Κουγιάλης Θεοκλής

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΑ ΝΗΝΕΜΩΝ

 

Αποκοιμήθηκε ο βασιλέας Νηνεμών.

Μ’ ένα βιβλίο στο χέρι

Έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς αριστερά

Έκλεισε ανεπαίσθητα τα μάτια

Και παραδόθηκε αργά αργά στην ευτυχία του ύπνου.

 

Σαν μια ιδέα χρυσαφιά το σύννεφο που κάθισε πάνω απ' το παλάτι.

Κάνει φτερά και τον σηκώνει ανάλαφρα εκεί

Όπου λευκαίνει το τραγούδι της μια κόρη πανωραία.

Απ' της καρδιάς του την πλευρά ήρθε ο κλειδούχος άγγελος

Και με πραότητα κυριακή ανοίγει τις πηγές τα στόματα πουλιών

και τις καρδιές ανθρώπων

Κι όλα λάλησαν τρυφερά κατά τη φύση και τα έργα τους.

Από τον ύπνο τον υδάτινο εγέρθη το νερό και με αυλούς δεσποτικούς

Πέταξε πάνω από λαγκάδια και βουνοκορφές

Ξυπνώντας απ' το λήθαργο νεκρούς και ζωντανούς.

 

Τέτοια μέσα στον ύπνο του έβλεπε

Ο βασιλέας Νηνεμών και σήμερα.

Όπως εχτές και πέρσι

Ξεχάστηκε μ' ένα βιβλίο στο χέρι

Που οδηγεί στη γνώση της αλήθειας και όχι στην αλήθεια

Γιατί η αλήθεια είναι άνεμος

Και ο άνεμος είναι ένα πράγμα κενό

Ο άνθρωπος όχι.

 

Επειδή ο άνθρωπος χωρίς τη γνώση της αλήθειας είναι φύλλο στον άνεμο

Και ο άνεμος είναι ένα πράγμα άστατο

Επειδή ο άνθρωπος χωρίς όνειρα είναι βάρκα στο βάλτο

Και ο βάλτος είναι ένα πράγμα ύπουλο

Επειδή ο άνθρωπος χωρίς νόμους είναι ξύλο στη θάλασσα

Και η θάλασσα είναι ένα πράγμα ακυβέρνητο

Είναι με τη γνώση της αλήθειας που θα βγούμε από την ανομία.

 

Τις μέρες που βασίλεψε ο Νηνεμών

Πρωτότοκος υιός του μύστη Τηλαυγών και της σεπτής Ιεροδάμης

Γνώρισε ο λαός ευμάρεια,

Και χάρηκε όνειρο πολύ

Γιατί ο λαός είναι άνεμος

Και ο άνεμος χωρίς προορισμό είναι ένα πράγμα μάταιο

Και ο λαός χωρίς όνειρα

Είναι ένα πράγμα κενό.

 

ΘΕΟΚΛΗΣ ΚΟΥΓΙΑΛΗΣ

«Εικονίσματα»