Βεκίλ ραγιασί vekil rayâsi

O τουρκικός αυτός όρος σημαίνει αντιπρόσωπος των ραγιάδων. Αναφέρεται στους αρχιεπισκόπους της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας, ως αντιπροσώπων των Ελλήνων του νησιού απέναντι στην οθωμανική εξουσία και ως μεσολαβητών με ειδικές ευθύνες, καθήκοντα και δικαιώματα. Αναφέρεται δηλαδή ο όρος στην εθναρχική ιδιότητα και λειτουργία των αρχιεπισκόπων της Κύπρου (βλέπε λήμμα Τουρκοκρατία).

 

Τουλάχιστον δυο φορές κατά την Τουρκοκρατία η θέση και οι λειτουργίες του αρχιεπισκόπου ως βεκίλ ραγιασί επαναβεβαιώθηκαν και σταθεροποιήθηκαν από την κεντρική εξουσία, κατά το 1640 ή 1669 και κατά το 1754.

 

Ο αντίστοιχος ελληνικός όρος, όπως τον χρησιμοποιεί ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία.... 1788, ο. 316) είναι «τοῦ Ραγιᾶ τῆς Νήσου κοτζαμπασίδες εἲτε Ἐπιστάται καί Ἐπίτροποι». Αναφέρεται δε σ' όλους τους αρχιερείς κι όχι μόνο στον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου.