Αρμένιοι

Εγκαταστάσεις Αρμενίων επί Ιωάννη Κομνηνού

Image

Μεταφορά κι εγκατάσταση Αρμενίων στην Κύπρο που αναφέρεται στις πηγές, έγινε και στα 1136/8, όταν ο Ιωάννης Β' Κομνηνός είχε εκστρατεύσει κατά της Μικρής Αρμενίας. Με εντολή του, μεταφέρθηκε στην Κύπρο ολόκληρος ο αρμενικός πληθυσμός μιας πόλης, της Τελ Χαμντούν (Tell Hamdun) στη νότια Κιλικία. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τους λόγους που είχαν επιβάλει τη μετακίνηση αυτή, ούτε για τον ακριβή αριθμό και την κοινωνική κατάσταση των αποίκων. Θεωρείται πιθανό ότι οι νέοι Αρμένιοι άποικοι σχετίζονταν και πάλι προς το στρατιωτικό επάγγελμα, δεδομένου ότι ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να τους χρησιμοποιεί εκτεταμένα. Τούτο επιβεβαιώνεται και από σχετικές αναφορές σε διάφορα χρονικά, σύμφωνα προς τις οποίες στις τάξεις των στρατευμάτων του Ισαάκιου Κομνηνού που αντιμετώπισαν τα στρατεύματα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου στη Λεμεσό (Μάιος του 1191), περιλαμβάνονταν Έλληνες και Αρμένιοι πολεμιστές. Αναφέρεται ακόμη ότι τον Ιούνιο του 1191, μετά την αναχώρηση από την Κύπρο του νικητή Ριχάρδου, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Κύπρου επαναστάτησαν με πρόθεση να επανεγκαθιδρύσουν τη βυζαντινή μοναρχία στο νησί.

 

Βλέπε λήμμα: Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος

 

Όλες αυτές οι μαρτυρίες κατατείνουν στην παρουσία Αρμενίων ακτοφυλάκων στην Κύπρο κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, θα μπορούσαμε κατ' αναλογία να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούνταν και ως φρουροί ορεινών περιοχών της ίδιας εθνικότητας, και ότι ήσαν τέτοια άτομα που οι Αρμένιοι, οι οποίοι έφευγαν από τη Λεμεσό προς τα βουνά, πήγαιναν ίσως να ενωθούν μαζί τους. Τέτοιοι Αρμένιοι θα ήσαν μεταξύ αυτών που είχε φέρει ο Ισαάκιος στην Κύπρο από την Αρμενία το 1185 - κι ας μη ξεχνούμε ότι η σύζυγός του ήταν κόρη του Thoros της Αρμενίας και ότι είχε στενές, τόσο φιλικές όσο και εχθρικές, σχέσεις με τους Αρμενίους - αλλά τουλάχιστον μερικοί απ' αυτούς ίσως να ήσαν απόγονοι Αρμενίων αποίκων παλαιότερων εποχών, αυτών δηλαδή που είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο είτε το 578 είτε το 1137, ή σε άλλες ακαθόριστες περιπτώσεις στο μεταξύ, που θεωρείται ότι ήσαν συχνές, κυρίως από τον 11ο αι. Οι λόγοι γι’ αυτή τη θεωρία είναι:

α) η εγκαθίδρυση του βασιλείου της Μικρής Αρμενίας στην Κιλικία αυτή την εποχή, που η Κύπρος είχε απ' ευθείας επαφές, και

β) η εκτεταμένη ανάπτυξη αρμενικών κοινοτήτων μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

 

Χωρίς αμφιβολία οι λόγοι αυτοί είναι ορθοί, αλλά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την έκταση και τη φύση των αρμενικών αποικιών στην Αυτοκρατορία, περιλαμβανομένης της Κύπρου. Το βασικό σημείο για τέτοια ερμηνεία είναι σίγουρα η ειδική στρατιωτική ικανότητα και επιδεξιότητα των Αρμενίων, που τους έκανε περιζήτητους στρατιώτες, κυρίως για υπηρεσία ως φρουροί σε ορεινά στενά, σε λόφους και σε ακτές, καθώς και εργάτες ορυχείων, ανιχνευτές, τοξότες και ιππείς καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι και την Οθωμανική εποχή.

Δυο σημαντικοί αρμενικοί στρατιωτικοί οικισμοί, στην Πρίνην και στο Πλατάνιον, είχαν προμηθεύσει σημαντικό αριθμό στρατευμάτων για την εκστρατεία του Ιμέριου εναντίον της Κρήτης στα 911-912 και για την εκστρατεία του ίδιου εναντίον της Κρήτης και της Συρίας στα 948/9. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά στα 961, ο τελευταίος εγκατέστησε εκεί ως φρουρά αριθμό Ελλήνων και Αρμενίων μαζί με άλλους. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι παρόμοιος στρατιωτικός αποικισμός μεικτών στοιχείων, περιλαμβανομένων Αρμενίων, έγινε και στην Κύπρο μετά την ανάκτησή της από τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη στα 956 ή 964, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά στην Κιλικία, ή ακόμη και από άλλους στρατηγούς προηγουμένως. Αποτέλεσμα ενός τέτοιου στρατιωτικού αποικισμού, περίπου αυτή την εποχή, πρέπει να είναι οι αρμενικοί οικισμοί στην Κύπρο που μνημονεύονται από τον Στέφανο Λουζινιανό τον 16ο αιώνα: Πλατάνι. Κορνόκηπος, Σπαθαρικό κ.α. Επίσης της ίδιας περιόδου πρέπει να είναι και η ίδρυση κι άλλων οικισμών όπως το Πατρίκι, το Αρμενοχώρι κ.α. Εκτός από τις ιστορικές συγκυρίες, η ελληνοβυζαντινή μορφή των ονομασιών αυτών κατατείνει περισσότερο προς τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ η Λατινική περίοδος πρέπει ν' αποκλειστεί τελεσίδικα.

 

Όμως η απουσία στις βυζαντινές πηγές οποιασδήποτε αναφοράς σε τέτοιες εγκαταστάσεις αποίκων στην Κύπρο τον 10ο αιώνα, σ' αντίθεση προς τη λεπτομερή περιγραφή της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη το 961, μπορεί ν' αποδοθεί στη μη συγκριτικότητα της στρατιωτικής θέσης των δυο νησιών, με την Κύπρο να είναι μια ουδέτερη περιοχή μεταξύ αντιπάλων δυνάμεων.

 

Από σχετικές αναφορές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ωστόσο, μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

α) Το Πλατάνιον βρισκόταν πιθανόν κοντά στη Σελεύκεια, απέναντι από την Κύπρο. Απ' εκεί ήταν εύκολη η διαπεραίωση στις κυπριακές ακτές. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αντίστοιχος κυπριακός οικισμός εμφανίζεται σε κείμενα και χάρτες είτε ως Πλατάνιον είτε ως Πλατάνι, δηλαδή και στις δυο μορφές που χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η τοποθεσία του οικισμού αυτού (κοντά στο Λευκόνοικο), είναι στρατηγική, ελέγχοντας ένα στενό πέρασμα που οδηγεί από τη βόρεια ακτή στην πεδιάδα της Μεσαορίας, και πρέπει να είχε επιλεγεί με πολλή προσοχή από κάποιο στρατηγικό μυαλό.

 

β) Η Πρίνη ήταν, πιθανότατα, η ίδια με την αρχαία Πριήνη.

 

γ) Ο Βυζαντινός επίσημος, υπεύθυνος για το Πλατάνιον, ήταν ο ίδιος Αρμένιος, ο Θεόδωρος πρωτοσπαθάριος ὁτοῡΠαγκράτη. Αρμένιοι ήσαν επίσης ο πατρίκιος Κρινίτης, γνωστός και ως Μούσερε, κι ο πρωτοσπαθάριος Λέων καί ἂρχων τῆς Κύπρου ὁτοῦΣυμβατίκη της αρμενικής βασιλικής οικογένειας Smbat από το Άνι. Ο Λέων διορίστηκε άρχων της Κύπρου το 910/911 αν και, σύμφωνα προς μια άλλη άποψη, κυβερνούσε την Κύπρο από το Βυζάντιον.

 

Η συσσώρευση πολλών αλληλοσχετιζόμενων Αρμενο-Βυζαντινών επισήμων που διοικούσαν αρμενο-βυζαντινά στρατεύματα στην Κύπρο ή σε σχέση με την Κύπρο κατά τον 10ο αιώνα, καθιστά περισσότερο από βέβαιο ότι εγκατέστησαν μερικά από αυτά στο νησί για καλά. Αν το Πατρίκι στην Καρπασία, σε στρατηγικά κρισιμότατο σημείο, δεν αποικίσθηκε από τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη στα 964/5, τότε θα πρέπει να το είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Μιχαήλ ο Ουρανός ή ο πατρίκιος Κρινίτης του Mούσερε (948/9) ως μέτρο υποστήριξης προς την Συριακή εκστρατεία αυτό τον χρόνο, παρόμοιο με την προηγούμενη συμβολή του Λέοντος στην εκστρατεία του Ιμέριου, στα 910/911. Έτσι ονομάστηκε τά Πατρικίου. Ωστόσο ο πληθυσμός του φαίνεται να απετελείτο πάντοτε από Έλληνες, γιατί δεν υπάρχει μαρτυρία για το αντίθετο, όπως στην περίπτωση των οικισμών Σπαθαρικό, Πλατάνι και Κορνόκηπος. Όσον αφορά το Σπαθαρικό, που βρίσκεται σε εξίσου στρατηγική θέση (στο δρόμο από τη Σαλαμίνα στην Καρπασία), θα είχε ιδρυθεί, όπως κι ο γειτονικός Άγιος Γεώργιος Σπαθαρικού από κάποιον σπαθάριο, που θα μπορούσε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του πρωτοσπαθάριου Λέοντος του Συμβατίκη, ή λιγότερο πιθανό του πρωτοσπαθάριου Θεόδωρου του Παγκράτη. Αν αρχικά ονομαζόταν Πρωτοσπαθαρικόν, το συνθετικό Πρώτο- θα μπορούσε εύκολα να παραλειφθεί στο λόγο, για να περικοπεί η έκταση της λέξης. Θα εισηγούμαστε περαιτέρω ότι η ονομασία Πλατάνι για τον οικισμό κοντά στην Κυθρέα θα μπορούσε να καταδείξει ότι ενώ ο πληθυσμός του απετελείτο από Αρμένιους Πλατανιώτες, ο πληθυσμός των άλλων οικισμών που αναφέρονται, απετελείτο είτε από Έλληνες ή Μαρδαΐτες ανάμεικτους με Αρμένιους, είτε μόνο από Αρμένιους άλλων περιοχών όπως η Πριήνη ή το Θρακήσιον ή η Σεβάστεια κ.ά. Στο Πλατάνι συνέβησαν πολλές περιπτώσεις κρυπτοχριστιανισμού - όπως και σ' όλα αυτά τα χωριά - και υπάρχουν αναμνήσεις παλαιών Αρμενίων κατοίκων και των προπατόρων τους. Η ύπαρξη των μοναστηριών του Αγίου Μακαρίου και του Αγίου Φωκά κοντά στο Πλατάνι δεν μπορεί να είναι τυχαία. Γενικά, αν ψάξει κανένας κάτω απ' τους «Τούρκους» τέτοιων χωριών, θ' ανακαλύψει τους Αρμένιους. Από μερικά παραδείγματα που γνωρίζουμε, υποθέτουμε ότι το ίδιο συμβαίνει με μερικούς κατοίκους του Αρμενοχωριού, ανατολικά της Λεμεσού, όχι μακριά από την ακτή (άλλη μια στρατηγική τοποθεσία).

 

Αναφορικά με το χωριό Μούσερε θα μπορούσε να γίνει συσχετισμός με κάποιο μέλος της οικογένειας Μούσερε˙ σαν τέτοιο θα μπορούσε να ήταν ο στρατηγός ή άρχοντας της Κύπρου Αλέξιος Μούσερε, που αναφέρεται από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Σύμφωνα με αυτόν, «ὁἐμός πάππος Βασίλειος εἰς θέματος τάξιν αὐτήν [Κύπρον] κατέστησε καί διεπέρασεν ἐν αὐτῇ  Ἀλέξιον στρατηγόν ἐκεῖνον τόν περιβόητον τό γένος Ἀρμένιον, ὃς καί ἐκράτησεν αὐτῆς χρόνους ἑπτά». Ο Βασίλειος ήταν ο Βασίλειος Α' (867 - 886) και Αλέξιος κάποιος Μούσερε, γαμπρός του Θεοφίλου και της Θεοδώρας, αλλά ο χρόνος αποστολής του στην Κύπρο φαίνεται να είναι το 853 ή το 849, οπότε σημαντικοί αριθμοί στρατευμάτων είχαν σταλεί στο νησί ως φρουρά υπό τον Μούσερε, και τέτοια στρατεύματα θα περιλάμβαναν και Αρμένιους. Το Μούσερε θα ήσαν περιουσία του Αλεξίου, όπου ίσως είχαν εγκατασταθεί μερικοί από τους στρατιώτες του. Πάντως υφίσταντο στη Λατινική περίοδο.

 

Η Αρμίνου που ως τώρα δεν έχει τελεσίδικα ετυμολογηθεί, ίσως να σημαίνει «χωριό που ανήκει σε Αρμένιο», από το λατινικό Herminii.

 

Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι σε κάθε αρμενική αποικία όλες οι κοινωνικές τάξεις φαίνεται να αντιπροσωπεύονταν, και κάθε μια από τις τάξεις αυτές ειδικευόταν σε ένα στρατιωτικό κλάδο.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια