Γρίβας Γεώργιος Διγενής

Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου

Image

Οι πολιτικές πρωτοβουλίες για λύση του Κυπριακού μετά τον αγώνα της ΕΟΚΑ ανήκαν και πάλι στον Μακάριο και στην ελληνική κυβέρνηση, που ήταν εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό των Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Υπήρξαν αρκετές παρεμβάσεις και μεσολαβήσεις, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών διά του υπουργού τους των Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες, του NATO διά του γενικού του γραμματέα Πωλ Ανρύ Σπάακ κ.ά., ακόμη και Βρετανών πολιτικών. Στη μάχη των παρασκηνίων, που εντάθηκε μετά την απελευθέρωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, πρωταγωνιστούσαν βέβαια η Αγγλία, η Ελλάς και η Τουρκία. Η τελευταία ήταν τώρα η μια από τις τρεις χώρες που θα είχαν τον τελευταίο λόγο στη λύση του Κυπριακού. Ακόμη οι Βρετανοί στην προσπάθειά τους να αναμείξουν απόλυτα την Τουρκία στο ζήτημα της Κύπρου, εργάστηκαν για μια ελληνοτουρκική προσέγγιση που οδήγησε σε διαπραγματεύσεις ανωτάτου επιπέδου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στη Ζυρίχη, οι οποίες κατέληξαν σε συμφωνία και στις οποίες η ίδια η κρατούσα δύναμη, η Αγγλία, δεν πήρε επίσημα μέρος.

 

Η κατάληξη μεταφοράς κι επίλυσης του Κυπριακού στη Ζυρίχη, έγινε αφού προηγήθηκαν διάφορες άλλες καταστάσεις, όπως πιέσεις για μια νέα τριμερή διάσκεψη (η πρώτη έγινε μεταξύ Αγγλίας - Ελλάδας -Τουρκίας στο Λονδίνο το 1955, είχε προκαλέσει μια θυελλώδη αντίδραση του Μακαρίου, είχε αποτύχει ολοκληρωτικά, εκτός σ' ένα σημείο: από τότε η Τουρκία διαπραγματευόταν ως ίσος προς ίσο με την Ελλάδα και την Αγγλία το ζήτημα της Κύπρου για την οποία είχε απολέσει κάθε δικαίωμα με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923), μια δεύτερη ολοκληρωμένη ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το Δεκέμβριο του 1957 και, τέλος, μια αγγλική πρωτοβουλία, γνωστή ως σχέδιο Μακμίλλαν, από το όνομα του τότε Βρετανού πρωθυπουργού. Το σχέδιο αυτό, που γνωστοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 1958, προετοιμάστηκε από τον ίδιο τον Χάρολντ Μακμίλλαν και πρόβλεπε, μεταξύ άλλων, αυτονομία των δυο κοινοτήτων της Κύπρου, με αντιπροσωπευτική όμως κυβέρνηση, «σύνδεση» της Κύπρου με την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, κοινοτικές βουλές κλπ. Στην ουσία το σχέδιο αυτό μιλούσε για καθεστώς τριπλής συγκυριαρχίας στην Κύπρο (Αγγλία - Ελλάς - Τουρκία). Στην ίδια την Κύπρο οι Άγγλοι ενεργοποίησαν την πολιτική του διαίρει και βασίλευε προς υποστήριξη του σχεδίου Μακμίλλαν, που εκδηλώθηκε τον Ιούνιο του 1958, με οργανωμένες επιθέσεις των Τουρκοκυπρίων κατά των Ελληνοκυπρίων, με την υποστήριξη των πρώτων από τους Άγγλους στρατιώτες. Έγιναν σφαγές (όπως εκείνη των Κοντεμενιωτών στο Κιόνελι στις 12 Ιουνίου 1958), πυρπολήσεις ελληνικών περιουσιών και μια σειρά άλλων τρομοκρατικών ενεργειών. Από την εποχή αυτή προσφυγοποιήθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Κύπριοι. Για διάφορους λόγους, ο Γρίβας δεν αντέδρασε σ' αυτό το οργανωμένο κύμα βίας κατά των Ελλήνων της Κύπρου. Ο ίδιος, στα Απομνημονεύματά του αναφέρει ότι δεν αντέδρασε γιατί θεώρησε τις επιθέσεις των Τούρκων ως παγίδα στημένη από τους Άγγλους για να καταστρέψουν την ΕΟΚΑ, αφού την αναγκάσουν πρώτα να φανερώσει τις δυνάμεις της και να τις ρίξει στη μάχη αυτή. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ ισχυρίζεται ότι ο Γρίβας δεν αντέδρασε γιατί δεν μπορούσε, επειδή είχε αιφνιδιαστεί και επειδή ίσχυε εντολή της ελληνικής κυβέρνησης να μη χτυπά Τούρκους διότι ενίσχυε έτσι τη δική τους άποψη ότι η συμβίωση των δυο κοινοτήτων της Κύπρου ήταν αδύνατη.

 

Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου: Ουσιαστικά η ελληνική αντίδραση κατά του σχεδίου Μακμίλλαν (το οποίο οι Άγγλοι απειλούσαν ότι θα εφάρμοζαν μονομερώς αν δεν γινόταν αποδεκτό από τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη), οδήγησε στο συμβιβασμό της Ζυρίχης. Η αποδοχή από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο λύσης ανεξαρτησίας (δήλωσή του προς την Αγγλίδα βουλευτίνα Μπάρμπαρα Κασλ στις 20 Σεπτεμβρίου 1958) απετέλεσε ουσιαστικά το πράσινο φως για την ελληνική κυβέρνηση ν' αναπτύξει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, βγαίνοντας ταυτόχρονα και η ίδια από το αδιέξοδο. Οι μυστικές διαβουλεύσεις, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικών λειτουργών των δυο χωρών, όσο και σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών (Ευάγγελου Αβέρωφ και Φατίν Ζορλού), οδήγησαν στην τελική συνάντηση των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας (Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ατνάν Μεντερές) στη Ζυρίχη, όπου ανακοινώθηκε ότι επήλθε συμφωνία για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος στις 11 Φεβρουαρίου 1959.

 

Από δω και μπρος, τα πράγματα εξελίχθηκαν με γοργό ρυθμό. Οι Βρετανοί συγκάλεσαν στο Λονδίνο, την επόμενη εβδομάδα, πενταμερή διάσκεψη με τη συμμετοχή των τριών ενδιαφερομένων χωρών Αγγλίας - Ελλάδας -Τουρκίας, του αρχιεπισκόπου Μακαρίου εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου, και του Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των Τούρκων της Κύπρου. Στις 19 Φεβρουαρίου 1959, εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο αγώνας των Κυπρίων είχε λήξει. Το νησί τους θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος.

 

Ο Γρίβας φεύγει από την Κύπρο: Μετά την υπογραφή των συμφωνιών στο Λονδίνο, απελύθησαν στην Κύπρο όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, στις 22 Φεβρουαρίου 1959. Την επομένη, ο Γρίβας πήρε μέσω του Έλληνα πρέσβη στη Λευκωσία αντίγραφα των κειμένων της συμφωνίας. Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος φοβούνταν τις περιπλοκές από τυχόν άρνηση του Γρίβα ν' αποδεχθεί τη συμφωνία, γι' αυτό και κατέβαλαν προσπάθειες να τον πείσουν ότι θα έπρεπε να συνεργαστεί για την οικοδόμηση της υπό δημιουργίαν, τώρα πια, Κυπριακής Δημοκρατίας. Αργότερα, όταν επήλθε η οριστική ρήξη του Γρίβα με τον Μακάριο, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ υποστήριξε ότι είχε παραπλανηθεί, γιατί τα κείμενα που του είχαν σταλεί ήσαν ελλιπή και οι πληροφορίες που του είχαν δοθεί ήταν ανεπαρκείς. Ωστόσο τα κείμενα των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου δεν ήταν από μόνα τους πλήρη. Πολλά αφήνονταν να συζητηθούν και να συμφωνηθούν στο μεταβατικό διάστημα των 18 περίπου μηνών μέχρι την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (που έγινε στις 16 Αυγούστου 1960), όπως για παράδειγμα η ολική έκταση που θα κατελάμβαναν οι βρετανικές βάσεις, θέμα που αποτέλεσε αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων του Μακαρίου με τον Άγγλο κυβερνήτη σερ Χιού Φουτ και στο οποίο παρενέβαινε και ο Γρίβας.

 

Την 1η Μαρτίου 1959 έφθασε στην Κύπρο ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο δε λαός του επεφύλαξε αποθεωτική υποδοχή. Στις 9 Μαρτίου 1959, μετά τη ρύθμιση διαφόρων πρακτικών ζητημάτων (όπως οι όροι αμνηστίας των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, της παράδοσης του οπλισμού κ.ά.), ο Διγενής εξέδωσε προκήρυξη διά της οποίας διέτασσε την κατάπαυση του αγώνα. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ)

 

Παρά το ότι εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στην Κύπρο, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, και να παρουσιαστεί στον κυπριακό λαό, ο Γρίβας δεν μπόρεσε να το επιτύχει γιατί η άρνηση των Άγγλων ήταν κατηγορηματική και τελεσίδικη. Συναντήθηκε βέβαια επανειλημμένα με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και με διάφορους παράγοντες, καθώς και με τους μέχρι χθες στρατιώτες του. Η συνάντησή του με τους αντάρτες της ΕΟΚΑ έγινε μυστικά, σε δυο σπίτια της Λευκωσίας, το βράδυ της 15 Μαρτίου 1959. Η διευθέτηση που είχε συμφωνηθεί με τους Άγγλους για τον ίδιο τον αρχηγό της ΕΟΚΑ πρόβλεπε την μη ύπαρξη οποιασδήποτε δημόσιας εμφάνισής του και την αναχώρησή του το συντομότερο, από την Κύπρο. Έφυγε από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας στις 17 Μαρτίου 1959. Στο αεροδρόμιο τον αποχαιρέτησε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Στην Αθήνα τον συνόδευσαν ο μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος, ο ιεροδιάκονος Άνθιμος Κυριακίδης και ο υπασπιστής του Αντώνης Γεωργιάδης. Μετεφέρθη στην ελληνική πρωτεύουσα με το αεροπλάνο του πρωθυπουργού της Ελλάδας, το οποίο συνόδευε μαχητικό αεροσκάφος της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας.

 

Στην Αθήνα είχε οργανωθεί λαμπρότατη υποδοχή. ( Βίντεο Η επιστροφή του Γρίβα στην Αθήνα) Στο αεροδρόμιο τον προσφώνησαν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο δήμαρχος της πόλης, ενώ καθ' όλο το μήκος της διαδρομής μέχρι το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, χιλιάδες λαού τον επευφημούσαν ζωηρά. Την επομένη, ομόφωνα η Βουλή των Ελλήνων ανακήρυξε τον Γρίβα «Άξιον της Πατρίδος». Μεταξύ των άλλων τιμών, του απενεμήθη αναδρομικά και ο βαθμός του αντιστράτηγου.

 

Διαφωνίες και παρεξηγήσεις: Από την Αθήνα, ο Γρίβας φορτωμένος πια δόξες και τιμές, συνέχισε να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Κύπρο, στην οποία ο Μακάριος και οι συνεργάτες του εργάζονταν τώρα σκληρά για να δημιουργήσουν τη νέα Πολιτεία. Και ο ίδιος ο Μακάριος όμως τον ενημέρωνε τακτικά και ζητούσε τη γνώμη του για διάφορα σοβαρά ζητήματα που διαπραγματευόταν με τους Βρετανούς και τους Τούρκους και που αφορούσαν τη δομή της υπό δημιουργίαν Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν άργησαν όμως να δημιουργηθούν οι πρώτες παρεξηγήσεις και να επέλθει η πρώτη ρήξη μεταξύ των δυο, κυρίως εξαιτίας διαστρεβλωμένων πληροφοριών που Έλληνες Κύπριοι διαβίβαζαν στον Διγενή στην Αθήνα. Διαφωνίες εξέφρασε επίσης ο Γρίβας και για διάφορες πολιτικές αποφάσεις του Μακαρίου (όπως η ένταξη της Κύπρου στην Κοινοπολιτεία) καθώς και για άλλα σοβαρά ζητήματα (όπως εκείνο των χωριστών δημαρχείων, δήλωσή του ότι δεν αναγνωρίζει τις συμφωνίες Ζυρίχης -Λονδίνου κ.ά.). Ακόμη, έγινε λόγος και για ύπαρξη συνωμοσίας για δολοφονία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 15 Αυγούστου 1959, στο μοναστήρι του Κύκκου.

 

Για την επίλυση των διαφορών, που ήσαν ήδη πολύ εμφανείς, διευθετήθηκε συνάντηση του Μακαρίου με τον Γρίβα στη Ρόδο στις 7 Οκτωβρίου 1959. Όμως η συνάντηση εκείνη δεν έλυσε τις διαφορές παρά μόνο προσωρινά, για σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Μετά τη συνάντηση της Ρόδου, οι ασχολίες του Γρίβα διαφοροποιήθηκαν για λίγο. Για ένα χρονικό διάστημα αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας κι ανέλαβε την αρχηγία της Κινήσεως Εθνικής Αναδημιουργίας, χωρίς όμως επιτυχία. Την εποχή αυτή ήλθε σε σύγκρουση με Ελλαδίτες πολιτικούς όπως οι Ε. Αβέρωφ και Γ. Παπανδρέου. Παράλληλα με την ανάμειξή του στην πολιτική, αφιερώθηκε και στη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του, που κυκλοφόρησαν το 1961, αλλά δημιούργησαν και αυτά παρεξηγήσεις και άλλες καταστάσεις, κι ανάγκασαν τον Μακάριο να δηλώσει ότι ο Γρίβας κατέστρεψε τον θρύλο του Διγενή, κι ότι διά τῶν ἀπομνημονευμάτων του  ὁ Γρίβας ἀπεδείχθη πολύ κατώτερος τῆς φήμης του. Ἐγράφησαν ταῦτα οὐχί μέ τήν ἐντιμότητα καί τήν εἰλικρίνειαν ἀγωνιστοῦ, ἀλλά μέ τήν ἰδιοτελῆ σκοπιμότητα στενοκάρδου πολιτευομένου.

 

Επιστροφή στην Κύπρο: Η άμεση ανάμειξη του Γρίβα στις κυπριακές εξελίξεις επαναλήφθηκε μετά την εκδήλωση της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση, που ακολούθησε την υποβολή των γνωστών «δεκατριών σημείων» για τροποποίηση του συντάγματος από τον Μακάριο. Η ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, όπως αποκλήθηκε αντιμετωπίστηκε με αποφασιστικότητα από τους Ελληνοκυπρίους, ήταν το αποτέλεσμα υποδείξεων και καθοδηγητικής πορείας της Άγκυρας, αλλά και απότοκο σοβαρών δυσλειτουργιών του νέου κράτους.  Ουσιαστικά η αντίδραση των Τούρκων, που κατά γενική ομολογία είχαν κερδίσει με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου πολύ περισσότερα από όσα εδικαιούντο, είχε αρχίσει από την επομένη κιόλας της υπογραφής των συμφωνιών, και στόχευε στην υπονόμευση του νεαρού κυπριακού κράτους με απώτερο στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Από την άλλη και η Κυβέρνηση Μακαρίου τροφοδότησε αυτή τη ρήξη μη αποδεχόμενη σημαντικά σημεία των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, όπως οι χωριστοί Δήμοι με αποκορύφωμα βέβαια την πρόταση για αλλαγή του Συνταγματος υπέρ των Ελληνοκυπρίων το 1963. Οι διακοινοτικές ταραχές που εκδηλώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1963, οδήγησαν σε σοβαρότατες συγκρούσεις που συνεχίστηκαν και μέσα στο 1964. Οι Τουρκοκύπριοι αυτοεγκλωβίστηκαν στις δικές τους συνοικίες των κυπριακών πόλεων και σε αγροτικές περιοχές όπου οι ίδιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία, σχηματίζοντας έτσι μια σειρά από «γκέτο» στα οποία δεν επέτρεπαν την είσοδο στους Έλληνες. Από τα «γκέτο» αυτά και τις παραπλήσιες περιοχές, εκδιώχθηκαν οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι, που προσφυγοποιήθηκαν.

 

Μετά τα τραγικά αυτά γεγονότα, προωθήθηκε και στην Κύπρο και στην Αθήνα από διάφορους αγωνιστές, η ιδέα για κάθοδο του Γρίβα στην Κύπρο και η ανάληψη από αυτόν της αρχηγίας των στρατιωτικών δυνάμεων των Ελληνοκυπρίων. Ύστερα από διαβουλεύσεις, επαφές και συζητήσεις, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, καθώς και συνεννοήσεις μεταξύ του προέδρου Μακαρίου και του Έλληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο στρατηγός Γρίβας έφθασε στην Κύπρο από την Ελλάδα ατμοπλοϊκώς κι αποβιβάστηκε στη Λεμεσό το βράδυ της 9 Ιουνίου 1964. Η άφιξή του στην Κύπρο κρατήθηκε μυστική για ένα διάστημα, όπως μυστική τηρήθηκε και η σταδιακή αποστολή στην Κύπρο μιας ολόκληρης μεραρχίας ελληνικού στρατού.

 

Ο κυπριακός Ελληνισμός υποδέχθηκε με τιμές τον Γρίβα, ο οποίος και ανέλαβε τη θέση του αρχηγού της δημιουργηθείσας τότε Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως Αμύνης Κύπρου (Α.Σ.Δ.Α.Κ.) και, ουσιαστικά, των μάχιμων δυνάμεων των Ελληνοκυπρίων, των οποίων την εκπαίδευση και τη διοίκηση είχαν αναλάβει Ελλαδίτες αξιωματικοί. Η συμβολή του στρατηγού Γρίβα στο όλο θέμα της άμυνας της Κύπρου, αυτή την εποχή, ήταν αξιόλογη. Η Εθνική Φρουρά μόλις είχε ιδρυθεί κι έπρεπε να καταστεί υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη. Αλλά και οι συνεχείς απειλές της Τουρκίας για στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, και οι αεροπορικές επιδρομές  (Βλέπε Βίντεο) των τουρκικών αεροπλάνων τον Αύγουστο του 1964, αποδείκνυαν ότι ήταν πρωταρχικό μέλημα η οχύρωση της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, κατασκευάστηκαν τότε όλες εκείνες οι σειρές των παράκτιων οχυρών, που κάλυψαν όλη σχεδόν την περιφέρεια του νησιού.

 

Ταυτόχρονα όμως εκδηλώθηκαν ξανά, γιατί επανήλθαν στην επιφάνεια, και οι διάφορες διαφωνίες του Γρίβα προς τον Μακάριο και που αφορούσαν αρκετά θέματα, όπως η επιστροφή στο αίτημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το ζήτημα της εξεύρεσης και αγοράς οπλισμού κλπ. Κρίση στις σχέσεις Μακαρίου - Γρίβα εκδηλώθηκε κατά και μετά τη μάχη της Μανσούρας (Αύγουστος 1964), οπότε ο στρατηγός Γρίβας παραιτήθηκε, για ν' αποσύρει την παραίτησή του δυο μέρες αργότερα.

 

Ο Γρίβας συνεργαζόταν στενά κατά την εποχή αυτή με τον υπουργό Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας Πέτρο Γαρουφαλιά. Και οι δυο ήσαν οπαδοί του σχεδίου πραξικοπηματικής ανακήρυξης της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, το οποίο ο Γαρουφαλιάς είχε καταρτίσει και προσπαθήσει να επιβάλει. Βέβαια υπήρχαν παράλληλα και εξωγενείς προσπάθειες επιβολής λύσεως στην Κύπρο, αυτή την εποχή, όπως το σχέδιο του Αμερικανού Ντην Άτσεσον.

 

Κατά το διάστημα από τον Ιούνιο του 1964 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1967 που ο Γρίβας υπηρέτησε στην Κύπρο ως αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων των Ελληνοκυπρίων, δεν απέφυγε την ανάμειξή του στα πολιτικά πράγματα του τόπου αλλά και σ' εκείνα της Ελλάδας. Η περιβόητη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, υποτίθεται συνωμοσία Ελλήνων αξιωματικών και μυστική οργάνωσή τους με αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου, που «απεκαλύφθη» από τον Γρίβα όταν αυτός υπηρετούσε ως στρατιωτικός αρχηγός στην Κύπρο, και που συγκλόνισε την Ελλάδα και την Κύπρο, δεν ήταν παρά σχέδιο που ξεκίνησε από τα ανάκτορα των Αθηνών και που προωθήθηκε από τους Γαρουφαλιά και Γρίβα, με σκοπό να πληγούν πολιτικά ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και ο γιος του Ανδρέας Παπανδρέου. Στη μεγάλη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, που έγινε στην Αθήνα, ο Γρίβας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας και υπέστη σφοδρότατες επιθέσεις από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων αξιωματικών. Μεταξύ άλλων, ο Γρίβας κατηγορήθηκε από τους συνηγόρους ότι συνεχώς ενσπείρει διαβολές και δημιουργεί κρίσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image