλερόν. Η οροσειρά καλύπτει έκταση 3.200 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία αντιπροσωπεύει το 34,6% της ολικής έκτασης της Κύπρου, που είναι 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

 

Η οροσειρά αποτελείται  από  το Εκρηξιγενές  ή, όπως είναι  σήμερα γνωστό, Οφιολιθικό Σύμπλεγμα  του  Τροόδους. Ο όρος «οφιόλιθος» (όφις και λίθος), όπως έχει καθιερωθεί στη δεκαετία του ΄60 μετά την αποδοχή της θεωρίας της Διεύρυνσης του Πυθμένα των Ωκεανών και της Γεωτεκτονικής των Λιθοσφαιρικών Πλακών, αναφέρεται σε χαρακτηριστική σειρά πετρωμάτων τα οποία αποτελούν τεράστια τεμάχια ωκεάνιου φλοιού και μέρος του ανώτερου μανδύα της γης τα οποία αποσπάσθηκαν από την αρχική τους θέση και απωθήθηκαν στα κράσπεδα των ηπείρων κατά τη διάρκεια μεγάλων γεωλογικών διαταραχών. Το Τρόοδος θεωρείται σήμερα σαν το πρότυπο οφιολιθικό σύμπλεγμα. Κανένα άλλο σύμπλεγμα δεν έχει μελετηθεί με τόση λεπτομέρεια και δεν έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τις ιδέες και θεωρίες για τη δομή και τη γένεση του φλοιού των ωκεανών όσο το Τρόοδος.

 

Από μορφολογικής απόψεως, η οροσειρά είναι ένας επιβλητικός ορεινός όγκος ελλειπτικής μορφής που περιλαμβάνει τις ψηλότερες βουνοκορφές του νησιού. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι κορφές Όλυμπος (1.952 μ.), Ηστ Σιώλτερ (1.739 μ.), Γουέστ Σιώλτερ (1.710 μ.), Νορθ Σιώλτερ (1.709 μ.), Αδελφοί (1.612 μ.), Παπούτσα (1.554 μ.), Μαχαιράς (1.423 μ.), Πλατύς (1.420 μ.), Μούττη του Δία (1.399 μ.) και Μούττη των Σπήλιων (1.372 μ.).

 

Η οροσειρά του Τροόδους δέχεται τη μεγαλύτερη βροχόπτωση απ' όλες τις περιοχές της Κύπρου κι από αυτή πηγάζουν οι μεγαλύτεροι ποταμοί του νησιού. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι οι ποταμοί Πηδιάς, Γιαλιάς, Σερράχης, Διαρίζος, Ξερός Ποταμός,  Έζουσα, Κούρης, Χαποτάμι, Τρέμιθος, Ελιά, Σταυρός της Ψώκας, Πεντάσχοινος, Καρκώτης, Βασιλικός, Μαρώνι, Γερμασόγεια, Ατσάς, Γαρύλλης, Σέτραχος, Λιμνίτης, Ξερός, Πύργος και Κάμπος.

 

Στην οροσειρά βρίσκονται οι ευδιάκριτες περιοχές της Τηλλυρίας, της Πιτσιλιάς, της Σολιάς και της Μαραθάσας οι οποίες εξετάζονται σε χωριστά λήμματα σαν αυτοτελείς γεωγραφικές περιφέρειες.

 

Ονομασία: Η ονομασία Τρόοδος, που φέρει σήμερα η πλατεία κάτω από τον Όλυμπο και που έδωσε και την ονομασία ολόκληρης της οροσειράς, είναι των αρχαίων χρόνων. Κατά τον Κ. Χατζηιωάννου η ονομασία προέρχεται από την αρχική Τρίοδος (η), δηλαδή τρεις δρόμοι, τρίστρατο, επειδή εκεί, στη σημερινή πλατεία του Τροόδους, κατέληγαν τρεις δρόμοι, όπως εξ άλλου καταλήγουν και σήμερα οι δρόμοι από τις Πλάτρες, από τον Πρόδρομο κι από τον Καρβουνά-Αμίαντο. Στις παλαιές γραπτές πηγές η ονομασία απαντάται στον τύπο Τρόγοδος. Στα Φυσικά του Αριστοτέλη βρίσκουμε την ακόλουθη αναφορά: ...εὑρέθη   ἐν  Κύπρῳ  νήσῳ  ὅτι  ἔστιν  ὄρος μέγα καί ὑψηλόν  ὑπέρ πάντων τῶν βουνῶν αὐτῆς, Τρόγοδος καλούμενον....

 

Και πράγματι, η κορυφή του Τροόδους (που σήμερα ονομάζεται Όλυμπος), είναι η υψηλότερη από όλες τις βουνοκορφές της Κύπρου.

 

Για την αρχική ονομασία Τρίοδος ενδιαφέρουσα είναι η μεσαιωνική αναφορά του Φλωρίου Βουστρωνίου (15ος αιώνας) ότι το βουνό λεγόταν από τους αρχαίους Λαμπαδιστό, από άλλους Χιονώδες και σήμερα λέγεται Τρίοδος (Un altro monte vi é che da gli antiqui si chiamava Lambadisto, da altri Chionodes, et al presente Triodos).

 

 Ο Κοτόβικος πάλι (1619), ονομάζει το όρος Τρόβοδος (Trobodos) και Τρόχοδος (Trochodos).

 Στις Πράξεις Βαρνάβα (Acta Barn., 18) το όρος αποκαλείται Χιονῶδες:

 

...Ἡμῶν δέ διελθόντων τό ὄρος τό καλούμενον Χιονῶδες, κατηντήσαμεν ἐν Π αλαιᾷ Πάφῳ...

 Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα η υψηλότερη κορφή της οροσειράς ονομάζεται από τους Κυπρίους Χιονίστρα επειδή εκεί είναι που πέφτει το περισσότερο χιόνι ή και διατηρείται περισσότερο χρόνο απ' οποιαδήποτε άλλη κορφή. Επειδή δε υπάρχει και μεγάλη ηλιοφάνεια στην Κύπρο, συχνά το χιόνι λάμπει στην κορφή αυτή, γι’ αυτό το βουνό αποκλήθηκε και Λαμπαδιστό. Παρόμοια ονομασία είχε και παλαιός οικισμός της Κύπρου, απ' όπου και ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής.

 

Η ονομασία Όλυμπος, της υψηλότερης κορφής της οροσειράς, απαντάται σε αρχαία κείμενα αλλά για το Σταυροβούνι και για λόφο στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Πιστεύουμε ότι η ονομασία  Όλυμπος μετετέθη από το Σταυροβούνι στη Χιονίστρα κατά τα μετά Χριστόν χρόνια, όταν στο Σταυροβούνι είχε ιδρυθεί το χριστιανικό μοναστήρι (βλέπε λεπτομερέστερα στο λήμμα Όλυμπος κορφή).

 

Κατά την Αρχαιότητα φαίνεται ότι υφίστατο στην κορφή αυτή ναός είτε της Αφροδίτης Ακραίας (που λατρευόταν στα άκρα, δηλαδή στις βουνοκορφές), είτε του Διός (που λατρευόταν επίσης στις βουνοκορφές). Αργότερα στην οροσειρά ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια (Κύκκου, Μαχαιρά, Τροοδίτισσας, Μέσα Ποταμού, Τρικουκκιάς κ.α.). Σε αρκετούς οικισμούς της οροσειράς του Τροόδους βρέθηκαν αρχαιότητες, ενώ πάρα πολλά τοπωνύμια έχουν αρχαία ελληνική προέλευση. Σημαντικά, τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και κατά τη σύγχρονη εποχή, απεδείχθησαν τα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου που σχεδόν όλα βρίσκονταν στους πρόποδες, ολόγυρα της οροσειράς. Αναφέρουμε επίσης εκείνο του Αμιάντου* (βλέπε λήμμα μεταλλεία).

 

Η οροσειρά του Τροόδους είναι ιδιαίτερα σημαντική γι' αυτή την ίδια τη ζωή στην Κύπρο. Επηρεάζει άμεσα και σοβαρά, μάλιστα διαμορφώνει, το κλίμα του νησιού, ενώ είναι κι ο σημαντικότερος χώρος απ' όπου πηγάζουν ποτάμια και ρυάκια. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας από το Τρόοδος μετέφεραν χιόνι στις πόλεις για τις ανάγκες του καλοκαιριού. Το χιόνι ετοποθετείτο σε λάκκους στο βουνό, και διατηρείτο για το καλοκαίρι.

Στην οροσειρά, εξάλλου, ευδοκιμεί μια μεγάλη ποικιλία δέντρων και άλλων φυτών, που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία του τόπου. Εκτός από τα δάση του Τροόδους, ιδιαίτερα σημαντικά για τη ξυλεία τους από τα αρχαία χρόνια, η οροσειρά είναι ο κατ' εξοχήν τεράστιος αμπελώνας της Κύπρου.  Άλλα είδη που καλλιεργούνται στην οροσειρά είναι οι μηλιές, οι αχλαδιές, οι κερασιές, οι αμυγδαλιές, οι καρυδιές κλπ.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η λαϊκή αρχιτεκτονική των οικισμών της οροσειράς, που είναι κτισμένοι με τοπικά πετρώματα, αλλά και των πολλών ξυλόστεγων εκκλησιών.

Ο ορεινός όγκος της οροσειράς του Τροόδους προσφερόταν για τη μοναχική ζωή και τον ασκητισμό, κι εκεί κατέφευγαν, κατά τα Βυζαντινά χρόνια ασκητές και αναχωρητές. Σταδιακά ιδρύθηκαν στην οροσειρά, ιδίως από τον 11ο και 12ο αιώνα, πολλά και σημαντικά μοναστήρια. Μεταξύ τούτων αναφέρουμε τα ακόλουθα που και σήμερα λειτουργούν: Παναγίας του Κύκκου, Παναγίας Τρικουκκιάς, Παναγίας Μαχαιρά, Παναγίας Τροοδίτισσας, Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας, Παναγίας Αμασγού, Παναγίας Αμιρούς, Τιμίου Προδρόμου (Μέσα Ποταμού), Μονή Ιερέων

Παναγίας Σαλαμιώτισσας, Σταυροβουνίου, εάν υπολογίσουμε και την ομώνυμη κορυφή ως ακραίο τμήμα της οροσειράς. 

 

Από τα μοναστήρια της οροσειράς που σήμερα δεν λειτουργούν, αναφέρουμε μεταξύ άλλων: Παναγίας Ποδύθου Γαλάτας, Αγίου Νικολάου Στέγης, Παναγίας Άρακα, Σταυρού Αγιασμάτι, Σταυρού Ομόδους, Αγίας Μαύρης Κοιλανίου, Αγίων Αναργύρων Φοινιού, Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή, Αρχαγγέλου Μιχαήλ Μονάγρι, Τιμίου Σταυρού Κουκάς, Παναγίας, Χρυσοκουρδαλιώτισσας, Τιμίου Σταυρού Ψώκας, Προφήτη Ηλία στην περιοχή Κιόνια. 

 

Επίσης και άλλα μοναστήρια, μερικά πολύ σημαντικά, είχαν ακμάσει στην οροσειρά αλλά δεν σώθηκαν ίχνη τους, όπως το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού στο χωριό Αγρός, του Εργαστηρίου στις Πλάτρες, του Αγίου Νικολάου στην Κυπροβάσα και του Αγίου Αρκαδίου στο δάσος της Πάφου.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι στην οροσειρά του Τροόδους είχε γεννηθεί και ένας τοπικός και μοναδικός στο είδος του αρχιτεκτονικός τύπος ναού, εκείνος του ξυλόστεγου. Ο τύπος αυτός, που αναπτύχθηκε μεταξύ κυρίως του 13ου και 16ου αιώνα, υπήρξε μοναδικό δημιούργημα της οροσειράς, ταυτισμένος εξαίρετα με το περιβάλλον και τις κλιματολογικές συνθήκες του Τροόδους. Εκατοντάδες είναι κατάσπαρτοι στην οροσειρά τέτοιοι ναοί, με την επικλινή δίρριχτη στέγη την καλυμμένη με ψημένα πήλινα πλακίδια. Οι ναοί αυτοί είναι μικροί σε μέγεθος, οι περισσότεροι μονόκλιτοι, όλοι κτισμένοι με τοπικό πέτρωμα και με μικρά ανοίγματα. Μερικοί αρχαιότεροι, ακόμη και με τρούλλο, απέκτησαν υστερότερα δεύτερη ξύλινη στέγη για καλύτερη προστασία από τη βροχή, το χιόνι και την υγρασία. Εξωτερικά δεν είναι ορατός ο αρχικός τρούλλος, πρέπει να εισέλθεις στο ναό για να τον δεις. Πολλοί τέτοιοι ναοί διασώζουν στο εσωτερικό τους εξαίρετες τοιχογραφίες διαφόρων εποχών, μεταξύ κυρίως του 11ου και του 15ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι και οι δέκα συνολικά ναοί που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, βρίσκονται όλοι στην οροσειρά του Τροόδους. Είναι οι ακόλουθοι: Αγίου Νικολάου της Στέγης, Κακοπετριά, Παναγίας Ασίνου, Νικητάρι, Παναγίας Άρακα, Λαγουδερά, Παναγίας, Μουτουλλάς, Αρχαγγέλου, Πεδουλάς, Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

Σταυρού Αγιασμάτι, Πλατανιστάσα, Παναγίας Ποδύθου, Γαλάτα, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Παλαιχώρι, Τιμίου Σταυρού, Πελέντρι. 

 

Ο τελευταίος ναός δεν είναι ακριβώς του τύπου του ξυλόστεγου, αλλά είχε δεχθεί σε παλαιότερες εποχές σημαντικές ανακαινίσεις. Οι ναοί αυτοί είναι μεν αντιπροσωπευτικοί της τέχνης της ναϊκής αρχιτεκτονικής και αγιογραφίας που είχε αναπτυχθεί στην οροσειρά του Τροόδους, αλλά όχι και οι μόνοι σε αξία και σημασία. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι, μερικοί το ίδιο σημαντικοί, όπως για παράδειγμα ο μικρός ναός του Αγίου Μάμα στο χωριό Λουβαράς.

 

Στην οροσειρά του Τροόδους ιδιαίτερα είχε αναπτυχθεί η αμπελοκαλλιέργεια, που και σήμερα αποτελεί το κυριότερο προϊόν. Τόσο στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου, όσο και στην επαρχία Λευκωσίας, τα καλλιεργούμενα τμήματα της οροσειράς που εμπίπτουν σ’ αυτές είναι κατάφυτα από αμπελώνες. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις τα αμπέλια «σκαρφαλώνουν» ακόμη και σε ιδιαίτερα απότομες πλαγιές. Αντίθετα, οι κήποι λαχανικών και οπωροφόρων δέντρων (μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, καρυδιές κ.α.) εκτείνονται κατά μήκος των ποταμών και των ρυακιών.

Στην οροσειρά του Τροόδους, ιδιαίτερα στο δυτικό της τμήμα, απαντάται το ενδημικό αγρινό, το μεγαλύτερο σε μέγεθος ζώο που ζει στην Κύπρο σε άγρια μορφή. Η πανίδα της οροσειράς περιλαμβάνει και αρκετά άλλα είδη άγριας ζωής, όπως η αλεπού, ο λαγός και άλλα μικρότερα ζώα. Ενδιαφέρουσα είναι και η πτεροπανίδα της οροσειράς, που περιλαμβάνει αρκετά είδη πουλιών, με μεγαλύτερα τον γύπα και τον αετό.

 

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν ήδη από την Αρχαιότητα και η χλωρίδα της οροσειράς. Ιδίως ένας μεγάλος αριθμός βοτάνων, μνημονεύεται ήδη από αρχαίους συγγραφείς. Εξ αυτών, ο Αριστοτέλης ομιλεί γενικότερα, γράφοντας ότι στο βουνό Τρόοδος της Κύπρου υπάρχουν τόσα πολλά βότανα, που δεν θα του έφθανε ο χρόνος να τα απαριθμήσει.

 

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι στην οροσειρά του Τροόδους απαντώνται τα περισσότερα από τα 140 και πλέον ενδημικά φυτά της Κύπρου. Μεταξύ τούτων κυριαρχεί ο πανύψηλος κυπριακός κέδρος (Κέδρος ο λιβάνιος, υποείδος ο βραχύφυλλος – Cedrus libani ssp. brevifolia), γνωστός από την Αρχαιότητα, οπότε εχρησιμοποιείτο κυρίως στη ναυπηγική. Πολύ διαδεδομένο στην οροσειρά ενδημικό είδος είναι και η λατζ’ιά, είδος χαμηλής δρυός (Δρυς η κληθρόφυλλη – Quercus alnifolia). Μερικά άλλα ενδημικά είδη της οροσειράς είναι θάμνοι, όπως η άγρια τριανταφυλλιά της Χιονίστρας (Rosa chionistrae), η ενδημική σπατζ’ιά που απαντάται και αυτή μόνο στην περιοχή του Τροόδους (Salvia willeana) και η Νεπέτα η Τροοδία ή δίκταμο (Nepeta troodi), φυτό που απαντάται επίσης μόνο στο Τρόοδος. Το ίδιο και ένα από τα ενδημικά είδη φλόμου, η Φλομίς η κυπρία, ποικιλία η δυτική (Phlomis cypria var. occidentals), καθώς και αρκετά άλλα ενδημικά είδη χαμηλής βλάστησης που ευδοκιμούν μόνο σε ψηλά υψόμετρα.

 

Μεταξύ των μη ενδημικών ειδών βλάστησης, στην οροσειρά κυριαρχούν τα πευκοδάση, ενώ απαντώνται και αρκετά άλλα είδη όπως η αντρουκλιά, η περνιά, τα πλατάνια, ο κισσός κ.α.

 

Τα χωριά της οροσειράς του Τροόδους χαρακτηρίζονται για τη γραφικότητά τους και τη δική τους ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Σε αντίθεση με τα χωριά της πεδιάδας, τα ορεινά χωριά είναι κτισμένα εξολοκλήρου από τοπική πέτρα. Το πλιθάρι απουσιάζει εντελώς, αφού στο βουνό το χώμα δεν ανευρίσκεται. Επίσης τα ορεινά χωριά είναι κτισμένα αμφιθεατρικά, στις πλαγιές, ακολουθούν τα χαρακτηριστικά του τοπίου και η δόμηση είναι αναγκαστικά πυκνή.  Απουσιάζει δηλαδή, λόγω της μορφολογίας του ορεινού τοπίου, η μεγάλη αυλή, η απλάδα και ο ελεύθερος χώρος. Οι δρόμοι είναι στενοί, ανηφορικοί, συχνά δε η αυλή ενός σπιτιού είναι η επίπεδη στέγη (δώμα) ενός άλλου. Ένα από τα παραδοσιακά χωριά της οροσειράς, το Φικάρδου, είναι ολόκληρο κηρυγμένο αρχαίο μνημείο. Το ίδιο και πυρήνες μερικών άλλων χωριών, όπως η Κακοπετριά. Πολλά άλλα χωριά της οροσειράς διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία της παραδοσιακής τους αρχιτεκτονικής, που μάλιστα τα συντηρούν και τα αναπαλαιώνουν. Μεταξύ των παλαιών κατασκευών, στην οροσειρά απαντώνται και κατάλοιπα πολλών νερόμυλων.

 

Εκτός από αρκετούς ναούς, ανακηρυγμένα αρχαία μνημεία είναι και μερικά παλαιά γεφύρια της οροσειράς, όπως εκείνα του Τζιελεφού και της Ελιάς. Επίσης στην οροσειρά του Τροόδους απαντώνται και οι διάφοροι καταρράκτες που υπάρχουν στην Κύπρο, οι καταρράκτες του Μέσα Ποταμού, των Καληδονίων στις Πλάτρες, εκείνος του χωριού Άγιοι Βαβατσινιάς, εκείνος του χωριού Ακαπνού. Από τα βουνά του Τροόδους πηγάζουν και οι δύο μόνοι ποταμοί της Κύπρου, δηλαδή οι δύο που έχουν νερό ολόχρονα, ο Κρυός και ο Σερράχης. Οι υπόλοιποι είναι χείμαρροι.

 

Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην οροσειρά του Τροόδους υπήρξε ανεπτυγμένος ο καλοκαιρινός τουρισμός. Τόσο Κύπριοι όσο και ξένοι έκαναν τις θερινές τους διακοπές στο βουνό, όπου είχαν αναπτυχθεί τουριστικά οι Πλάτρες, ο Πρόδρομος, ο Καλοπαναγιώτης (λόγω και ύπαρξης ιαματικών νερών), η Κακοπετριά, ο Σαϊττάς κλπ. Μεταξύ των ξένων που αρέσκονταν να κάνουν θερινές διακοπές στα θέρετρα του Τροόδους περιλαμβάνονταν και πολλές προσωπικότητες, ακόμη και ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ. Σταδιακά όμως τον περισσότερο τουρισμό κέρδισε η θάλασσα και αναπτύχθηκαν τουριστικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, διάφορες παράκτιες περιοχές. Ωστόσο αρκετοί εξακολουθούν να προτιμούν το βουνό, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες, αφού μάλιστα το χιόνι πέφτει μόνο στην οροσειρά του Τροόδους και πολύ σπάνια στην άλλη οροσειρά, του Πενταδάκτυλου. Έτσι, το Τρόοδος συγκεντρώνει πολλούς επισκέπτες κατά τους χειμερινούς μήνες, όπου υπάρχουν και σχετικές εγκαταστάσεις για χειμερινά αθλήματα.

 

Η αστυφιλία έχει πλήξει ιδιαίτερα πολλά χωριά της οροσειράς του Τροόδους, τα οποία και φθίνουν. Ωστόσο πολλοί, ντόπιοι και μη, είτε έχουν κτίσει εξοχικά στο βουνό είτε έχουν αναπαλαιώσει παλαιά παραδοσιακά σπίτια στα χωριά, όπου και διαμένουν περιστασιακά. 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στα χωριά της οροσειράς του Τροόδους είναι που παράγονται ακόμη διάφορα παραδοσιακά είδη, κυρίως παράγωγα του σταφυλιού (ζιβανία, κρασί, σουτζιούκκος, κκιοφτέρκα, σταφίδες), διάφορα είδη παραδοσιακών κουλουριών (λ.χ. τα λεγόμενα «αρκατένα»), διάφορα είδη παραδοσιακών γλυκών κλπ. Εξάλλου η ίδρυση και λειτουργία μικρών τοπικών οινοποιείων σε αρκετά χωριά, παράγει πολύ καλής ποιότητας κρασί, με βάση και την πολύ μεγάλη και παλαιά εμπειρία της όλης περιοχής.

 

Νέα στοιχεία για το Τρόοδος: Σύμφωνα προς ενδείξεις που προέκυψαν από έρευνες μονάδας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενδεχομένως στην οροσειρά του Τροόδους να είχαν κατοικήσει άνθρωποι από το 12000 π.Χ. ή και ενωρίτερα. Η σχετική ανακοίνωση του Πανεπιστημίου, που έγινε τον Γενάρη του 2011, αναφέρει ότι φαίνεται πως τα αρχαιότατα εκείνα χρόνια δεν είχαν κατοικηθεί μόνο οι πεδινές εκτάσεις της Κύπρου και κυρίως οι ακτές, αλλά και τα ορεινά.

 

 Γνωρίζουμε ότι η οροσειρά του Τροόδους φιλοξενούσε οικισμούς κατά την Αρχαιότητα και ήταν καλά γνωστή ιδίως κατά τους Κλασικούς χρόνους και μετέπειτα. Αρχαίοι τάφοι σε διάφορες περιοχές, αποτελούν μαρτυρίες. Επίσης αναφορές σε αρχαίες γραπτές πηγές δείχνουν ότι η οροσειρά όχι μόνο ήταν γνωστή αλλά και είχε μελετηθεί. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, κάνει λόγο για το πλήθος των βοτάνων της οροσειράς. Εξάλλου τα αρχαιότατα μεταλλεία χαλκού βρίσκονταν όλα στις κατώτερες πλαγιές της οροσειράς. Τοπωνύμια εξάλλου, παραπέμπουν στην Αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα η κορυφή Αφάμης, της οποίας η ονομασία προέρχεται από το επίθετο Ευφήμιος του Διός, ο οποίος θα πρέπει να λατρευόταν με ναό στην κορυφή αυτή, στην οποία υπάρχουν και αρχαίοι τάφοι.

 

Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αφορά στο πόσο νωρίς ή από πότε είχαν ιδρυθεί οικισμοί στην οροσειρά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι αρχαιότεροι νεολιθικοί οικισμοί που βρέθηκαν και ανασκάφηκαν στην Κύπρο, είχαν όλοι ακμάσει στα ή κοντά στα παράλια. Δεν βρέθηκε στην οροσειρά του Τροόδους, ή τουλάχιστον στα ψηλότερα μέρη της, τόσο αρχαίος οικισμός.

 

Βεβαίως δεν είναι γνωστό το από πότε είχε κατοικηθεί η ίδια η Κύπρος. Οι μέχρι τώρα ανασκαφές και έρευνες παραπέμπουν έως και την 12η π.Χ. χιλιετία, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται και αρχαιότερη κατοίκηση. Σύμφωνα προς τη μονάδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, φαίνεται ότι τόσο αρχαία κατοίκηση δυνατό να υπήρξε και στην οροσειρά του Τροόδους, δηλαδή και στα ορεινά και όχι μόνο στα πεδινά του νησιού.

 

Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων της Unesco: Το Γεωπάρκο Τροόδους βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Κύπρου και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα φύσης και πολιτισμού, αλλά και το μεγαλύτερο βιότοπο στη μεγαλόνησο. Κατά την τελετής λήξης των εργασιών του 4ου Συνεδρίου του Δικτύου Γεωπάρκων Ασίας-Ειρηνικού, στην πόλη Totori της Ιαπωνίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 2015,  συμπεριλήφθηκε στο Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων της Unesco, ως ένα τεράστιο θεματικό πάρκο που αναδεικνύει την πλούσια γεωλογική και μορφολογική ιστορία του τόπου, τη χλωρίδα και την πανίδα του, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα μια ενιαία αρχιτεκτονική, πολιτισμική κληρονομιά και ταυτότητα των ανθρώπων που έζησαν στις πιο ψηλές γωνιές της Κύπρου.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image