Εικονογραφία βυζαντινή

Εγχειρίδια καθοδήγησης των ζωγράφων

Image

Ο   Έλπιος ή Ούλπιος ο Ρωμαίος περιγράφει τον Χριστό, τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, τον Αδάμ, τους δεκαέξι προφήτες και τον Βαρούχ, και τους ιεράρχες Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, τους Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Νύσσης, Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ευστάθιο Αντιοχείας, Ταράσιο και Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης Παρισιού). Το χειρόγραφο της Μόσχας περιέχει μόνο την περιγραφή των 11 ιεραρχών που αναφέρονται πιο πάνω. Το παρισινό χειρόγραφο που είναι μεταγενέστερο (12ος αιώνας) φαίνεται ότι αντέγραψε εκείνο της Μόσχας ή το πρωτότυπο από το οποίο προέρχεται και πρόσθεσε τις άλλες περιγραφές αντλώντας από διάφορες πηγές. Ειδικότερα το περί τοῦ δεσποτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστο αντέγραψε από τη Συνοδική Επιστολή τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς ἑῲας λήξεως προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλο που γράφτηκε στην Ιερουσαλήμ το 836 μ.Χ. και σώθηκε σε δυο χειρόγραφα του 9ου και 12ου αιώνα στη βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ενώ για την περιγραφή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου χρησιμοποίησε τη Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα και τις Απόκρυφες Πράξεις τοῦ Παύλου καί τῆς Θέκλης. Το κείμενο του Ελπίου του Ρωμαίου πρέπει να έχει γραφεί μεταξύ του 828, του έτους που πέθανε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, που περιγράφεται στο κείμενο, και του 993, που χρονολογείται το κείμενο της Μόσχας και είναι ίσως μέρος μιας εκκλησιαστικής ιστορίας που έχει χαθεί.   Έτσι το κείμενο αυτό του Ελπίου του Ρωμαίου είναι ένα από τα παλαιότερα βοηθήματα των ζωγράφων για την απόδοση της μορφής των προσώπων που περιγράφει και όπως φαίνεται από το χρόνο που γράφτηκε συνδέεται άμεσα με την εικονομαχία. Η ύπαρξη της εικόνας δικαιολογείται μόνο αν υπάρχει ομοιότητα της εικόνας προς το εικονιζόμενο πρόσωπο. Για να επιτευχθεί όμως η ομοιότητα, έπρεπε να είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά του προσώπου που εικονίζεται είτε σε φορητή εικόνα είτε σε τοιχογραφία, ώστε ο ζωγράφος να μπορεί να τα αποδώσει. Έτσι παρουσιάστηκε η ανάγκη εγχειριδίων στα οποία περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του Χριστού, της Παναγίας, των αποστόλων και των αγίων. Βέβαια η περιγραφή του Χριστού, της Παναγίας και των αποστόλων προϋπήρχε της εικονομαχίας, όπως φαίνεται από την ύπαρξη τέτοιων περιγραφών στη Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα και πιο παλαιά ακόμη στα Απόκρυφα Ευαγγέλια και τις Απόκρυφες Πράξεις των Αποστόλων. Βέβαια στην περίπτωση του Χριστού, της Θεοτόκου και των αποστόλων δεν περιγράφονται τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου προσώπου. Ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση του Χριστού και της Παναγίας τα χαρακτηριστικά εξιδανικεύονται και μόνο το περίβλημα είναι ανθρώπινο. Οι ζωγράφοι όμως που ζωγράφιζαν τα μαρτύρια των μαρτύρων στα διάφορα Μαρτύρια (= ναούς κτισμένους στη μνήμη των μαρτύρων είτε στον τόπο του μαρτυρίου τους είτε στον τόπο της ταφής τους) προσπαθούσαν ν’ αποδώσουν τη μορφή των μαρτύρων που σε πολλούς από το εκκλησίασμα ήταν γνωστή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μ. Βασίλειος απευθυνόμενος προς τους ζωγράφους ἀμαυρώτερον παρ’ ἐμοῦ τόν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιελάμψατε χρώμασιν.

 

Η εικονογραφία για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μέσο υπηρεσίας της διδασκαλίας της Εκκλησίας και όχι αυτοσκοπός. Και με τις περιγραφές των ιερών προσώπων η Εκκλησία καθοδηγούσε τους ζωγράφους πώς να αποδώσουν τις ιερές μορφές. Χαρακτηριστικά η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε το μέτρο της ελευθερίας των ζωγράφων στην απόδοση των ιερών μορφών: Τῶν ζωγράφων ἐφεύρεσις καί τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλά τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἒγκριτος θεσμοθεσία καί παράδοσις... Αὐτῶν τῶν πνευματοφόρων πατέρων ἡ  ἐπίνοια καί παράδοσις καί οὐ τοῦ ζωγράφου. Τοῦ γάρ ζωγράφου ἡ τέχνη μόνον (Mansi, 13, 252).

 

Με την πάροδο του χρόνου καταρτίσθηκαν ολοκληρωμένα εγχειρίδια που καθοδηγούσαν τους ζωγράφους όχι μόνο για την απόδοση των μορφών μεμονωμένων προσώπων, αλλά και σκηνών που αναφέρονται στη ζωή και τα θαύματα του Χριστού, τη ζωή της Θεοτόκου και τα μαρτύρια των αγίων. Τέτοια εγχειρίδια παρουσιάζονται από τον 14ο αιώνα που η βυζαντινή ζωγραφική φθάνει στην τελευταία της ακμή. Όμως το πληρέστερο από τα εγχειρίδια αυτά δεν είναι βυζαντινό, αλλά μεταβυζαντινό έργο του Αγιορείτη μοναχού Διονυσίου του εκ Φουρνά, που έζησε σε κελλί στις Καρυές τον 18ο αιώνα. Το εγχειρίδιο αυτό έχει τον τίτλο Ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης και εκδόθηκε από τον Α. Παπαδόπουλο - Κεραμέα το 1909 στην Πετρούπολη. Στην ύπαρξη ακριβώς των εγχειριδίων αυτών και στην ανάγκη απόδοσης των χαρακτηριστικών που έχουν καθιερωθεί οφείλεται η ομοιότητα των εικόνων του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων που έχουν ζωγραφιστεί σε διάφορες εποχές.