Κυπριανός αρχιεπίσκοπος

Η εξέγερση του 1804

Image

Το Μάρτιο του 1804 η αύξηση της φορολογίας που συνέπεσε με μια σιτοδεία η οποία επέφερε έλλειψη τροφίμων και πείνα στον αγροτικό κυρίως πληθυσμό, στάθηκαν αφορμές για αναβρασμό και ταραχές που είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο μερικών Τούρκων. Σύντομα, οι ταραχές επεκτάθηκαν και πήραν την μορφή εξέγερσης στην οποία μετείχαν πολλοί Τουρκοκύπριοι, μεγάλο μέρος της στρατιωτικής φρουράς του νησιού, Λινοβάμβακοι και λίγοι Έλληνες. Η οργή του πλήθους στρεφόταν κυρίως κατά του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου (βλέπε για την εξέγερση αυτή στο λήμμα Κορνέσιος Χατζηγεωργάκης). Ο δραγομάνος Κορνέσιος σώθηκε φεύγοντας κρυφά στην Κωνσταντινούπολη, το δε κονάκι του, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, λεηλατήθηκε από τους στασιαστές. Λεηλατήθηκε επίσης το σπίτι του γραμματικού του Σολωμού. Τα εξαγριωμένα πλήθη πολιόρκησαν και την Αρχιεπισκοπή, κακοποίησαν τον γηραιό αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο κι επρόκειτο να λεηλατήσουν και το μέγαρο, αλλά επενέβη με θάρρος και ψυχραιμία ο Κυπριανός που κατέστη ο φύλαξ άγγελος της Χριστιανικής κοινότητας, όπως γράφει ο περιηγητής Αλή Μπέη που είχε επισκεφθεί την Κύπρο λίγο αργότερα, το 1806. Με υποσχέσεις και δωροδοκίες και διάφορους ελιγμούς, ο οικονόμος Κυπριανός κατόρθωσε να κάμψει και, στη συνέχεια, να εξουδετερώσει την μανία των στασιαστών, αποτρέποντας έτσι πολλά δεινά.

 

Στο μεταξύ, εστάλησαν στην Κύπρο στρατεύματα από τη Μικρά Ασία (Καραμανιά), συνολικά 2.000 άνδρες μ’ επικεφαλής τους αδελφούς πασάδες Αχμέτ και Αμπιτίν, που βάδισαν από τη Μελανδρίνα (όπου αποβιβάστηκαν) προς την Κυθρέα και τη Λευκωσία. Οι δυο πασάδες έστησαν το στρατόπεδό τους στον Άγιο Δομέτιο και πολιόρκησαν τη Λευκωσία, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των στασιαστών. Η πολιορκία κράτησε μήνες, και για τους Χριστιανούς που ζούσαν μέσα στην πόλη η κατάσταση είχε καταστεί αφόρητη˙ εξάλλου απειλούνταν και από τους ίδιους τους Τούρκους στασιαστές με ολοκληρωτικό αφανισμό. Επενέβησαν οι πρόξενοι της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας (των δυο τελευταίων χωρών ήσαν Κύπριοι, οι Α. Βοντιτσιάνος και Κ. Περιστιάνης αντιστοίχως) για διαπραγματεύσεις μεταξύ των στασιαστών και των πολιορκητών. Στις διαπραγματεύσεις αναμείχθηκε και ο Κυπριανός, εκ μέρους του αρχιεπισκόπου. Ο Κυπριανός είχε και την οικονομική διαχείριση για τις δαπάνες των στρατευμάτων που είχαν έλθει από τη Μικρά Ασία ύστερα από ενέργειες του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Οι πολιορκητές υπεσχέθησαν αμνηστία στους στασιαστές, μετά την παράδοση των στασιαστών όμως, η υπόσχεση δεν τηρήθηκε και πολλοί εκτελέστηκαν. Ακολούθησε η δραστηριότητα του Αλτιπαρμάκκη* και των ανδρών του, που κι αυτοί όμως αντιμετωπίστηκαν κι εξουδετερώθηκαν από τον τουρκικό στρατό.

 

Για τους Χριστιανούς της Κύπρου η στάση του 1804 σήμαινε και την ύπαρξη τεράστιου οικονομικού προβλήματος, αφού σ’ αυτούς φορτώθηκαν τα οικονομικά βάρη περιλαμβανομένων και των εξόδων για τον στρατό που είχε έλθει από τη Μικρά Ασία. Την εποχή αυτή τα χρέη της Αρχιεπισκοπής ανήλθαν στα ενάμισι με δυο εκατομμύρια γρόσια και το πρόβλημα αφέθηκε να λυθεί από τον Κυπριανό. Στα χρόνια που ακολούθησαν, σε 15.000 Κυπρίους φορολογουμένους είχε επιβληθεί και έκτακτη φορολογία από 20 γρόσια και 30 παράδες στον καθένα κατ’ έτος, πράγμα που σήμαινε την είσπραξη περίπου 30.000 γροσιών επιπλέον κάθε χρόνο για τα επόμενα 5-7 χρόνια. Γίνεται φανερό ότι κατά το διάστημα αυτό η Αρχιεπισκοπή είχε εισπράξει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα απαιτούνταν για να εξοφληθεί το χρέος του 1804.

 

Εξαιτίας των γεγονότων του 1804, εν πάση περιπτώσει, είχε χυθεί στην Κύπρο αρκετό τουρκικό αίμα. Τούτο οι Τούρκοι δεν το συγχώρεσαν ούτε στον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο, που εκτελέστηκε το 1809, ούτε και στον Κυπριανό, που εκτελέστηκε το 1821. Σ’ ό,τι αφορά την περίπτωση του Κορνέσιου, η περιουσία του στην Κύπρο είχε δημευθεί ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, το 1808. Το αρχοντικό του στη Λευκωσία είχε σφραγισθεί και την φύλαξή του είχε αναλάβει ο Κυπριανός.