Κικκίδου - Παπαδοπούλου Νίκη

Image

Η Νίκη Παπαδοπούλου – Κικκίδου αποτελεί μια θρυλική παρουσία στην αντίσταση ενάντια   στη γερμανική κατοχή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι, ίσως, η μόνη Κυπρία που συνελήφθη από τις δυνάμεις του άξονα, καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο, ποινή που μετά από έφεση μετατράπηκε  σε φυλάκιση τριάντα ετών και παρέμεινε στα μπουντρούμια των φυλακών του Μουσολίνι τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ημέρα που απελευθερώθηκε από τα συμμαχικά στρατεύματα.

 

Γεννήθηκε στην Πάφο το 1918 (το γένος Τορναρίτη από τη Λεμεσό). Μετά την αποφοίτησή της από το Γυμνάσιο Πάφου, συνέχισε τις σπουδές της στην   Οδοντιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε η κατοχή και η αθλιότητα που έφεραν στη χώρα τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα. Μπροστά στις κακουχίες και τα βάσανα που υπέφερε ο ελληνικός λαός από τη σκληρή τυραννία που επέβαλαν οι Γερμανοί, η Νίκη δευτεροετής τότε φοιτήτρια στα 19 της μόλις χρόνια, αποφάσισε να γίνει μέλος αντιστασιακής ομάδας, με το ψευδώνυμο Βίκυ. Ανάμεσα στα καθήκοντα των μελών της ομάδας της ήταν η μεταφορά φαρμάκων, κουβερτών και άλλου υλικού, αλλά πρωτίστως  η ασφαλής μεταφορά και φυγάδευση Άγγλων στρατιωτών που δρούσαν στην Ελλάδα από ένα μέρος σε άλλο, μια  αποστολή πολύ επικίνδυνη που σε περίπτωση σύλληψης συνεπαγόταν σίγουρη καταδίκη σε θάνατο.

 

Βλέπε Λήμμα 

Ελληνοιταλικός Πόλεμος 

 

Σύλληψη

Η Νίκη εκτέλεσε με επιτυχία πολλές τέτοιες αποστολές, όμως μια από αυτές στάθηκε μοιραία. Το 1941, της ανατέθηκε να μεταφέρει τρεις Άγγλους στρατιώτες από την Αθήνα στην Κυψέλη, στο ρεστοράν «Μέμτυ Αλούζ» κι από εκεί θα τους παραλάμβαναν άλλοι, για να τους μπαρκάρουν. Η αποστολή ήταν δύσκολη και πολύ επικίνδυνη, γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι Γερμανούς. Στο τέλος της αποστολής αυτής, προδόθηκε από το γκαρσόνι ενός εστιατορίου όπου σταμάτησαν για λίγο για να φάνε κάτι οι στρατιώτες που πεινούσανε τρεις μέρες. Δύο μέρες μετά, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή, ύστερα από έφεση, μετατράπηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση. Μετά την κράτησή της για ένα διάστημα στις  Φυλακές Αβέρωφ, την μετέφεραν σε ιταλικές φυλακές, κοντά στο Μπάρι. Με το νούμερο 3750, παρέμεινε στη φυλακή  για τρία χρόνια, από το1941-43. «Εκεί, όπως διηγείται η ίδια, η ζωή  τους είχε καταντήσει  σωστή κόλαση. Σταμάτησαν να είναι και να νοιώθουν σαν άνθρωποι. Τα βασανιστήρια, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, ο εξευτελισμός και η πείνα, ήταν στοιχεία καθημερινά που δεν άλλαζαν ακόμη ούτε και κατά τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές».

 

Από τις φυλακές την απελευθέρωσαν οι Σύμμαχοι το 1943, όταν   μπήκαν στην Ιταλία. Για να την εντοπίσουν βοήθησε πολύ και η ίδια. Μια μέρα προσποιήθηκε ότι είχε φρικτούς πόνους στο στομάχι   και δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία, όπως ήταν η διαταγή. Την μετέφεραν  στην πτέρυγα των φυλακών όπου βρισκόταν το νοσοκομείο. Όταν πληροφορήθηκε ότι μέσα στο Νοσοκομείο βρίσκονταν ήδη οι Αυστραλοί στρατιώτες, έριξε ένα σημείωμα από το παράθυρο, το οποίο έφθασε στα χέρια τους, και  λίγες μέρες μετά  ενήργησαν και κατάφεραν  να την απελευθερώσουν μαζί με άλλους κρατουμένους. Μετά την απελευθέρωσή της κατατάχθηκε στις βρετανικές συμμαχικές δυνάμεις και υπηρέτησε σε διάφορα νοσοκομεία της Παλαιστίνης στην περίθαλψη τραυματιών στρατιωτών.

 

Το 1949 η Νίκη Παπαδοπούλου – Κικκίδου παντρεύτηκε τον Πολύβιο Κικκίδη ,  ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων βολφραμίου και χρυσού στην Ουγκάντα και επίτιμος πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη χώρα αυτή από το 1961 μέχρι το θάνατό του το 1975. Μαζί υιοθέτησαν δυο παιδιά από την Ελλάδα.

 

Για τη μεγάλη προσφορά της στον αντικατοχικό αγώνα η Νίκη Παπαδοπούλου – Κικκίδου τιμήθηκε και παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα.

 

ΧΡ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image