Γρίβας Γεώργιος Διγενής

Η εξορία του Αρχιεπισκόπου

Image

Την τελική ευθύνη για όλα που αφορούσαν τον αγώνα της ΕΟΚΑ, είχε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς την έγκριση του οποίου ο Γρίβας δεν μπορούσε να προχωρήσει σε καμιά ενέργεια. Η πραγματικότητα αυτή αναλύθηκε και μελετήθηκε από τις αγγλικές υπηρεσίες, που προσπαθούσαν να καταρτίσουν δικό τους σχέδιο ενεργειών, με βάση τα νέα δεδομένα της διεξαγωγής ένοπλου αγώνα από τους Έλληνες της Κύπρου, ώστε ο αγώνας αυτός να καταλήξει σε όσο το δυνατό θετικότερα γι’ αυτούς αποτελέσματα. Στο πλαίσιο της νέας πολιτικής που σχεδίασαν σ' ό,τι αφορούσε το Κυπριακό ζήτημα, σημαντική ενέργειά τους ήταν η σύλληψη και εξορία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Δεν αρκούσε όμως η απλή απέλαση του Μακαρίου από την Κύπρο (όπως οι Βρετανοί είχαν κάνει το 1931 με τους τότε ηγέτες), γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ο Μακάριος θα πήγαινε στην Ελλάδα, με πλήρη ευχέρεια διακίνησης και σε άλλες χώρες, οπότε θα μπορούσε ν' αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα αλλά, κυρίως, θα ήταν σε θέση και πάλι να επηρεάζει τις εξελίξεις στην ίδια την Κύπρο με τη μεγάλη επιρροή του στο λαό αλλά και στην ίδια την ΕΟΚΑ. Η νέα βρετανική πολιτική αποσκοπούσε στην τελική διχοτόμηση της Κύπρου, και για να προωθηθεί μια τέτοια λύση με πολλές δυνατότητες επιτυχίας, έπρεπε μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου να παρεμβληθούν τα πάθη, τα μίση και το αίμα. Για να μη υπάρξει δυνατότητα ούτε της παραμικρής αντίδρασης του αρχιεπισκόπου στο σχέδιο αυτό, παρέστη για τους Βρετανούς ανάγκη ο Μακάριος όχι μόνο να φύγει από την Κύπρο, αλλά και να μη έχει καμιά απολύτως επαφή με το νησί.

 

Για την προώθηση του σχεδίου αυτού, διορίστηκε από το Λονδίνο ως νέος κυβερνήτης της Κύπρου ο στρατάρχης σερ Τζων Χάρτιγκ που έφθασε στο νησί και ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 3 Οκτωβρίου 1955. Επεδίωξε αρχικά τον διάλογο με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που όμως δεν κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα. Λίγο αργότερα, στις 9 Μαρτίου 1956, ο Μακάριος συνελήφθη κι απεστάλη σε πλήρη απομόνωση στα νησιά των Σεϋχελλών, στον Ινδικό ωκεανό, όπου παρέμεινε για 13 μήνες.

 

Κατά το διάστημα αυτό ο Γρίβας παρέμεινε στο νησί ως ο μόνος ρυθμιστής της πορείας των Ελλήνων της Κύπρου. Όταν, μετά από 13 μήνες, ο Μακάριος απελευθερώθηκε από τις Σεϋχέλλες (όταν οι Άγγλοι έκριναν ότι η απομόνωσή του είχε πια εξυπηρετήσει όσο ήταν δυνατό τα σχέδια τους), πήγε στην Αθήνα αφού του απαγορευόταν η επάνοδος στην Κύπρο, όπου στάθμισε τα νέα δεδομένα. Όμως η δύναμη την οποία στο μεταξύ είχε αποκτήσει στην Κύπρο ο Γρίβας, και ο θρύλος που δημιουργήθηκε στο πανελλήνιο για το Διγενή της Κύπρου, δημιουργούσαν νέα κατάσταση κατά την οποία ο Γρίβας είχε τώρα πολύ βαρύνουσα γνώμη και, ουσιαστικά, τον τελευταίο λόγο.

 

Όσο καλός στρατιωτικός ήταν ο Γρίβας, άλλο τόσο κακός πολιτικός απεδείχθη. Τούτο ήταν σαφές για τους Βρετανούς, που τον γνώριζαν ήδη από την εποχή του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου στην Ελλάδα, ώστε προτίμησαν να εξουδετερώσουν για ένα διάστημα 13 μηνών τον Μακάριο και ν' αντιμετωπίσουν τον Γρίβα και στο πολιτικό πεδίο παράλληλα προς το στρατιωτικό. Η νέα πολιτική των Βρετανών σχετική προς την Κύπρο, ήταν συνυφασμένη προς τις γενικότερες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου η Αγγλία αναγκαζόταν να υποχωρεί, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε η Κύπρος που μέχρι το 1955 περίπου ήταν δευτερεύουσας σημασίας αποικία, έγινε το σημαντικότατο «προκεχωρημένο φυλάκιο» των αγγλικών συμφερόντων στην περιοχή: τον Φεβρουάριο του 1956 η Αγγλία απώλεσε την Ιορδανία, ακολούθησε δε η απώλεια του Σουέζ και ολόκληρης της Αιγύπτου μετά την αγγλογαλλική αποτυχημένη εισβολή τον Οκτώβριο του 1956. Παράλληλα, η συνεχώς αυξανόμενη σημασία (οικονομική και άλλη) του πετρελαιοπαραγωγού χώρου της Μέσης Ανατολής, και κατά συνέπειαν η υπεραυξημένη πια στρατηγική γεωγραφική θέση της Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο — χώρο όπου διασταυρώνονταν τώρα και στο εξής τα συμφέροντα Ανατολής και Δύσης —ανάγκασε την Αγγλία να εφαρμόσει για την Κύπρο άλλη πολιτική από εκείνη που συνήθως ακολουθούσε για τις αποικίες της, και που ήταν η παροχή αυτοκυβέρνησης για ένα τακτό χρονικό διάστημα και ακολούθως η ανεξαρτησία. Η τακτική αυτή έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Κύπρου (συνομιλίες Μακαρίου -Χάρτιγκ), όμως αμέσως μετά εγκαταλείφθηκε, για να δοκιμαστεί ξανά η επιβολή ενός πιο φιλελεύθερου συντάγματος στον κυπριακό λαό (αποστολή λόρδου Ράντκλιφ, Ιούλιος - Δεκέμβριος 1956), πράγμα που απερρίφθη από τους Κυπρίους. Η επόμενη ενέργεια της Βρετανίας ήταν να κινητοποιήσει και ξεσηκώσει αποφασιστικά πια τους Τούρκους, ώστε να επαναληφθεί, στην Κύπρο τώρα, η περίφημη αγγλική τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Στην προσπάθειά τους αυτή, οι Άγγλοι εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τον συνδυασμό «στρατιωτικό θάρρος -πολιτική ανωριμότητα» που χαρακτήριζε τον Γρίβα. Η αγγλική ενέργεια, που σκοπό είχε την αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο, δεν ήταν καινούργια. Τουλάχιστον από το 1954 ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο Β. Μόστρας προειδοποιούσε, σε σχέση προς την προώθηση του Κυπριακού ζητήματος, ότι οἱ Βρεττανοί, οἳτινες ἀσφαλῶς πολιτεύονται (...) μέ μακροχρόνιον προοπτικήν(...), κήδονται ὑπερμέτρως τοῦ τουρκικοῦ παράγοντος .... (έγγρ. 153, 12.1.1954, αρχείο Α. Παυλίδη). Πλείστες άλλες εκθέσεις του Μόστρα από το Λονδίνο σχετικές προς τις αγγλικές θέσεις επί του Κυπριακού σε συνάρτηση προς τον τουρκικό παράγοντα, υπάρχουν στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών και αφορούν το διάστημα 1954 - 56. Όμως κατά την εποχή εκείνη, ούτε ο Μακάριος, ούτε η Εθναρχία, ούτε η ελληνική κυβέρνηση εκτίμησαν σωστά — για ν' αντιμετωπίσουν και σωστά — τον τουρκικό παράγοντα. Όταν οι Άγγλοι κίνησαν τους Τούρκους αμέσως μετά την έναρξη του αγώνα, κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, και πάλι το γεγονός, αν και συγκλονιστικό, δεν προβλημάτισε σωστά στο όλο ζήτημα της Κύπρου. Τώρα, το 1956 κ.ε., με την υποστήριξη των Βρετανών δραστηριοποίησαν οι Τουρκοκύπριοι την οργάνωση Τ.Μ.Τ. σαν αντίποδα στην ΕΟΚΑ, άρχισαν να προβάλλουν έντονα το σύνθημα της διχοτόμησης ως απάντηση στο ελληνοκυπριακό σύνθημα της αυτοδιάθεσης - ένωσης, ντύθηκαν «ειδικοί αστυνομικοί» από τους Άγγλους, οπλίστηκαν «νόμιμα», και στρατεύθηκαν κατά της ΕΟΚΑ και των Ελλήνων του νησιού. Ο Γρίβας δεν μπόρεσε να δει την παγίδα, ούτε πριν, ούτε μετά. Σε εκκλήσεις του αρχιεπισκόπου μετά την απελευθέρωση του τελευταίου από τις Σεϋχέλλες, να μη χτυπά τους Τουρκοκυπρίους, απαντούσε ότι γνωρίζει πώς πρέπει να αγωνίζεται και απέδιδε τέτοιες ενέργειες του Μακαρίου σε δειλία του στο ν' αντιπαλέψει τους Τούρκους.

 

Άλλη πολιτική ενέργεια του Γρίβα κατά το διάστημα της εξορίας του αρχιεπισκόπου, που είχε συνέπειες στην ίδια την Κύπρο, ήταν η αντιπαράθεσή του προς τους Έλληνες Κυπρίους αριστερούς και κομμουνιστές, αντιπαράθεση που όχι μόνο δεν προσπάθησε ν' αποφύγει αλλά και που επεδίωξε.

 

Αναθεώρηση τακτικής: Η χωρίς θετικό αποτέλεσμα ελληνική προσφυγή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1956, η αδυναμία των ελληνικών και κυπριακών πολιτικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την αγγλική πολιτική, η συνεχώς αυξανόμενη ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό και οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, απαιτούσαν αναθεώρηση του όλου θέματος του αγώνα των Κυπρίων, ευθύς μετά την απελευθέρωση του Μακαρίου από τις Σεϋχέλλες και την άφιξή του στην Αθήνα. Το απόγευμα της ημέρας που ο Μακάριος έφθασε στην Αθήνα μετά την εξορία του κι αποθεώθηκε από τα παραληρούντα πλήθη (17.4.1957), πραγματοποιήθηκε εκεί κλειστή σύσκεψη μεταξύ Μακαρίου και Ευαγγέλου Αβέρωφ (υπουργού Εξωτερικών), με παρόντες τον διευθυντή των τμημάτων Τουρκίας και Κύπρου του υπουργείου Εξωτερικών Γ. Σεφεριάδη (Γιώργο Σεφέρη), τον Άγγελο Βλάχο, γενικό πρόξενο στη Λευκωσία και τον Μιλτιάδη Δελιβάνη, διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του υπουργού Εξωτερικών. Κατά μεταγενέστερη παραδοχή του Αβέρωφ (στο βιβλίο του Ἱστορία Χαμένων Εὐκαιριῶν - Κυπριακό, 1950 - 1963, Αθήνα, 1981, τ. Α', σσ. 198-9), ο Άγγελος Βλάχος ήταν εκείνος που, αφού ανέλυσε τα μέχρι τότε αποτελέσματα και τα νέα τοπικά και διεθνή δεδομένα, πρώτος τόλμησε να εισηγηθεί διακοπή του αγώνα της ΕΟΚΑ και συνέχιση, με περισσότερη ένταση, των πολιτικών προσπαθειών για διευθέτηση του Κυπριακού.

 

Με τη θέση αυτή συμφώνησαν τελικά τόσο ο Μακάριος όσο κι ο Αβέρωφ. Ο Μακάριος, γράφοντας από την Αθήνα στο Γρίβα στην Κύπρο, διά της μόνιμης οδού επικοινωνίας του Γρίβα με την Ελλάδα μέσω του ελληνικού προξενείου στη Λευκωσία, στις 24 Απριλίου 1957, σημείωνε μεταξύ άλλων: ...Δέν εἲχομεν τήν γνώμην ὃτι θά νικήσετε στρατιωτικῶς τούς Ἂγγλους, ἀλλά διά τῆς ἐνόπλου δράσεως ἠθέλετε νά καταστήσετε διεθνές τό ζήτημά μας, καί, εἰ δυνατόν, νά ἐκβιασθῇ πολιτική λύσις, συμφώνως μέ τό αἴτημά μας περί αὐτοδιαθέσεως. Τό πρῶτον ἐπετεύχθη ἢδη (...) Γεννᾶται ὃμως τό ἐρώτημα: Λαμβανομένης ὑπ' ὂψιν τῆς σημερινῆς καταστάσεως (...) συμφέρει ἢ  ὂχι ἡ περαιτέρω συνέχισις ἐνόπλου δράσεως; (...) Πιστεύω εἰλικρινῶς ὃτι πρέπει νά ἐξευρεθῇ τρόπος ὣστε νά παύσουν αἱ  ἐπιχειρήσεις, χωρίς ὃμως νά θιγῇ καθ' οἱονδήποτε τρόπον τό γόητρόν σας. Ἒχω ὑπ' ὂψιν μου διαφόρους τρόπους...

 

Ο Γρίβας απάντησε στις 27 Απριλίου 1957, με μακροσκελή επιστολή του, ότι πραγματικά ο αγώνας δεν γινόταν για να νικηθούν οι Άγγλοι αλλά για να εκβιασθεί πολιτική λύση. Κατηγόρησε δε την ελληνική κυβέρνηση ότι, στην απουσία (εξορία) του αρχιεπισκόπου δεν εκμεταλλεύθηκε σωστά τον αγώνα, εξέφρασε τον φόβο ότι αν η δράση του τερματιζόταν θα είχαν μεγάλα πολιτικά οφέλη το ΑΚΕΛ και ο διεθνής κομμουνισμός, και διαφώνησε στη διακοπή ή τον τερματισμό της ένοπλης δράσης (Απομνημονεύματα, σσ. 170 -172). Παράλληλα, φρόντισε να επαναλάβει προς την ελληνική κυβέρνηση την αμετάκλητη απόφασή του να μη εγκαταλείψει την Κύπρο εφόσον δεν θα ελύετο το Κυπριακό ζήτημα σύμφωνα προς τους πόθους του ελληνικού κυπριακού λαού (Απομνημονεύματα, σ. 172).

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image