Συρία και Κύπρος

Σχέσεις Κύπρου-Συρίας κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια

Image

Η όλη κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο διαφοροποιήθηκε ριζικά με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος και κατέλυσε την Περσική αυτοκρατορία. Οι Κύπριοι συνέδραμαν στρατιωτικά τον Αλέξανδρο στην πολιορκία και κατάληψη της Τύρου, στη συνέχεια δε αρκετοί τον ακολούθησαν στα βάθη της Ασίας.   Όπως και η Αίγυπτος και η Κύπρος, έτσι κι ολόκληρη η Συροπαλαιστίνη εντάχθηκαν στο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

Ο πρόωρος θάνατος του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) δημιούργησε νέα μεγάλη αναστάτωση με τον διαμοιρασμό της αχανούς αυτοκρατορίας του μεταξύ των Επιγόνων. Δύο απ' αυτούς, ο Πτολεμαίος Α’ και ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ήσαν οι βασικοί διεκδικητές της Κύπρου· ο πρώτος είχε γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου, ενώ ο δεύτερος της Συρίας και Φοινίκης, μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας και άλλων ακόμη περιοχών. Η Κύπρος βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης, μετά δε την κατάκτησή της από τον Δημήτριο* τον Πολιορκητή (γιο του Αντιγόνου), εντάχθηκε για πολύ σύντομο διάστημα στο βασίλειο του Αντιγόνου πριν ανακαταληφθεί οριστικά από τον Πτολεμαίο. Πρωτεύουσα του κράτους του Αντιγόνου είχε γίνει η πόλη που έφερε το όνομά του, η Αντιγονία η επί του Ορόντη ποταμού, στη Συρία.

 

Λίγο αργότερα ένας ακόμη στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς, ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ ή Σωτήρ, που μετά τον θάνατο του Αντιγόνου και ύστερα από δικές του περιπέτειες στην Ανατολή (εκστρατεία μέχρι και την Ινδία), ίδρυσε το βασίλειο των Σελευκιδών στην έκταση της σημερινής Συρίας. Αφού κατέστρεψε την Αντιγονία, έκτισε το 293 π.Χ. την πόλη Αντιόχεια την μεγάλη, επί του ποταμού Ορόντη απέναντι από την Κύπρο, την ενδοξότερη από τις 28 Αντιόχειες, με την οποία ποικίλες υπήρξαν οι σχέσεις της Κύπρου (βλέπε λήμμα Αντιόχεια και Κύπρος). Μεταξύ των σχέσεων αυτών σημαντικές ήσαν οι θρησκευτικές (κατά τα Χριστιανικά χρόνια), που περιελάμβαναν και ποικίλες σχέσεις με το πατριαρχείο Αντιοχείας. Εξάλλου στην ίδρυση της Αντιόχειας πήραν μέρος και Κύπριοι, όπως ανεφέρθη πιο πάνω, στον μύθο της Αμυκής.

 

Μεταξύ των Ελλήνων βασιλιάδων της Συρίας, της δυναστείας των Σελευκιδών, και της Κύπρου αναπτύχθηκαν επίσης διάφορες σχέσεις (βλέπε λήμμα Αντίοχος Β', Γ',Δ'). Συνοπτικά αναφέρουμε εδώ ότι ο Αντίοχος Β' (261-246 π.Χ.) ήταν μέθυσος κι είχε δύο Κυπρίους εραστές, τους Άριστο και Θεμίσωνα (όπως γράφει ο Αθήναιος), που στην ουσία αυτοί κυβερνούσαν το βασίλειό του. Ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας (223-187 π.Χ.) είχε βλέψεις και επί της Κύπρου, την οποία δοκίμασε να καταλάβει. Ο στόλος του όμως, που έπλευσε από τη Συρία προς την Κύπρο, καταστράφηκε από τρικυμία και το εγχείρημά του ματαιώθηκε, όπως γράφει ο Αππιανός (Συριακή, 4). Ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.), που είχε σημαντικές πολεμικές επιτυχίες και κατά της Αιγύπτου, κατέλαβε το 168 π.Χ. για σύντομο χρονικό διάστημα την Κύπρο, κατά τη διάρκεια του έκτου Συριακού πολέμου. Αναγκάστηκε όμως τελικά να αποχωρήσει, ύστερα από αξίωση των Ρωμαίων.

 

Γενικά, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, η Κύπρος αρκετές φορές βρέθηκε αναμεμειγμένη στους πολέμους μεταξύ των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και των Σελευκιδών της Συρίας, ή επηρεασμένη κατά διάφορους τρόπους από τους πολέμους αυτούς.

 

Ο Σέλευκος Α' Νικάτωρ ίδρυσε κι αυτός αρκετές πόλεις (υπολογίζονται γύρω στις 12) που έφεραν το όνομά του. Πλησιέστερη προς την Κύπρο ήταν η Σελεύκεια η επί των εκβολών του ποταμού Ορόντη, κοντά στην Αντιόχεια, απέναντι ακριβώς από το κυπριακό ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα. Με την πόλη αυτή, όπως και αρκετές άλλες της Συροπαλαιστινιακής ακτής (Λαοδίκεια [σημερινή Λατάκεια], Άραδος, Βύβλος, Σιδώνα, Τύρος, Πτολεμαΐς [αργότερα Άκρα], Ασκαλώνα), οι επαφές της Κύπρου ήταν πυκνές.

 

Από τη Σελεύκεια αναφέρεται ότι είχαν πλεύσει στην Κύπρο οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, που κήρυξαν τον Χριστιανισμό στο νησί. Επειδή μάλιστα οι απόστολοι ξεκίνησαν από την Αντιόχεια της Συρίας, αλλά και λόγω των γενικότερων στενών σχέσεων Συρίας και Κύπρου, αργότερα το πατριαρχείο Αντιοχείας θεώρησε ότι μέσω της Συρίας είχε διαδοθεί ο Χριστιανισμός στην Κύπρο. Για τον λόγο αυτό θεώρησε ότι η Εκκλησία της Κύπρου έπρεπε να υπαγόταν στο πατριαρχείο αυτό, γεγονός που προκάλεσε έντονη εκκλησιαστική διαμάχη μέχρι την οριστική αναγνώριση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου.

 

Με την έναρξη της ρωμαϊκής κυριαρχίας (58 π.Χ.), η Κύπρος υπήχθη διοικητικά στην επαρχία της Κιλικίας. Η αυτοκρατορία των Ρωμαίων επεκτάθηκε και σε όλες τις χώρες γύρω από την Κύπρο, περιλαμβανομένης της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου. Περί το τέλος της ρωμαϊκής κυριαρχίας, συγκεκριμένα δε μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (293 μ.Χ.), που ολοκληρώθηκαν λίγο αργότερα από τον Μέγα Κωνσταντίνο, η Κύπρος εντάχθηκε στην επαρχία της Εώας (Ανατολής), με έδρα την Αντιόχεια. Η πολιτική, διοικητική και πολιτιστική εξάρτηση της Κύπρου από την Αντιόχεια σήμαινε, ως ένα βαθμό, νέες συριακές επιδράσεις στο νησί, όπως λ.χ. σε τομείς των εκκλησιαστικών τεχνών.