Βυζάντιο και Κύπρος

Αγία Ελένη και Κύπρος

Image

Σημαντικότατες συνέπειες για την μετέπειτα εξέλιξη του νησιού είχε η συσχέτισή του προς την «αποστολή» της αγίας Ελένης, μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στους Αγίους Τόπους για ανεύρεση του τάφου του Χριστού και του Σταυρού του. Η βασιλομήτωρ φέρεται από την κυπριακή και την ιεροσολυμιτική εκκλησιαστική παράδοση ότι κατά την μετάβαση και επιστροφή της από την Ιερουσαλήμ (326 - 327) πέρασε από την Κύπρο, που τότε μαστιζόταν από δεινά —ανομβρία, πείνα, φίδια, ερήμωση — τα οποία εξαλείφθηκαν με την ίδρυση από την βασιλομήτορα μοναστηριών και εκκλησιών που προίκισε με τίμιο ξύλο. Έχει ήδη αποδειχθεί ότι τέτοια ερήμωση και δεινά στο νησί δεν μαρτυρούνται στα προ του 326 χρόνια, που απεναντίας ήταν εποχή ακμής, τεκμηριωμένης από την πολυπρόσωπη συμμετοχή της Κυπριακής Εκκλησίας στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας στα 325 μ.Χ. (αδύνατη χωρίς πολλές ακμαίες επισκοπές), και τον σημαντικό στόλο που έδωσε η Κύπρος στον Λικίνιο στα 323/4, που αναλογικά ανεβάζει τον πληθυσμό της στα επίπεδα εκείνων της Καρίας και της Βιθυνίας. Αν συνέβησαν καταστροφές και δεινά στο νησί, αυτά δεν μπορούν να χρονολογηθούν πριν από τους σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ., που εύκολα μπορούσαν, τουλάχιστον ο πρώτος, να οδηγήσουν σε ανομβρία, πείνα, ερήμωση και φίδια. Από τους σεισμούς διεσώθησαν ιδιωτικά και δημόσια κτίρια του 3ου αι. που επιδιορθώθηκαν, ενώ οι πόλεις που ανοικοδομήθηκαν έλαβαν τώρα χριστιανικό χαρακτήρα, ιδίως η Κωνσταντία - Σαλαμίς. Η πείνα που αναφέρουν οι χρονογράφοι, έπληξε και όλη την γύρω Ανατολή, προκαλώντας εξεγέρσεις όχι στα 324 όπως νομίζει ο G. Hill (Ι, σ. 246), αλλά στα 333, ένα χρόνο μετά τον σεισμό του 332, που κατέστρεψε περιοχές στις γύρω χώρες, τη Σαλαμίνα και πολλά μέρη της Κύπρου· πάντως όχι το Κούριον και την Πάφο, που πλήγηκαν γύρω στα 370 από άλλο σεισμό. Τότε ακριβώς διετάχθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο η διανομή μερίδων σίτου (σιτομέτριον) σε πολλές πόλεις όπως η Αντιόχεια μέσω των κατά τόπους Εκκλησιών, για συντήρηση των χηρών, των πτωχών και των ξένων. Για θεραπεία των δεινών της σεισμόπληκτης Κύπρου και ανόρθωση της οικονομίας της, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έστειλε τον «δούκα» Καλόκαιρο που όμως γρήγορα απέβη «τύραννος» και αποσχίσθηκε από την αυτοκρατορία. Πιθανότατα ο Καλόκαιρος εκμεταλλεύθηκε δυσαρέσκειες του πληθυσμού με τον αυτοκρατορικό χειρισμό των δύσκολων προβλημάτων του σεισμού, για να επιχειρήσει το αποσχιστικό του κίνημα. Για να καταστείλει το κίνημα ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλε τον συγγενή του καίσαρα Δαλμάτιο, που συνέλαβε τον Καλόκαιρο και τον έκαψε ζωντανό στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο στρατός του Δαλμάτιου φαίνεται ήσαν οι περίφημοι Αλβανοί ή Ιλλυριοί φρουροί - ιππείς, που εγκαταστάθηκαν στις βόρειες κυρίως παραλίες για να τις προσέχουν από τους πειρατές της έναντι Κιλικίας και Λυκίας, και ήταν η πρώτη τουλάχιστον σε κάπως σημαντικό αριθμό στρατιωτική φρουρά που εστάλη επί μονίμου βάσεως στην ως τότε άοπλη Κύπρο. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι η αποστολή αυτή σχετίζεται προς ένα εσωτερικό κίνημα και προς αστυνομικού τύπου καθήκοντα και όχι αυστηρούς στρατιωτικούς σκοπούς, αφού η Κύπρος δεν είχε ακόμη εμπλακεί στους ανταγωνισμούς με γύρω μεγάλες δυνάμεις. Πιθανώς οι Ιλλυριοί αυτοί φρουροί είχαν κέντρο τους τη νησίδα Ιλλυρίδα, στις βορειοδυτικές ακτές, που αναφέρει ο Πλίνιος (Natur. Hist., 5, 125 - 131) ήδη στα Ρωμαϊκά χρόνια, προφανώς έκτοτε εστία «Ιλλυριών» φρουρών προς άμυνα κατά των πειρατών.

 

Η σύνδεσή της ή των επισκέψεων της αγίας Ελένης στην Κύπρο έγινε αργότερα από την Εκκλησία, στην προσπάθειά της να χρησιμοποιήσει τον αυτοκρατορικό «θρύλο» για εξυπηρέτηση της πολιτικής της γι' ανεξαρτησία από την έδρα της Αντιοχείας. Η μικρή αλλαγή στο στυλ της γραφής και στις καλλιτεχνικές αντιλήψεις των μέσων του 4ου αι. μπορεί να οφείλονται σε κάποιο ρεύμα νέων κατοίκων που ήλθαν μετά τους δυο σεισμούς (πάντως Ελλήνων από τις γύρω χώρες και όχι στα 326/7), ή και στην εσωτερική ψυχική και πνευματική δομή και στις διεργασίες του επικρατήσαντος χριστιανισμού. Όμως η αξιοποίηση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας από την Κυπριακή Εκκλησία απέβλεπε στην προσέλκυση της εύνοιας της Κωνσταντινουπόλεως στη διαμάχη Κύπρου - Αντιοχείας, που θα ήταν φυσική λόγω της υβριστικής στάσεως του αντιαρειανού Ευσταθίου Αντιοχείας έναντι της αγίας Ελένης.