Γανωματής

Image

Λαϊκός τεχνίτης της Κύπρου των περασμένων εποχών. Λεγόταν και μάντης. Στην Ελλάδα λέγεται γανωτής. Είναι ο τεχνίτης που γάνωνε - χάρκωνε (=επικασσιτέρωνε) τα διάφορα χάλκινα μαγειρικά και άλλα σκεύη. Σε παλαιότερες εποχές τέτοιοι τεχνίτες είτε είχαν τα μαγαζιά τους σε πόλεις και σε μεγάλα χωριά, είτε ήσαν περιοδεύοντες που ασκούσαν το επάγγελμά τους ταξιδεύοντας από χωριό σε χωριό.

 

Βλέπε βίντεο: Το τραγούδι του Γανωματή

 

Η επικασσιτέρωση από τον γανωματή γινόταν αφού αυτός καθάριζε πρώτα καλά το εσωτερικό των σκευών. Το καθάρισμά τους γινόταν σε δυο φάσεις: Αρχικά ο γανωματής έτριβε γερά τα σκεύη αφού έριχνε σ' αυτά ψιλοκοπανισμένη σκουριά την οποία προμηθευόταν από τους άχρηστους σωρούς στις περιοχές των αρχαίων καμινιών επεξεργασίας χαλκού, που υφίσταντο σε διάφορα μέρη του νησιού (Σκουριώτισσα, Μιτσερό, Έμνες κ.ά.). Όταν επρόκειτο να επικασσιτερώσει μεγάλου μεγέθους σκεύη, όπως μεγάλα χαρτζ'ιά, το καθάρισμα των οποίων απαιτούσε μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη, τότε χρησιμοποιούσε τα πόδια του, τυλιγμένα με κουρέλια, για το τρίψιμο των δοχείων. Τοποθετούσε το σκεύος πλαγιαστά, ο ίδιος στήριζε την πλάτη του σ' ένα τοίχο, κι έβαζε το κάτω μισό μέρος του σώματός του μέσα στο σκεύος. Το τρίψιμό του γινόταν με περιστροφές του κορμιού του γανωματή και χρήση των ποδιών του. Αφού με τη βοήθεια της σκουριάς το σκεύος καθαριζόταν, ακολουθούσε και δεύτερο καθάρισμα με χημικό τρόπο. Το σκεύος ετοποθετείτο στη φωτιά, κι αφού ζεσταινόταν καλά, ο γανωματής έριχνε μέσα σ' αυτό σκόνη από νησιαστήρι (χλωριούχο αμμώνιο) που από την επαφή του με τα ζεστά τοιχώματα του σκεύους έβγαζε καπνό και έντονη μυρωδιά. Η χημική αντίδραση καθάριζε το σκεύος.

 

Αμέσως μετά ακολουθούσε το καθαυτό γάνωμα: Στο ζεστό σκεύος ο γανωματής έριχνε κομμάτια από καλάι (κασσίτερο) που έλιωνε. Τον λιωμένο κασσίτερο άπλωνε με βαμβάκι σ' ολόκληρη την εσωτερική επιφάνεια του σκεύους, που έτσι γυάλιζε παίρνοντας ασημένιο χρώμα.

 

Σήμερα δεν υπάρχουν πια γανωματήδες στην Κύπρο. Το επάγγελμά τους ήταν ένα από εκείνα που εγκαταλείφθηκαν στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία χρησιμοποιούνται άλλων ειδών οικιακά σκεύη που δεν έχουν ανάγκη γανώματος.

 

Η λέξη γανωματής (καθώς και οι παράγωγές της) προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη γάνα (= οξείδωμα, μαυρίλα των μεταλλικών οικιακών σκευών), απ' όπου και το αρχ. ρήμα γανόω (= στιλβώνω, γυαλίζω).

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια