Ευρωπαϊκή Ένωση και Κύπρος

Αίτηση ένταξης

Image

Στην Κύπρο, η προσοχή κατά τις αρχές του 1988 ήταν στραμμένη στην ανάληψη της προεδρίας από τον Γιώργο Βασιλείου, ο οποίος άρχισε να αναπτύσσει μια επιθετική πολιτική, προβάλλοντας την ανάγκη για άμεση επίλυση του Κυπριακού. Ο νέος πρόεδρος της Κύπρου ήταν σαφώς προσηλωμένος στην ιδέα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΟΚ, γεγονός μάλιστα το οποίο θεωρήθηκε αντίφαση προς την υποψηφιότητά του που προήλθε από το ΑΚΕΛ. Το ΑΚΕΛ ήταν κατηγορηματικά αντίθετο στην προώθηση της ένταξης. Ωστόσο, ο πρόεδρος Βασιλείου ήταν πεπεισμένος ότι προείχε το Κυπριακό, χωρίς την επίλυση του οποίου η προοπτική ένταξης δεν θα είχε καμιά τύχη.

 

Σημαντικό κενό στη διαμόρφωση σταθερής ευρωπαϊκής πολιτικής μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου διαδραμάτισε επίσης το γεγονός της έντονης εσωτερικής πολιτικής κρίσης την περίοδο αυτή στην Ελλάδα. Η εσωτερική πολιτική σκηνή έπεσε στη δίνη της αντιπαράθεσης και της σκανδαλολογίας εξ αφορμής της δραστηριότητας ενός μεγαλοαπατεώνα, του Γεωργίου Κοσκωτά. Η απουσία ισχυρής πολιτικής επικοινωνίας Αθηνών - Λευκωσίας εδραιώθηκε λίγο αργότερα με τη σοβαρή ασθένεια του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, με αποτέλεσμα ο νέος πρόεδρος της Κύπρου να αναλάβει το κύριο βάρος των επιλογών χειρισμού του Κυπριακού και να θέσει σε δεύτερη μοίρα την αξιοποίηση της ελληνικής διπλωματικής εμπειρίας στην ΕΟΚ.

 

Διστακτικότητα ως προς την ευρωπαϊκή επιλογή επέδειξαν επίσης τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου. Εκτός από το ΑΚΕΛ που ήταν κατηγορηματικά εναντίον, και οι υπόλοιπες δυνάμεις υστερούσαν σημαντικά από την προβολή ολοκληρωμένων προτάσεων για την προοπτική ένταξης.

 

Σε γενικές γραμμές (1) ο ΔΗΣΥ ενέτασσε την πολιτική του έναντι της ΕΟΚ στη θέση του προέδρου του, Γλαύκου Κληρίδη, ότι δεν είναι δυνατή η ένταξη χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού.

 

Το ΔΗΚΟ δεν αξιοποίησε ούτε προέβαλε την υπογραφή της Τ.Ε., ως το προστάδιο μιας στρατηγικής με στόχο την ένταξη.

 

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ, αν και είχε δεσμούς με τον πολιτικό χώρο των Ευρωπαίων σοσιαλιστών, συμπορεύθηκε με το ΑΚΕΛ και αντιτάχθηκε στην Τ.Ε., παρά και τις περί του αντιθέτου επισημάνσεις του ΠΑΣΟΚ. Πολιτικοί αναλυτές θεώρησαν ότι η συμπόρευση αυτή ήταν ευκαιριακή με στόχο την εξασφάλιση της υποστήριξης του ΑΚΕΛ για την υποψηφιότητα Λυσσαρίδη στις προεδρικές εκλογές του 1988. Όμως, η ιδεολογία και η πολιτική της ΕΔΕΚ αυτή την περίοδο έμενε σταθερά προσηλωμένη σε τριτοκοσμικές αντιλήψεις, με λίγες εξαιρέσεις κομματικών ομάδων της που δρούσαν στην Αθήνα.

 

Εξαιρέσεις στο επιφυλακτικό κλίμα της περιόδου υπήρξαν εξάλλου σε ανώτερα κλιμάκια τεχνοκρατών της κυβέρνησης και μικρές ομάδες πολιτών, χωρίς συγκροτημένη δράση.

 

Η απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης και ολοκληρωμένης στρατηγικής για την ένταξη αποκαλύπτεται εν μέρει και από το γεγονός ότι δεν περιέχεται στις ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου του Ιανουαρίου του 1989. Το λεκτικό των ομόφωνων αποφάσεων αποκαλύπτει ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ δεν είναι απλά δευτερεύουσα αλλά ανύπαρκτη στρατηγική για την πολιτική ηγεσία (2). Έτσι έπεσαν στο κενό οι παρεμβάσεις Θεόδωρου Πάγκαλου και Γιάννου Κρανιδιώτη στο ΚΕΒΕ (3), όπου υποστήριξαν ότι η Κύπρος πρέπει να περιληφθεί στο επόμενο πακέτο των χωρών που θα διαπραγματευθούν την προσχώρησή τους στην ΕΟΚ.

 

Η πολιτική του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας είχε ως δεύτερο στόχο να μη επιτρέψει την αναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΟΚ. Την αναθέρμανση επεδίωξε ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ, ο οποίος ανέλαβε ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο για να επιτύχει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας και πρόσδεσή της στον δυτικό πολιτισμό. Την πολιτική του αυτή επισφράγισε με την υποβολή αίτησης για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΟΚ, στις 14 Απριλίου 1987. Ο Τουργκούτ Οζάλ είχε σαφή επίγνωση του αποτελέσματος που θα είχε η υποβολή αίτησης ένταξης, αλλά με τον τρόπο αυτό κατέταξε την Τουρκία στα υποψήφια για ένταξη κράτη και ανάγκασε την ΕΟΚ να έχει υπόψιν της τον μακροπρόθεσμο στόχο της Άγκυρας (4).

 

Η στρατηγική του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν να μεταβληθεί σε κοινοτική θέση η ελληνική άποψη ότι δεν νοείται καμιά ενίσχυση των σχέσεων Τουρκίας - ΕΟΚ χωρίς πρόοδο στο Κυπριακό. Τη στρατηγική αυτή μετέφραζε η Ελλάδα στους κόλπους της ΕΟΚ ασκώντας το δικαίωμα της αρνησικυρίας στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από το 4ο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο με ποσόν 600 εκατομμυρίων ECU. Ύστερα από μακρές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις η Αθήνα κατόρθωσε να επιτύχει μια διατύπωση που ήταν επαρκώς ικανοποιητική και για τους κοινοτικούς εταίρους (5). Στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας στις 25 Απριλίου 1988, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ παρουσίασε την κοινή θέση των Δώδεκα, όπως υιοθετήθηκε σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών, επισημαίνοντας ότι το Κυπριακό πρόβλημα επηρεάζει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η υιοθέτηση κοινής θέσης διευκόλυνε την πραγματοποίηση του Συμβουλίου Σύνδεσης για περαιτέρω συζήτηση των σχέσεων με την Τουρκία, πλην όμως οδήγησε σε ένα ξέσπασμα οργής του τότε υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ, ο οποίος αποχώρησε από τη σύνοδο.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ

ΑΝΤΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ