Πέτρος Α' Λουζινιάν

Πόλεμοι κατά των Τούρκων

Image

Η Κύπρος περιβαλλόμενη από χώρες στις οποίες είχαν κυριαρχήσει οι Μωαμεθανοί (από τη Μικρά Ασία στα βόρεια του νησιού μέχρι τη Συροπαλαιστίνη και τους Αγίους Τόπους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά και μέχρι την Αίγυπτο στα νότια) είχε καταστεί το «προκεχωρημένο φυλάκιο» των χριστιανικών δυτικών δυνάμεων στην Ανατολή, μετά την εκδίωξη των Λατίνων, ιδίως από τη Συροπαλαιστίνη, στο β΄ μισό του προηγούμενου αιώνα. Ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α΄ είχε συνειδητοποιήσει την όλη σημασία του βασιλείου του, που υφίστατο ως «σφήνα» στην Ανατολική Μεσόγειο, κι είχε θεωρήσει ως σημαντική αποστολή για τον ίδιο τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων. Πιθανότατα έτρεφε και τη μεγάλη φιλοδοξία να ανακτήσει το χαμένο βασίλειο των Ιεροσολύμων που ανήκε κι αυτό στους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου οι οποίοι εξακολουθούσαν να στέφονται (στην Αμμόχωστο) και ως βασιλιάδες των Ιεροσολύμων. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι ο Πέτρος Α΄ είχε στεφθεί ως βασιλιάς των Ιεροσολύμων στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο το Πάσχα (5 Απριλίου) του 1360, από τον έξαρχο του πάπα Πέτρο Θωμά του τάγματος των Καρμηλιτών.

 

Ήταν φανερό ότι το βασίλειο της Κύπρου, επειδή ήταν νησί, δεν διέτρεχε τότε θανάσιμο κίνδυνο από τους μη Χριστιανούς των γύρω χωρών, οι οποίοι δεν διέθεταν τα απαραίτητα μέσα (όπως ισχυρό ναυτικό) για να αποτελούν ιδιαίτερα σοβαρή απειλή. Οι επιδρομές που γίνονταν ήσαν περισσότερο περιορισμένες πειρατικές ενέργειες παρά μεγάλης κλίμακας εισβολή (που για πρώτη φορά διενεργήθηκε από τους Αιγυπτίους σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, το 1425-6). Όμως ο Πέτρος έκρινε πως η Κύπρος μπορούσε κι έπρεπε να επιτεθεί αντί ν' αναμένει να της επιτίθενται. Θεώρησε, δηλαδή, ως ορθότερη ενέργεια την επίθεση παρά την άμυνα. Η αρχή έγινε στις αρχές του 1360 με την Κώρυκο, οχυρωμένο λιμάνι της Μικρής Αρμενίας, απέναντι από τη βόρεια ακτή της Κύπρου. Ας σημειωθεί ότι και στη Μικρά Ασία απλώνονταν οι φιλοδοξίες του Πέτρου, αφού το βασίλειο της Μικρής Αρμενίας, που είχε σχεδόν διαλυθεί εξ αιτίας των επιτυχιών των Τούρκων που προήλαυναν, σχετιζόταν στενά με το βασίλειο της Κύπρου λόγω του ότι με τη σύναψη γάμων, η βασιλική οικογένεια της Μικρής Αρμενίας ήταν συγγενής με τη βασιλική οικογένεια των Λουζινιανών της Κύπρου. Τον Ιανουάριο, λοιπόν, του 1360, οι κάτοικοι της Κωρύκου έστειλαν εκπροσώπους τους στην Κύπρο για να ζητήσουν από τον βασιλιά Πέτρο να τους προστατεύσει. Η Κώρυκος αντιμετώπιζε την άμεση απειλή των Τούρκων κι είχε και λίγο πιο πριν ζητήσει την υποστήριξη του βασιλιά Ούγου (του πατέρα του Πέτρου) που όμως δεν δόθηκε. Τώρα η Κώρυκος επανερχόταν με αίτημα να τεθεί υπό την εξουσία του βασιλιά της Κύπρου που έτσι θ’ ανελάμβανε και την υπεράσπισή της. Ο Πέτρος θεώρησε ως ευκαιρία αλλά και πλεονέκτημα για την Κύπρο να κατέχει αυτό το σημαντικό προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία. Έτσι αμέσως ανταποκρίθηκε θετικά κι ανέλαβε να κατέχει και να υπερασπίζεται την Κώρυκο, στην οποία κι έστειλε στρατιωτική ενίσχυση από την Κύπρο με αρχηγό τον ιππότη Ρομπέρτο ντε Λουζινιάν. Οι Τούρκοι αντέδρασαν στην κατάληψη της Κωρύκου από τους Κυπρίους, αλλά οι συχνές επιθέσεις τους αποκρούονταν με επιτυχία.

 

Η κατάληψη της Κωρύκου θορύβησε τους διάφορους ανεξάρτητους Μωαμεθανούς ηγεμόνες της Μικράς Ασίας (όπως τον μεγάλο Καραμάνο και τους εμίρηδες της Αλλαγίας και του Κανδηλόρου) που συνασπίστηκαν κατά του Πέτρου, σχεδιάζοντας μάλιστα να επιτεθούν και στην ίδια την Κύπρο, αφού συγκέντρωναν αρκετά καράβια. Ο Πέτρος εξόπλισε αμέσως τις δικές του γαλέρες, ζητώντας επίσης και ναυτική ενίσχυση από τους Ιωαννίτες της Ρόδου που ανταποκρίθηκαν με 4 γαλέρες που προσετέθησαν στα 46 κυπριακά καράβια. Εκλήθησαν επίσης, από τον Πέτρο, να έλθουν μαζί του κι άλλοι που διέθεταν καράβια και πληρώματα (Ευρωπαίοι τυχοδιώκτες, καθώς και πειρατές, ενώ ο πάπας έστειλε 2 γαλέρες). Έτσι, τον Ιούλιο του 1361 ο Πέτρος διέθετε μια δύναμη από 120 καράβια στα οποία επιβιβάστηκε και το στράτευμά του. Με τη δύναμη αυτή ο Πέτρος έπλευσε στη Μικρά Ασία, προλαβαίνοντας να επιτεθεί πρώτος αυτός. Στις 23-24 Αυγούστου του 1361 ο κυπριακός στόλος και στρατός έφθασε στην Αττάλεια. Ο Πέτρος ηγείτο προσωπικά της επίθεσης κατά της σημαντικής αυτής πόλης, που την κατέλαβε το απόγευμα της 24ης Αυγούστου του 1361. Η πρώτη αυτή μεγάλη νίκη του Πέτρου καταθορύβησε τους λοιπούς εμίρηδες της περιοχής, που έσπευσαν να ζητήσουν τη σύναψη ειρήνης μαζί του, προσφερόμενοι μάλιστα να καταβάλλουν στην Κύπρο ετήσιο υποτελικό φόρο. Ο Πέτρος δέχθηκε την προσφορά κι έστειλε τα σύμβολα και λάβαρά του ν’ αναρτηθούν στις διάφορες πόλεις της νότιας Μικράς Ασίας. Ο ίδιος, αφού παρέμεινε στην Αττάλεια μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου (του 1361), πήγε στη συνέχεια με τον στρατό του στην Αλλαγία. Εκεί ο εμίρης της πόλης βγήκε και τον προσκύνησε, παραδίδοντάς του τα κλειδιά του κάστρου του και πολλά δώρα. Το ίδιο συνέβη και με άλλο ηγεμόνα της περιοχής, τον Μονοβγάτη. Έτσι, τροπαιοφόρος, ο Πέτρος γύρισε στην Κύπρο στις 22 Σεπτεμβρίου του 1361.

 

Στο μεταξύ ο εμίρης της Αττάλειας, ο Τεκές, αφού έχασε την πόλη του συγκέντρωσε ξανά στρατό και με επανειλημμένες επιθέσεις προσπαθούσε να την ανακαταλάβει. Δόθηκαν επανειλημμένα σκληρές μάχες και οι Κύπριοι κατόρθωσαν να κρατήσουν την πόλη αυτή, μάλιστα δε να κυριεύσουν κι ένα φρούριο ακόμη στην περιοχή των Μύρων.