Ιστορικό Αρχείο Τράπεζας Κύπρου

Η Εκκλησιαστική Κρίση του 1972-73 και η Τράπεζα Κύπρου

Image

Στο πλαίσιο των συνεχών πολιτικών, κοινωνικών και στρατιωτικών προκλήσεων από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που αντιμετώπισε η κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', περιλαμβάνεται και η Εκκλησιαστική Κρίση του 1972-73. Η κρίση δημιουργήθηκε από τους μητροπολίτες Κιτίου Άνθιμο, Κηρυνείας Κυπριανό και Πάφου Γεννάδιο, ενώ κατά καιρούς χαρακτηρίστηκε και ως "Εκκλησιαστικό Πραξικόπημα". Συγκεκριμένα, κατά τη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, στις 2 Μαρτίου 1973, κατατέθηκε πρόταση από τους τρεις μητροπολίτες για παραίτηση του Μακαρίου από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, ενέργεια που προκάλεσε μια από τις σοβαρότερες εκκλησιαστικές κρίσεις του 20ού αιώνα στο νησί, όπως και το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910. Οι μητροπολίτες απαίτησαν για πρώτη φορά από τον Μακάριο να εγκαταλείψει την κοσμική του εξουσία και να περιοριστεί στα θρησκευτικά του καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1968, τον ίδιο χρόνο που η σταδιακή απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου από την πολιτική του "ευκταίου" και την υιοθέτηση της πολιτικής του "εφικτού" ήταν πλέον ξεκάθαρη. Η απαίτηση αυτή, παρ' όλο που είχε κατά κύριο λόγο πολιτικά κίνητρα, στηριζόταν σε ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που απαγόρευαν σε ιερωμένους να κατέχουν κοσμικά αξιώματα. Ο Μακάριος διαφωνώντας έφερνε παραδείγματα από τη Βυζαντινή και σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, όπου κληρικοί κατείχαν υψηλές πολιτικές θέσεις, ενώ επικαλείτο άλλους ιερούς κανόνες που ενίσχυαν τη θέση του. Η κρίση εμβάθυνε περισσότερο τον διχασμό μεταξύ των Κυπρίων, ενώ ταυτόχρονα ενεπλάκησαν στη διαμάχη πολλά Ορθόδοξα Πατριαρχεία, με το σύνολό τους να στηρίζουν τον Μακάριο. Το όλο συμβάν έλαβε τέλος τον Ιούλιο του 1973, όταν η Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, που συγκλήθηκε στη Λευκωσία, θεώρησε άκυρη την καθαίρεση Μακαρίου από τους τρεις μητροπολίτες και έπειτα επέφερε την έκπτωσή τους από το αξίωμά τους. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν αναγνώρισαν την απόφαση της συνόδου, με αποτέλεσμα η διαμάχη στο νησί να εξακολουθήσει.

 

Η Τράπεζα Κύπρου

Η Τράπεζα Κύπρου ανέκαθεν στήριζε τη νόμιμη κυβέρνηση στο νησί, ειδικότερα σε περιόδους κρίσης και κοινωνικοπολιτικής αναταραχής. Ήδη, σε τηλεγράφημα ημερομηνίας 13 Μαρτίου 1970, ο τότε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας Κωνσταντίνος Σεβέρης εξέφρασε την ομόφωνη θέση του συμβουλίου για αποστροφή και "αισθήματα βδελυγμίας" προς την απόπειρα δολοφονίας κατά του Αρχιεπισκόπου (εικ. 1). Ο Μακάριος απάντησε με χειρόγραφη επιστολή του λίγες ημέρες αργότερα, εκφράζοντας ευχαριστίες και αισθήματα βαθιάς συγκίνησης (εικ. 2).

 

 

Στο πλαίσιο της νομιμότητας ενήργησε η Τράπεζα Κύπρου και κατά τη Εκκλησιαστική Κρίση του 1972-73, όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του Κωνσταντίνου Σεβέρη με τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς και οι επιστολές που έστειλαν στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας ο μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος και ο χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας Χρυσόστομος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α', 1977-2006), σε μια προσπάθεια για έλεγχο των οικονομικών της Εκκλησίας από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Σε επιστολή ημερομηνίας 16 Απριλίου 1973, ο Πάφου Γεννάδιος, σε μια προσπάθεια να αναλάβει τον έλεγχο των οικονομικών της Εκκλησίας της Κύπρου, ανακοινώνει στον διευθυντή της τράπεζας την καθαίρεση του Μακαρίου και την επαναφορά του στην τάξη των λαϊκών, καθώς και την ανάληψη του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου από τον ίδιο, ως Τοποτηρητή (εικ. 3). Ο Γεννάδιος προσπαθεί να πείσει τον Σεβέρη για τη νομιμότητα της ενέργειας των τριών μητροπολιτών και ακολούθως ζητά να αναλάβει τον απόλυτο οικονομικό έλεγχο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, ανακοινώνοντας πως πλέον οποιαδήποτε συναλλαγή της Εκκλησίας θα πρέπει να εγκρίνεται από τον ίδιο. Σε δεύτερη επιστολή του ημερομηνίας 3 Μαΐου 1973, ο Γεννάδιος παρακαλεί τον πρόεδρο του συγκροτήματος να του αποστείλει την κατάσταση και πληροφορίες για τον λογαριασμό της Αρχιεπισκοπής (εικ. 4).

 

Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Σεβέρης απάντησε σε οποιαδήποτε από τις επιστολές του Γεννάδιου. Αντιθέτως, η τράπεζα δεν επέτρεψε ποτέ στους μητροπολίτες να αναλάβουν έλεγχο των οικονομικών της Αρχιεπισκοπής, ένα σημαντικό βήμα που θα βοηθούσε κατά πολύ την επίτευξη των στόχων τους. Αξίζει να αναφερθεί πως οι δύο αυτές επιστολές πιθανότατα να ήταν οι μοναδικές προσπάθειες των μητροπολιτών να επικοινωνήσουν ευθέως με το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου, ενώ η αποστροφή του οργανισμού προς το πρόσωπό τους δείχνει την πλήρη αποστασιοποίησή του έναντι των δυνάμεων που απειλούσαν τη νομιμότητα και την ομαλή λειτουργία του κράτους. Τον επίλογο της επίσημης εμπλοκής της τράπεζας στην Εκκλησιαστική Κρίση θα δώσει ο Κωνσταντίας Χρυσόστομος, εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, σε επιστολή του ημερομηνίας 17 Ιουλίου 1973 (εικ. 5). Μεταξύ άλλων ανακοινώνει την καθαίρεση του μητροπολίτη Ανθίμου από τη Σύνοδο της 14ης Ιουλίου 1973 και την ανάληψη του Μητροπολιτικού Θρόνου Κιτίου από τον Μακάριο, ενώ τονίζει ότι οποιαδήποτε "υπογραφή ή πράξις" του καθηρημένου μητροπολίτη δεν αντιπροσωπεύει την Ιερά Μητρόπολη Κιτίου. Ένα εξίσου σημαντικό έγγραφο που συσχετίζεται με το όλο συμβάν, αντίγραφο του οποίου έχει στη διάθεσή του το Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας Κύπρου, είναι ένα σημείωμα, που στάλθηκε πιθανότατα από τους μητροπολίτες ή τους εκπρόσωπούς τους. Το συγκεκριμένο έγγραφο προκρίνει την εξουσιοδότηση του "Τοποτηρητή" Γεννάδιου, ως διαχειριστή του Ταμείου του Κλήρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου (εικ. 6). Το συγκεκριμένο ταμείο είχε αποθηκευμένο την εν λόγω περίοδο, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, της τάξης των 5.000 λιρών. Αυτό το σημείωμα, εμπίπτει στη γενικότερη προσπάθεια των μητροπολιτών να αναλάβουν τον έλεγχο των οικονομικών της Εκκλησίας της Κύπρου, και κατά συνέπεια τα διάφορα ταμεία των εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, αρκετά από τα οποία φυλάσσονταν στην Τράπεζα Κύπρου. Όπως και προηγουμένως, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την οποιαδήποτε απάντηση εκ μέρους του οργανισμού στο ανωτέρω αίτημα.

 

Με τον Μακάριο

Πριν ακόμα τερματιστεί η κρίση, το συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου απέστειλαν διάφορα τηλεγραφήματα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δείχνοντας έμπρακτα τη συνεχή στήριξή τους. Τον Φεβρουάριο του 1973 το δ.σ. της τράπεζας και ο πρόεδρος Σεβέρης "προσωπικώς", απέστειλαν τηλεγράφημα στον Μακάριο, συγχαίροντάς τον για την επανεκλογή του ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις εκλογές του ίδιου μήνα και, μεταξύ άλλων, εκφράζοντας ευχές για επιτυχία στις προσπάθειες του τελευταίου "προς αποκατάστασιν νόμιμων δικαιωμάτων Ελληνικού Κυπριακού λαού" (εικ. 7). Την περίοδο αυτή το δ.σ. είχε επίσης αποστείλει ευχές για την ονομαστική εορτή του Αρχιεπισκόπου, συγκεκριμένα στις 19 Ιανουαρίου (εικ. 8). Παρομοίως έπραττε ο οργανισμός σε κάθε επανεκλογή του Μακαρίου, ονομαστική εορτή του ή σε περιόδους πολιτικής αναταραχής. Ο Αρχιεπίσκοπος απαντούσε γραπτώς σε κάθε επιστολή του Κωνσταντίνου Σεβέρη (εικ. 9), δείχνοντας με τα γραφόμενά του την εκτίμησή του προς το πρόσωπο του προέδρου και των υπόλοιπων μελών του διοικητικού συμβουλίου.

 

Ανδρέας Κοκκινόφτας

Ιστορικός/ερευνητής συνεργάτης Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας Κύπρου

 

 

Βιβλιογραφία:

  1. Γιάννης Κ. Λάμπρου, Τα Χρόνια Μετά Την Ανεξαρτησία 1960-2008, Αθήνα 2008, σ. 275-289.
  2. "Η εν Κύπρω Εκκλησιαστική Κρίσις (2 Μαρτίου 1972-2 Μαΐου 1973)", Απόστολος Βαρνάβας, τ. 34, Λευκωσία 1973, σ. 195-219.
  3. "Η εν Λευκωσία Μείζον και Υπερτελής Σύνοδος (3 Μαΐου-14 Ιουλίου 1973)", Απόστολος Βαρνάβας, τ. 34, Λευκωσία 1973, σ. 220-259.
  4. Αρχειακές πηγές από το Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας Κύπρου.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image