Βάβλα

Image

Χωριό στα δυτικά της επαρχίας Λάρνακας, ΝΔ. των Λευκάρων και 2 περίπου χμ. στα ΒΔ. του μοναστηριού του Αγίου Μηνά. Τοποθετημένο σ' ένα υψόμετρο κάπου 470 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται 400 μ. στα δυτικά της όχθης του ποταμού του Αγίου Μηνά. Το χωριό είναι προστατευμένο από τους ανέμους, μια και το υψόμετρο στα δυτικά και βόρειά του, καθώς και στην απέναντι όχθη του ποταμού είναι ψηλότερο.

 

Το διαμελισμένο τοπίο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού του Αγίου Μηνά, δημιουργήθηκε πάνω στις κρητίδες, τις μάργες και τις μαργαϊκές κρητίδες στα νότια, και τις λάβες και τους διαβάσες στα βόρεια. Πάνω στα φαιοχώματα του βόρειου τμήματος του χωριού και τα ασβεστούχα εδάφη του νοτίου και με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 575 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνται αμπέλια οινοποιήσιμων ποικιλιών, λίγα εσπεριδοειδή, ελιές, χαρουπιές, αμυγδαλιές, λίγα σιτηρά και πολύ λίγα λαχανικά. Ακόμη στο χωριό, λόγω κυρίως αρκετών εγκαταλειμμένων ιδιοκτησιών, φυτρώνει μια πλούσια φυσική βλάστηση από αγριοχαρουπιές, αγριοελιές, ασπάλαθο, λάδανο, σχίνο και θυμάρι. Πολύ περιορισμένη είναι και η κτηνοτροφική παραγωγή.

 

Ο οικισμός διασχίζεται σχεδόν στη μέση από το δρόμο που οδηγεί στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στα βόρεια, ενώ εκείνη του Αρχαγγέλου στα νότια.

 

Η Βάβλα είναι από τα λίγα χωριά της Κύπρου που γνώρισαν πληθυσμιακή παρακμή από το 1921. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 218 
1891 258 
1901 250 
1911 265 
1921 273 
1931 243 
1946 204 
1960 133 
1973 102 
1976 95 
1982 57 
1992 58 
2001 48 (περιλ. μονής Αγίου Μηνά)
2011 52
2021 50

 

Στον  πληθυσμό των απογραφών του 1976 και του 1982 περιλαμβάνονται και οι ένοικοι      του μοναστηριού του Αγίου Μηνά που περιλαμβάνεται στα διοικητικά όρια της Βάβλας.

 

Ο κυριότερος λόγος της πληθυσμιακής μείωσης οφείλεται κυρίως στη μετανάστευση του πληθυσμού σε χώρες του εξωτερικού, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε και σ' άλλα γειτονικά χωριά (Λάγια από το 1921, Πάνω Λεύκαρα από το 1931).

 

Η Βάβλα συνδέεται με τη Λάγια και την Ορά στα βορειοδυτικά, με τον Κάτω Δρυ και τα Λεύκαρα στ' ανατολικά και στα βορειοανατολικά, και τη Χοιροκοιτία στα νοτιοανατολικά.

 

Ο Τζέφρυ βρήκε το χωριό χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αναφέροντας όμως ότι «τον 14ο αιώνα το Τάγμα των Δομινικανών κατείχε  το μοναστήρι  του Αγίου Επιφανίου που το 1461, περίοδο της γενικής παρακμής της Λατινικής Εκκλησίας στην Κύπρο, έγινε περιουσία της οικογένειας Κωνστάντζο. Δεν μπορεί ένας να επισημάνει σήμερα τα ίχνη του παλαιού αυτού μοναστηριού».

 

Σύμφωνα με τον Λοΐζο Φιλίππου, στη Βάβλα λειτούργησε σχολείο από το 1836 και οι «διδάσκαλοι ἐδίδασκον εἰς τάς οἰκίας των. Κάποιος ἐδίδασκεν εἰς τό ἐσώσπιτον διότι κατά τήν παράδοσιν οἱ Τοῦρκοι δέν ἐπέτρεπον τήν φανεράν λειτουργίαν τοῦ σχολείου. Ἐλάμβανεν ὡς ἀμοιβήν του ὀλίγα γρόσια κι ἓνα ψωμί καθ' ἓκαστον Σάββατον».

 

Το χωριό αναφέρει ο μεσαιωνικός χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος, γράφοντας ότι το 1461 είχε παραχωρηθεί από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β' στον υποστηρικτή του Μούτζιο Κωνστάντζο, μαζί με άλλα χωριά.

 

Σε σχετικό κατάλογο χωριών που ανήκαν στην ιδιοκτησία του Τάγματος των Ναϊτών ιπποτών και που μετά τη διάλυση του τάγματος αυτού (το 1313) εδόθησαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών, ένα των χωριών που αναγράφεται με παραφθαρμένο όνομα από τον Φλώριο Βουστρώνιο, πιθανώτατα ήταν η Βάβλα. Πάντως το χωριό οπωσδήποτε υφίστατο τότε ως φέουδο. Ο Φλώριος Βουστρώνιος αναφέρει αλλού στο έργο του σαφώς το χωριό (γράφοντάς το ακριβώς Vavla). Σημειώνει επί του προκειμένου ότι το 1461 η Βάβλα είχε δοθεί από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄ ως ιδιωτικό φέουδο στον ευγενή Μούτζιο ντε Κωνστάντζο*. Προκειμένου ο βασιλιάς να στράτευε στην υπηρεσία του τον ντε Κωνστάντζο, Σικελό πλοίαρχο, του προσέφερε μεγάλη κτηματική περιουσία στην Κύπρο που, εκτός από τη Βάβλα, περιελάμβανε και αρκετά άλλα χωριά μεταξύ των οποίων και η Μοσφιλωτή, ο Κόρνος, ο Δελίκηπος, το Άρσος της Μεσαορίας και άλλα ακόμη.

 

Στη Βάβλα έπεσε μαχόμενος στις 27.8.1958 ο ήρωας της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Παρίδης*.

 

Τοπων: Βάβλα, ονομασία που απαντάται κατά τον Μεσαίωνα για φέουδο, το οποίο ο Ιάκωβος Β' ο Νόθος έδωσε μαζί με άλλα στον Μούτζιο ντε Κωνστάντζο, ευγενή Ναπολιτάνο, που κατά τον Οκτώβριο του 1461, οδήγησε τη γαλέρα του σ' αυτόν. Ο Ιάκωβος τον διόρισε ναύαρχο της Κύπρου και τον νύμφευσε με μια κόρη του Θωμά ντε Βερνί. Κατά μια πληροφορία εδώ υπήρχε μοναστήρι του Αγίου Επιφανίου που μαζί με το φέουδο ανήκε στους Δομινικανούς μοναχούς, ως την εκχώρηση του φέουδου στον Κωνστάντζο. Στους μεσαιωνικούς χάρτες σημειώνεται ως Vala ή Vaules σε έγγραφο γαλλικό του 1367, και Vaula σε άλλο έγγραφο, γαλλικό επίσης, του 1423. Το όνομα πιθανώς προέρχεται από το ιταλικό Vavala > Vavla > Βάβλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, για την οποία όμως δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία, η ονομασία προήλθε από ένα είδος ακακίας που στην Αίγυπτο εχρησιμοποιείτο στη ναυπήγηση καραβιών και λεγόταν βάβλα.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image