Ψιμολόφου

Image

Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας μέχρι το 1946 και στη συνέχεια αμιγές ελληνικό, περί τα 16 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Λευκωσίας.

 

Η Ψημολόφου είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 320 μέτρων. Το τοπίο της, με λίγες εξαιρέσεις, είναι καμπίσιο με μια μικρή κλίση από τα νότια προς τα βόρεια. Γύρω από το χωριό υπάρχουν επίσης μερικοί απομονωμένοι τραπεζοειδείς λόφοι που οι κάτοικοι τους αποκαλούν «βουνά». Αυτοί οι τραπεζοειδείς λόφοι - απομεινάρια μιας παλαιάς πιο ψηλής επιφάνειας της Ψημολόφου - είναι ίσως οι καλύτεροι τραπεζοειδείς σχηματισμοί που διασώζονται στην Κύπρο. Εξάλλου κατά μήκος των δυτικών συνόρων του χωριού ρέει ο ποταμός Πηδιάς, στα νερά του οποίου η Ψημολόφου οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη και την ανάπτυξή της.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), το σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου) και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες και προσχωσιγενή εδάφη.

 

Η Ψημολόφου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 350 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνται τα εσπεριδοειδή, διάφορα φρουτόδεντρα (κυρίως καϊσιές, συκιές, δαμασκηνιές και χρυσομηλιές), οι ελιές, τα λαχανικά, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και λίγα όσπρια. Στην περιοχή του χωριού ανορύχθηκαν αρκετές διατρήσεις που, μαζί με τη χρησιμοποίηση των νερών του ποταμού Πηδιά, συνέβαλαν στην άρδευση αρκετών εκτάσεων γης.

 

Η Ψημολόφου συνδέεται οδικά στα βόρεια με το χωριό Πάνω Δευτερά (περί τα 3 χμ.) και μέσω του με την πρωτεύουσα, στα νότια με το χωριό Πέρα Ορεινής (περί τα 3,5 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Επισκοπειόν (περί τα 3 χμ.).

 

Το χωριό, λόγω κυρίως της μικρής του απόστασης από τη Λευκωσία, γνώρισε σχεδόν συνεχή πληθυσμιακή αύξηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 342 
1891 375 
1901 424 
1911 444 
1921 435 (415 Ελληνοκύπριοι και 20 Τουρκοκύπριοι) 
1931 476 (457 Ελληνοκύπριοι και 19 Τουρκοκύπριοι) 
1946 519 (498 Ελληνοκύπριοι και 21 Τουρκοκύπριοι) 
1960 537 (535 Ελληνοκύπριοι, 1 Τουρκοκύπριος και 1 άλλης εθνικότητας) 
1973 588 (όλοι Ελληνοκύπριοι) 
1976 836 
1982 846 
1992 1.120 
2001 1.358 
2011 1.626
2021 1914

 

Στον πυρήνα του αρχικού οικισμού διατηρούνται αρκετά σπίτια κτισμένα με την παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική ενώ στην περιφέρεια ανεγείρονται συνεχώς σύγχρονες οικοδομές.

 

Ιστορικά στοιχεία

Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Σε παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Psemelofo και ως Psomelofo. Ήταν μάλιστα σημαντικό φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και μνημονεύεται στις πηγές.

 

Κατά τον ντε Μας Λατρί, το χωριό Psimolof (και Psimolopho) ήταν ένα από εκείνα που είχαν, στις αρχές της περιόδου της Φραγκοκρατίας, παραχωρηθεί στους Ναΐτες ιππότες. Μετά τη διάλυση του τάγματος των Ναΐτών, στις αρχές του 14ου αιώνα, το χωριό περιήλθε στην κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών. Λίγο αργότερα αναφέρεται ως φέουδο του Charles de Lusignan και του γιου του Philippe (και οι δυο μέλη της βασιλικής οικογένειας των Λουζινιανών).

 

Βλέπε λήμμα: Λουζινιανοί

 

Υστερότερα το χωριό παραχωρήθηκε στον Λατινικό πατριαρχικό θρόνο Αντιόχειας απ' όπου το αφαίρεσε μετά το 1460 ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β' ο Νόθος. Την τελευταία αυτή πληροφορία δίνει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος (Διήγησις..., έκδοση «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 129):

 

...Καί ες τό ατόν ξύλον [= καράβι] τον πατριάρχης πο  χει τό Ψημολόφου. Καί νταν ρτεν ρέ Τζάκ σήκωσεν ολους τά χωργία, καί σήκωσεν καί κενον ۬ καί σον τό μαθεν πατριάρχης, πεψεν ναν μαντατοφόρον, διά νά τό πάρ, καί δέν μπόρησεν ۬ καί πάκτωσέν το ρήγας διά διακόσια δουκάτα τόν χρόνον πέ τόν πατριάρχην...

 

Συνεπώς, κατά τον Βουστρώνιο, ο βασιλιάς Ιάκωβος Β' είχε μεν αφαιρέσει το χωριό από τον πατριάρχη αλλά στη συνέχεια το νοίκιασε έναντι 200 δουκάτων τον χρόνο, από τον ίδιο. Επρόκειτο, φαίνεται, για ένα συμβιβασμό μεταξύ πατριάρχη και Ιακώβου Β'.

 

Ο ιστορικός του 16ου αιώνα Φλώριος Βουστρώνιος αναφέρει το χωριό, γράφοντας την ονομασία του ως Psimolopho και Psimolofo. Σημειώνει ότι το χωριό ήταν μεταξύ των όσων κατείχε το Τάγμα των Ναϊτών ιπποτών και που το 1313, μετά τη διάλυση του Τάγματος αυτού, παραχωρήθηκαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών. Φαίνεται ότι η Ψημολόφου ήταν διοικητικό κέντρο των Ναϊτών στην περιοχή, αφού ο Φλώριος αναφέρει την ύπαρξη Ναΐτη διοικητή στο χωριό το 1308. Κατά τα τέλη της περιόδου της Φραγκοκρατίας, ωστόσο, το χωριό μετετράπη σε ιδιωτικό φέουδο. Συγκεκριμένα ο Φλώριος, αναφερόμενος στην αναδιανομή των φέουδων στην οποία είχε προβεί ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β΄ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, σημειώνει ότι τότε η Ψημολόφου παραχωρήθηκε σε μία ευγενή, τη λαίδη Έλενα Ζάππε.

 

Το χωριό αναφέρεται και σε έγγραφο του Αυγούστου του 1326. Το έγγραφο αποτελούσε οδηγία από τον Λατίνο πατριάρχη Ιεροσολύμων (που διαβιούσε στη Λευκωσία) προς τον επίσκοπο Πάφου και τον καρδινάλιο του Αγίου Παύλου Αντιοχείας για να διερευνήσουν κατά πόσο η δεκάτη (ειδική φορολογία την οποία στην περίπτωση αυτή καρπωνόταν η Λατινική Εκκλησία) της Ψημολόφου ξεπερνούσε τα 120 χρυσά φλορίνια τον χρόνο. Το έγγραφο παραθέτει ο Emmanuel G. Rey (Recherches Geographiques et Historiques sur la domination des Latins en Orient, Paris, 1877, pp. 66 -67).

 

Βλέπε λήμμα: Λατινική εκκλησία της Κύπρου

 

Εάν όμως το χωριό είχε περιέλθει στην κατοχή των Ιωαννιτών το 1310, μετά τη διάλυση του τάγματος των Ναϊτών, φαίνεται ότι πολύ σύντομα μεταβιβάστηκε στη Λατινική Εκκλησία των Ιεροσολύμων (σε μια προσπάθεια, προφανώς, να βοηθηθεί οικονομικά, αφού το βασίλειο των Ιεροσολύμων είχε ήδη πληγεί καίρια από τους Μουσουλμάνους.

 

Κατά τα τέλη του 15ου αιώνα (περίοδος Βενετοκρατίας) η Ψημολόφου αποτελούσε ιδιωτικό φέουδο του Πέτρου Λαζέ (Lase), της γνωστής μεσαιωνικής οικογένειας Λαζέ. Ο Πέτρος Λαζέ, τελευταίο γνωστό μέλος της οικογένειας, έφερε τον τίτλο του λόρδου της Ψημολόφου (lord of Psimolofo). Την πληροφορία γνωρίζουμε από έγγραφο που σώθηκε. Επρόκειτο για αίτηση του Λαζέ προς τις βενετικές αρχές σχετικά με την τύχη της περιουσίας του που περιοριζόταν μόνο στην κατοχή της Ψημολόφου. Σύμφωνα και προς τις διατάξεις των Ασσιζών, ο Πέτρος ντε Λαζέ ζητούσε τη μεταβίβαση της περιουσίας του (φέουδο Ψημολόφου) στον πρωτότοκο γιο του' ανέφερε ακόμη ότι είχε και μια παντρεμένη κόρη που θα κληρονομούσε το φέουδο υπό ορισμένες περιστάσεις.

 

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς το χωριό περιήλθε στην κατοχή της οικογένειας Λαζέ, που προφανώς το είχε αγοράσει.

 

Παραγωγή ελαιόλαδου

Κατά την περίοδο πάντως αυτή είχε προωθηθεί η καλλιέργεια της ελιάς στην περιοχή της Ψημολόφου και η παραγωγή ελαιολάδου. Είχαν φυτευτεί πολλά τέτοια δέντρα, μερικά μάλιστα απ' αυτά υπάρχουν, υπεραιωνόβια, ως σήμερα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αρκετή εύφορη γη της Ψημολόφου είχε περιέλθει στην κατοχή Τούρκων αγάδων, στο δε χωριό είχαν εγκατασταθεί και Τούρκοι, των οποίων απόγονοι ζούσαν στη Ψημολόφου μέχρι και τη δεκαετία του 1940.

 

Βλέπε λήμμα: Ελιά- ελαιόλαδο

 

Κατά την ίδια περίοδο απέκτησε στην περιοχή του χωριού μεγάλη κτηματική περιουσία το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Προς το μοναστήρι παραχωρούνταν κτήματα και χωράφια από τους Ψημολοφίτες, προκειμένου να σωθούν από την αρπακτικότητα των Τούρκων. Το μοναστήρι ίδρυσε στη Ψημολόφου μεγάλο μετόχι που περιελάμβανε και ευρύχωρο κτίριο με πολλά δωμάτια για διαμονή των καλογήρων, αποθήκες και άλλα υποστατικά. Αργότερα η περιουσία του μοναστηριού εκποιήθηκε και σταδιακά αποκτήθηκε πάλι από τους κατοίκους του χωριού ή και άλλους.

 

Η Ψημολόφου ήταν επίσης φημισμένη για τη βυρσοδεψία της. Στο χωριό υπήρχαν βυρσοδεψεία, εκ των οποίων το τελευταίο λειτούργησε μέχρι τον Αύγουστο του 1984 οπότε κι έκλεισε.

 

Βλέπε λήμμα: Βυρσοδεψία

 

Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στην Παναγία, ήταν παλαιό οικοδόμημα που ξανακτίστηκε το 1847. Από την αρχαιότερη εκκλησία παρέμειναν λίγα ίχνη με τοιχογραφίες. Στην περιοχή γύρω από το χωριό υπήρχαν και διάφορα ξωκλήσια (Αγίου Δημητριανού, Αγίου Γεωργίου, Σταυρόπετρας και άλλα) που όμως ερημώθηκαν. Ο G. Jeffery (1918) αναφέρει ειδικά την μονόθολη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στα ανατολικά της είχαν ανακαλυφθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των Μεσαιωνικών χρόνων (υπόγεια στοά με αψίδες) που καλύφθηκαν όμως με χώμα για να δημιουργηθεί ένα αλώνι.

 

Κατά το β' μισό του 19ου αιώνα παιδιά από τη Ψημολόφου φοιτούσαν σε ιδιωτικό σχολείο στα γειτονικά Πέρα. Μετά την αγγλική κατοχή (1878) ιδρύθηκε σχολείο στο χωριό.

 

Η ονομασία του χωριού γράφεται Ψημολόφου αλλά και Ψιμολόφου, αφού υπάρχουν διάφορες εκδοχές ως προς την προέλευσή της. Κατ' άλλους προέρχεται από το όψιμος λόφος, τοποθεσία όπου λέγεται ότι η παραγωγή δημητριακών είναι όψιμη αφού τα στάχια ωριμάζουν αργότερα απ' ό,τι σε άλλες περιοχές. Κατ' άλλη εκδοχή, η ονομασία προήλθε από τον χαρακτηρισμό ενός λόφου της περιοχής ως ψηλού (ψηλός λόφος, Ψηλολόφου, Ψημολόφου). Πρόκειται για λόφο που δεσπόζει πράγματι της περιοχής, σ' αυτόν δε υπάρχουν αρχαίοι τάφοι αλλεπάλληλα συλημένοι κατά το παρελθόν. Μια τρίτη εκδοχή σχετίζεται επίσης με τον ίδιο αυτό λόφο, που έχει σχήμα ψωμιού (οπότε έχουμε αρχική ονομασία Ψωμολόφου). Πάντως παλαιότερα το χωριό ήταν γραμμένο κι ως Psomolophou. Ο ντε Μας Λατρί θεωρεί, πάλι, ότι η ονομασία προήλθε από τη φράση ύψωμα λόφου (;).

 

Το χωριό βρίσκεται κοντά στην τοποθεσία όπου υφίστατο η αρχαία πόλη Ταμασσός. Ως την περιοχή της Ψημολόφου εκτεινόταν η Ταμασσός με τα περίχωρά της. Και βέβαια στην περιοχή υφίστανται αρχαιολογικοί χώροι, που όμως δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί με συστηματικές ανασκαφές.

 

Βλέπε λήμμα: Ταμασσός

 

Το 1996, με ιδιωτική πρωτοβουλία κατοίκου της Ψημολόφου και με την επίβλεψη του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ερευνήθηκε και καθορίστηκε ο χώρος της ερειπωμένης μικρής εκκλησίας του Σταυρού. Ήλθαν στο φως τα κατάλοιπα της μικρής αυτής εκκλησίας των Βυζαντινών Χρόνων (πιθανώς του 11ου ή 12ου αιώνα), ενώ κάτω από το δάπεδό της βρέθηκαν τρεις τάφοι με υπολείμματα πέντε σκελετών. Μεγάλος αριθμός από μικρά έγχρωμα κομμάτια γύψου, φανερώνει ότι εσωτερικά ο ναός ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, από τις οποίες δεν έχει σωθεί τίποτα. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια