Γόλγοι ή Γολγοί ή Γόλγιον

Image

Αρχαία πόλη της Κύπρου που γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό ότι βρισκόταν κτισμένη στην περιοχή του σημερινού χωριού Αθηένου. Η τοποθεσία Γιόρκοι παρά την Αθηένου, ταυτίστηκε για πρώτη φορά προς τους αρχαίους Γόλγους από τον Αθανάσιο Σακελλάριο (Τα Κυπριακά, τόμος Α’, 1890, σσ. 193 κ.ε.). Ο Σακελλάριος ήταν ο πρώτος που είχε εντοπίσει στην τοποθεσία αυτή μερικά αρχιτεκτονικά οικιακά κατάλοιπα, στα 1851, δεν βρήκε όμως κατάλοιπα του ναού της Αφροδίτης Γολγίας, που ήταν κι ο αρχικός του στόχος. Ανασκαφικές δραστηριότητες ανέπτυξε στην περιοχή των αρχαίων Γόλγων και ο περιβόητος Τσεσνόλα, μεταξύ 1867 και 1870, με αποκλειστικό σκοπό την ανεύρεση θησαυρών. Ο Τσεσνόλα εντόπισε κι ανέσκαψε πολλούς άθικτους μέχρι τότε τάφους του αρχαίου νεκροταφείου των Γόλγων, καθώς και δυο τεμένη.

 

Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες για την ανακάλυψη της αρχαίας πόλης των Γόλγων άρχισαν το 1969 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1972, από αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Γ. Μπακαλάκη. Οι ανασκαφές έγιναν στην τοποθεσία Γιόρκοι, ενώ σε παραπλήσιες τοποθεσίες έγιναν, το 1971/72, και άλλες ανασκαφές από ισραηλιτική αποστολή του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιεροσολύμων.

 

Οι συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή των αρχαίων Γόλγων δεν συνεχίστηκαν, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής του 1974. Τα μέχρι τότε ανασκαφικά αποτελέσματα απέδειξαν ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από τον 16ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 12ο π.Χ. αιώνα, ξανακατοικήθηκε κατά τα Κυπρο - Γεωμετρικά χρόνια (1050-750 π.Χ.), και μέχρι τα Πρωτοχριστιανικά χρόνια. Απέδειξαν επίσης ότι το τείχος της πόλης των Γόλγων είχε καταστραφεί αμέσως μετά την υποταγή της Κύπρου στους Πτολεμαίους, περί το 310 π.Χ. (Για περισσότερες λεπτομέρειες των αρχαιολογικών ερευνών και ανακαλύψεων, βλέπε λήμμα Αθηένου αρχαιολογικός χώρος).

 

Ίδρυση και ονομασία της πόλης: Σύμφωνα προς την αρχαία παράδοση, δυο εκδοχές υφίσταντο, κι έχουν διασωθεί σε αρχαίες φιλολογικές πηγές, σχετικά με την ίδρυση και ονομασία της πόλης των Γόλγων:

 

α) Η πόλη ιδρύθηκε από Σικυώνιους αποίκους που είχαν φθάσει στην Κύπρο και είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή στο κέντρο του νησιού, με αρχηγό τους το Γόλγο. Από το όνομα του αρχηγού των Σικυώνιων αποίκων, πήρε και το όνομά της η πόλη που έκτισαν. Οι Σικυώνιοι αυτοί άποικοι είχαν έλθει στην Κύπρο από την Σικυώνα, αρχαία πόλη της Πελοποννήσου και πρωτεύουσα της περιοχής της Σικυωνίας, κοντά στην Κόρινθο.

 

Τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν αλλά ούτε και διαψεύδουν την παράδοση αυτή, που σχετίζεται και με το ευρύτερο θέμα του εποικισμού της Κύπρου από Έλληνες αποίκους.

 

β) Η δεύτερη παράδοση είναι μυθολογική και αναφέρει ότι η πόλη πήρε το όνομα του Γόλγου, γιου της Αφροδίτης και του Άδωνι.

 

Οι περισσότεροι από τους αρχαίους συγγραφείς που αναφέρονται στην πόλη αυτή την ονομάζουν Γολγοί (με τον τόνο στη λήγουσα), όπως ο Παυσανίας, ο Θεόκριτος και ο Στέφανος Βυζάντιος. Αντίθετα, ο Λυκόφρων την ονομάζει Γόλγοι. Κατά τον Κ. Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ , τόμος Ε΄, 1983, αρ. 139), ο τύπος Γόλγοι του Λυκόφρονος είναι μεταγενέστερος του τύπου Γολγοί των λοιπών συγγραφέων, και από τον μεταγενέστερο αυτό τύπο προήλθε και το σημερινό παρά την Αθηένου τοπωνύμιο Γιόρκοι.

 

Για την ετυμολογία του ονόματος Γολγοί ή Γόλγοι έχουν γραφτεί πολλά από διάφορους νεώτερους μελετητές. Ο Σίμος Μενάρδος θεωρεί ότι ο τύπος Γολγοί δεν ήταν παρά η κυπριακή απόδοση της λέξης βολβοί (= ρίζες φυτών με στρογγυλό σχήμα), γι' αυτό και η Αφροδίτη είχε στην περιοχή της πόλης αυτής το επίθετο Γολγία (= Βολβία), με τον ίδιο τρόπο που σε διάφορα μέρη της Ελλάδας η Αθηνά επονομαζόταν Κολοκασία (στη Σικυώνα), Κιδωνία,Κυπαρισσία κλπ.

 

Ξένοι μελετητές, όπως ο Oberhummer και ο Dugand, θεώρησαν ότι η ονομασία της πόλης των Γόλγων προέρχεται από σημιτικές λέξεις, γι’ αυτό και προχώρησαν να υποθέσουν ότι η πόλη αυτή ήταν αποικία των Φοινίκων. Προβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι λέξεις gilgal (= κύκλος από πέτρες) και Galilaia (=Γαλιλαία), μεταξύ εκείνων που πιθανό να έδωσαν την ονομασία Γόλγοι.

 

Οι πιο πάνω θεωρίες, και ιδίως η δεύτερη, αντιμετωπίζονται σήμερα με πολλή επιφύλαξη και με σκεπτικισμό. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιβεβαίωση ότι οι Γόλγοι αποτελούσαν φοινικική αποικία, αντίθετα μάλιστα η θεωρία αυτή αντικρούεται από το λογικό επιχείρημα ότι οι Φοίνικες, λαός ναυτικός και εμπορικός, δεν είχαν απολύτως κανένα λόγο να ιδρύσουν αποικία στο κέντρο της Κύπρου αντί στα παράλια, όπως για παράδειγμα το Κίτιον.

 

Άλλοι μελετητές, απορρίπτοντας τις πιο πάνω θεωρίες, αποδέχονται ότι το όνομα της πόλης αυτής είναι ετεοκυπριακό, προέρχεται δηλαδή από ονομασία που είχε δοθεί στην πόλη από αυτόχθονες κατοίκους της Κύπρου. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται από τρία, βασικά, στοιχεία:

 

α) Αποδεδειγμένα, από τις αρχαιολογικές ανασκαφές, η περιοχή είχε κατοικηθεί και πριν από την άφιξη στην Κύπρο των Αχαιών.

 

β) Στην περιοχή βρέθηκαν δυο επιγραφές με ακατανόητα κείμενα, τις οποίες ο Mitford θεωρεί ως ετεοκυπριακές.

 

γ) Σύμφωνα προς την παράδοση, στους Γόλγους είχε λατρευθεί η θεά Αφροδίτη από τα πανάρχαια χρόνια, κατά τον Παυσανία μάλιστα είχε λατρευθεί εδώ πιο πριν από τη λατρεία της στην Παλαίπαφο. Και η Αφροδίτη θεωρείται ως ετεοκυπριακή θεότητα, που αργότερα  εξελληνίστηκε.

 

Η λατρεία της Αφροδίτης: Όπως σημειώθηκε ήδη πιο πάνω, ο Παυσανίας γράφει (Ελλάδος Περιήγησις, 8.5,2) ότι η θεά Αφροδίτη λατρευόταν στους Γολγούς πριν ο Αγαπήνωρ γίνει οικιστής της Παλαιπάφου και ανεγείρει εκεί ιερό αφιερωμένο στη θεά. Μέχρι τότε, γράφει ο Παυσανίας, ἡ θεός παρά Κυπρίων τιμάς εἶχεν ἐν Γολγεῖς καλουμένῳ χωρίῳ.

 

Αλλά και ο Λυκόφρων γράφει (Ἀλεξάνδρα, στ. 589) ότι η Αφροδίτη είναι η άνασσα των Γόλγων (Γόλγων ἀνάσσης).

 

Ο Θεόκριτος επίσης, στα Ειδύλλιά του και συγκεκριμένα στο ειδύλλιο Αδωνιάζουσαι, σημειώνει για την Αφροδίτη: Δέσποιν’ ἃ Γολγῶς τε καί Ἰδάλιον ἐφίλησας... (Κυρά, που τους Γόλγους αγαπάς και το Ιδάλιον...).

 

Η λατρεία της Αφροδίτης στους Γόλγους σχετίζεται βέβαια και με την αρχαία παράδοση η οποία αποδίδει την θεμελίωση αλλά και το όνομα της πόλης στον Γόλγο, το γιό της θεάς.

 

Η λατρεία της Αφροδίτης στους Γόλγους αποδεικνύεται και από επιγραφές αφιερωμάτων που έχουν βρεθεί σε διάφορα μέρη. Στο Δάλι, επιγραφή αποκαλεί την Αφροδίτη Γολγίαν, όπως και επιγραφή που βρέθηκε στην Άχνα, και, φυσικά, και άλλες που βρέθηκαν στην περιοχή των Γόλγων.

 

Παρά το ότι η λατρεία της Αφροδίτης στους Γόλγους δεν αμφισβητείται, ωστόσο η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει ακόμη αποκαλύψει το ιερό της θεάς στην πόλη αυτή. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στην περιοχή έγιναν μικρής μόνο εκτάσεως ανασκαφές, που δεν συνεχίστηκαν μετά το 1974 εξαιτίας της τουρκικής εισβολής. Οι ανασκαφές αυτές έφεραν σε φως πολλά ιερά αναθήματα, κυρίως της Ύστερης εποχής του Χαλκού, που φανερώνουν την ύπαρξη, από τότε, σημαντικού τεμένους. Βρέθηκαν ακόμη μεγάλες ποσότητες χάλκινης σκουριάς, που υποδηλώνει την ύπαρξη εργαστηρίων κατεργασίας χαλκού, που συνδέονταν με τον λατρευτικό χώρο.

 

Λατρεία και άλλων θεοτήτων: Είναι πολύ πιθανό ότι στους Γόλγους συλλατρεύονταν, μαζί με την Αφροδίτη, και ο εραστής της Άδωνις, πατέρας εξάλλου του μυθικού ιδρυτή της πόλης.

 

Ο Απόλλων επίσης λατρευόταν στους Γόλγους, όπως αποδεικνύεται από την ανεύρεση στην περιοχή αρκετών αφιερωματικών στον Απόλλωνα επιγραφών. Ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα υφίστατο, κατά πάσαν πιθανότητα στους Γόλγους.  Άλλο ιερό του Απόλλωνος υφίστατο στην κοντινή περιοχή του χωριού Κόση και ανασκάφηκε το 1881 από τον Max Ohnefalsch Richter.

 

Στους Γόλγους βρέθηκαν και διάφορες άλλες επιγραφές σε αφιερώματα και προς άλλες, ελληνικές κυρίως, θεότητες όπως στην Αρτέμιδα, στη Δήμητρα, στον Δία, στον Ήλιο και στο Θεό Ύψιστο. Επίσης, βρέθηκε επιγραφή αφιερωματική προς την Ίσιδα.

 

Ιστορία της πόλης: Για την ιστορία της πόλης των Γόλγων δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Μερικοί παλαιότεροι μελετητές ταύτισαν τους Γόλγους με τα Κούκλια της Πάφου, όπου κυρίως λατρεύθηκε η θεά Αφροδίτη, όμως η διευκρίνηση του Παυσανία καταρρίπτει την ταύτιση αυτή.

 

Όπως αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, η περιοχή των Γόλγων είχε κατοικηθεί τουλάχιστον από τον 16ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 12ο π.Χ. αιώνα, είχε δε κατοικηθεί ξανά κατά τη διάρκεια των Κυπρογεωμετρικών Χρόνων (1050-750π.Χ.) και επέζησε μέχρι και τα Πρωτοχριστιανικά χρόνια. Οι μεγάλες ποσότητες χάλκινης σκουριάς που βρέθηκαν, μαρτυρούν ότι η πόλη ή τουλάχιστον το ιερό ή σύμπλεγμα ιερών που υφίστατο σ' αυτήν, λειτούργησε και ως κέντρο επεξεργασίας (άρα και εμπορίας) του χαλκού.

 

Απορρίπτοντας τη θεωρία ότι οι Γόλγοι αποτελούσαν αποικία των Φοινίκων, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είχε οικοδομηθεί και κατοικηθεί αρχικά από αυτόχθονες (Ετεοκυπρίους) που για κάποιους λόγους είχαν αποτραβηχθεί στα ενδότερα του νησιού. Ένας λόγος θα μπορούσε να ήταν οι επιδρομές των Υκσώς, κατά την εποχή της Μέσης Χαλκοκρατίας. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν λίγο αργότερα Μυκηναίοι (Αχαιοί) άποικοι που αναμείχθηκαν με τους αυτόχθονες και τελικά υπερίσχυσαν, ή και άλλοι άποικοι από την Ελλάδα, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην αρχαία παράδοση που δέχεται ως πρώτο οικιστή της πόλης τον Γόλγο, αρχηγό Σικυωνίων αποίκων.

 

Οι Γόλγοι, ωστόσο, δεν μνημονεύονται στην αιγυπτιακή επιγραφή της Medinet Habu (πρώτο τέταρτο του 12ου π.Χ. αιώνα), στην οποία για πρώτη φορά αναφέρονται τα ονόματα 8 κυπριακών πόλεων. Αλλά κι αργότερα, οι σποραδικές αναφορές των Γόλγων στις αρχαίες φιλολογικές πηγές, σε αντίθεση προς μερικές άλλες κυπριακές πόλεις που αναφέρονται πολύ συχνά, αποδεικνύουν ίσως ότι οι Γόλγοι δεν γνώρισαν ποτέ μεγάλη ακμή, ούτε και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κυπριακές υποθέσεις. Στο γνωστό πρίσμα του Εσσαρχαδώνος (673/2 π.Χ.), όπου αναφέρονται τα ονόματα 10 κυπριακών πόλεων, και πάλι δεν γίνεται μνεία των Γόλγων. Εξάλλου, η πόλη δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ούτε κατά τη διάρκεια των πολέμων των Κυπρίων κατά των Περσών.

 

Η πόλη ήταν, ωστόσο, οχυρωμένη με τείχος, τμήμα του οποίου έχει ανασκαφεί κι έχουν έρθει στο φως μεταξύ άλλων και τα κατάλοιπα τριών πύργων. Το τείχος, σύμφωνα προς τα αρχαιολογικά δεδομένα, καταστράφηκε σε μια περίοδο που συμπίπτει με την τελική υποταγή της Κύπρου στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου και με την κατάργηση των κυπριακών βασιλείων (312 π.Χ.).

 

Η πόλη όμως εξακολούθησε να λειτουργεί. Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα οι κάτοικοί της, οι Γολγείς, συνεισφέρουν χρηματικό ποσό στο Γυμνάσιο του Άργους της Πελοποννήσου για τη διοργάνωση αγώνων, όπως και άλλες κυπριακές πόλεις, σύμφωνα προς επιγραφική μαρτυρία που έχει βρεθεί στο Άργος. Η μαρτυρία αυτή αποδεικνύει τη συνέχιση και κατά την Ελληνιστική εποχή, ποικίλων δεσμών των κυπριακών πόλεων με την Ελλάδα. Ωστόσο, σύμφωνα προς την επιγραφή αυτή, οι κάτοικοι των Γόλγων συνεισέφεραν ένα από τα χαμηλότερα ποσά (41 δραχμές και 4 οβολούς), όπως ακριβώς και οι Καρπασιείς, ενώ μια άλλη κυπριακή πόλη, ίσως η Λάπηθος (το όνομα είναι φθαρμένο) εισέφερε 33 δραχμές και 2 οβολούς. Οι πόλεις αυτές δεν φαίνεται, συνεπώς, να ευημερούσαν το ίδιο ή παραπλήσια προς άλλες κυπριακές πόλεις. Η Σαλαμίς, λόγου χάριν, εισέφερε για τον ίδιο σκοπό 208 δραχμές και 2 οβολούς, το Κίτιον εισέφερε το ίδιο ακριβώς ποσόν, το Κούριον εισέφερε 172 δραχμές και 4 οβολούς, η Πάφος 100 δραχμές. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Γόλγοι, κτισμένοι στη μέση της πεδιάδας της Μεσαορίας, ήταν βασικά γεωργική και κτηνοτροφική πόλη χωρίς εντυπωσιακή οικονομική άνθηση.

 

Κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, η πόλη υφίστατο ακόμη. Από την εποχή αυτή μας είναι γνωστός από επιγραφή που βρέθηκε, ένας γλύπτης, ο Ζωίλος ο Γόλγιος.

 

Η ανεύρεση στους Γόλγους καταλοίπων μιας μικρής πρωτοχριστιανικής βασιλικής, αποδεικνύει ότι η πόλη επέζησε και κατά τα Πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Φώτο Γκάλερι

Image