Ακεραμική περίοδος

Κυριότεροι κυπριακοί συνοικισμοί

Image

Κατά την Ακεραμική Νεολιθική Α΄ Εποχή, 7000 (ή και πιο πριν κατά τις νεότερες χρονολογήσεις) ως περίπου το 6000 ή 5800 π.Χ. οι κυριότεροι κυπριακοί συνοικισμοί (Χοιροκοιτίας - Απόστολος Ανδρέας - Κάστρος, Κάβο Γκρέκο, Τρουλλί, Πέτρα του Λιμνίτη, Καλαβασός – Τέντα, Καταλιόντας) με κυκλικά σπίτια, βρίσκονταν σε υψηλά, ορατά προσφερόμενα για οχυρώσεις και άμυνα σημεία κοντά στις ακτές ή στις όχθες ή κοιλάδες πλωτών από την παραλία ποταμών ή σε λόφους, με γύρω απαραίτητη καλλιεργήσιμη γη και νερό από πηγές. Δηλαδή η γεωργία ήταν συνάρτηση των πιο πάνω παραγόντων και προϋποθέσεων που καθόριζαν την υφή και τον χαρακτήρα της. Εξάλλου θεμελιώδες χαρακτηριστικό των οχυρών αυτών οικισμών ήταν, όπως και σ' όλη την Μεσόγειο, η αγροτική γεωργική οικονομία, που συμπληρωνόταν από το ψάρεμα και το κυνήγι. Στον Καταλιόντα ειδικά, επιχωρίαζε η κυνηγετική οικονομία με πενιχρή γεωργία, και στο Κάστρος η αλιεία. Ειδικά στη Χοιροκοιτία, πρόσφατες ανασκαφές έφεραν σε φως μαρτυρίες άσκησης της υφαντικής με μαλλί, και μικρές ποσότητες φακής, κουκκιών και μπιζελιών, καθώς και σιτάρι ποικιλίας triticum monococcum και dicoccum, κριθάρι, λάδι, και ενδείξεις για ύπαρξη άγριων ζώων. (ΝP. Stanley Price στο περ. Levant, IX, 1977, σσ. 83 - 84 κ.ε.). Δημητριακά (σιτάρι δυο ποικιλιών, φακές και πιθανώς κριθάρι) καλλιεργούνταν στην Καλαβασό - Τέντα (RDAC 1979, σσ. 24- 25).

 

Νεολιθική Β περίοδος: Κατά τη Νεολιθική Β Περίοδο (4500 - 3900/3800 π.Χ., με κενό μεταξύ 6000 ή 5800 και 4500), οπότε παρατηρήθηκε η είσοδος νέων κατοίκων στις παραλίες και στα μεσόγεια, πάντα σε οχυρές θέσεις όπου έχτιζαν τείχη, η γεωργία ήταν η κύρια ασχολία των κατοίκων, που καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, φακές, αμπέλια και ελιές, παράλληλα προς την εκτροφή ημερωμένων ζώων όπως καπροειδών και χοίρων, την αλιεία και την «βιομηχανία». Στον συνοικισμό στο Δάλι – Αγρίδι επικρατούσε μεικτή οικονομία καλλιέργειας της γης στην κοιλάδα του ποταμού Γιαλιά που αρδευόταν από τα νερά του, και κτηνοτροφία κοπαδιών από πρόβατα, αίγες και χοίρους και κυνήγι άγριων ελαφιών. Στον Άγιο Επίκτητο -   Βρυσί βρέθηκαν ίχνη σιταριού, κριθαριού, φακής, σταφυλιών και ελιών, βοσκής κοπαδιών, εκτροφής χοίρων και συλλογής θαλάσσιων οστράκων, καθώς και «βιομηχανικής» δραστηριότητας στα πατώματα των σπιτιών και έξω απ' αυτά. Γεωργοί, βοσκοί και κυνηγοί ήσαν οι κάτοικοι του συνοικισμού Φιλιά - Δράκος, ενώ στη Σωτήρα - Tεππέ η αγροτική οικονομία ήταν όμοια προς εκείνη του Αγίου Επικτήτου - Βρυσί, και τα σπίτια κυκλικά, ωοειδή, ημισεληνόσχημα ή ανώμαλα όπως εκεί, με χωρίσματα σε μερικά για ειδικές εργασίες των ενοίκων.

 

Χαλκολιθική Ι και ΙΙ: Κατά τη Χαλκολιθική Ι και II Εποχή (3900/3800 - 2900/2500 π.Χ. κατά τη σύγχρονη χρονολόγηση) κατοικήθηκε η ως τότε ακατοίκητη δυτική Κύπρος από νέους κατοίκους που συνυπήρχαν με τους παλαιότερους, συνεχίζοντας μερικές από τις αγροτικές συνήθειες και μορφές ζωής της Νεολιθικής Περιόδου. Στον συνοικισμό Λέμπας - Λάκκων οστά χοίρων, προβάτων, αιγών και ελαφιών βρέθηκαν μαζί με μια σμίλη και κομμάτι λεπίδας, καθώς και ποικίλα λίθινα και οστέινα εργαλεία. Στην Ερήμη, ανατολικά του ποταμού Κούρη, βρέθηκε η πρώτη χάλκινη σμίλη. Στη Λέμπα - Μυλούθκια βρέθηκαν και οστά καπροειδών μαζί με οστά χοίρων και ελαφιών. Η συνολική εικόνα του συνοικισμού και ειδικά των ζωικών και κυρίως των φυτικών καταλοίπων του -σίκαλης, άγριων σταφυλιών, κριθαριού, σύκων, λαδιού - οδηγεί στο πόρισμα ότι η αγροτική του οικονομία επέτρεπε δίαιτα επιπέδου ανώτερου από την απλή επιβίωση. Η κεραμική των πρώτων φάσεων του συνοικισμού μαρτυρεί την βαθμιαία αύξηση του πληθυσμού, που διατηρεί επαφές με την υπόλοιπη Κύπρο, π.χ. Ερήμη, Άγιος Επίκτητος, Βρυσί κλπ. Στην ίδια τη Λέμπα - Λάκκους, η περιοχή Ι είχε αξίνες μικρού μεγέθους από βασάλτη των ποταμών για ελαφρές εργασίες, π.χ. αρχιτεκτονική σε μικρότερη κλίμακα και αντοχή, παρά στην περιοχή II όπου τα σπίτια είχαν βαριά ξύλινα στηρίγματα, που χρειάζονταν για να γίνουν μεγαλύτερες αξίνες σαν αυτές που βρέθηκαν εκεί, όλες από διαβάση. Ανάμεσα στις δυο περιοχές υπάρχει συνέχεια και εξέλιξη. Χαρακτηριστική στη Λέμπα είναι η μεγάλη αυλή με τις αποθηκευτικές στάμνες, που σημαίνει αυξημένη συγκομιδή - παραγωγή, ή / και σύστημα συγκεντρωτικό που διευκόλυνε την αποθήκευση σαν απαραίτητη κοινωνική λειτουργία. Οι όγκοι των αποθηκευμένων αγαθών ήταν εντυπωσιακοί. Το ίδιο ισχύει και για την αποθήκευση και διανομή αγγείων, που φαίνεται ότι έφθασε, όπως κι εκείνη των τροφίμων, σ’ επίπεδα αστικού βίου γύρω στα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας.

 

Στο συνοικισμό Κισσόνεργα - Μυλούθκια βρέθηκε το πρώτο χάλκινο αγγίστρι για ψάρεμα στην Κύπρο, με απανθρακωμένα δημητριακά και φακές, εργαλεία λίθινα και οστέινα, οστά ζώων κλπ.

 

Από τα πιο πάνω και άλλα δεδομένα δεν είναι δυνατό να λυθεί το πρόβλημα από πού εισήχθησαν οι πρώτες καλλιέργειες στη νεολιθική Κύπρο, αν και οι γνωστές ή υποτιθέμενες επαφές της μας οδηγούν προς τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ή ακόμα και την Θεσσαλία, που υπάγονται στο πρώτο ή/ και στο τέταρτο από τα επτά «θεμελιώδη ανεξάρτητα κέντρα καταγωγής της εξημερωμένης καλλιέργειας φυτών» (Ι. ΝΔ. Ασία, IV. Μεσογειακή λεκάνη) κατά τη θεωρία του καθηγητή Ν.Ι. Vavilov του Λένινγκραντ (The Problem of the World's Agriculture in the Light of the Latest Investigations, Kniga (England) Ltd, 1931. E. Cecil Curwen, Plough and Culture, London, Cobbett Press, Past and Present Series 4, 1946, σσ. 4-27, 38- 48). Ούτε η καταγωγή της κυπριακής κτηνοτροφίας και πανίδας μπορεί εύκολα να καθοριστεί (πρβλ. Curwen, αυτόθι, σσ. 27-38). Εντούτοις μπορεί με πολλή πιθανότητα να γίνει δεκτό ότι και οι δυο, γεωργία και κτηνοτροφία με τα αντίστοιχα φυτά, δέντρα και ζώα, σχετίζονται προς τις γύρω περιοχές και χώρες - εστίες και δεν μπορεί να είναι τυχαία η έμφαση στην Κύπρο -σε μεταγενέστερες εποχές-στη λατρεία του Άδωνι, σημιτικού θεού του σιταριού, που φαίνεται να ξεκινά από τη λατρεία των μυθικών πρώτων δασκάλων της γεωργίας στην Αίγυπτο, της Ίσιδας και του Όσιρι, «θεών ιθαγενών» της Συρίας και της Παλαιστίνης, καθώς και της Δήμητρας και της Περσεφόνης που σχετίζονται κι αυτές προς τη Συρία κατά τον Β' Ομηρικό Ύμνο (4- 18).

 

Λατρεία της Μητέρας Θεάς: Ήδη στη νεολιθική Χοιροκοιτία υπάρχουν ενδείξεις λατρείας της Μητέρας Θεάς (όπως και στη Θεσσαλία κ.α.), θεάς της γονιμότητας, της γεωργίας, που εξελίχθηκε αργότερα στη Δήμητρα και την Αφροδίτη. Αφετέρου οι πρόσφατες έρευνες στην Αγία Άννα (επαρχία Λάρνακας) στην κοιλάδα του Τρέμιθου, για προνεολιθικά ίχνη, που βρίσκονται και στον Καταλυόντα, στην Κερύνεια κ.α. κι αν διαπιστωθεί τελικά ότι τα ίχνη αυτά έχουν «ανεξαρτησία» από τους παλαιολιθικούς πολιτισμούς των γύρω περιοχών, όπως γίνεται από μερικούς δεκτό για τον νεολιθικό και τον χαλκολιθικό πολιτισμό του νησιού (RDAC 1983, σσ. 1-8), μπορεί ίσως να οδηγηθούμε στη θεωρία τουλάχιστον σχετικής ανεξαρτησίας και της κυπριακής γεωργίας και κτηνοτροφίας, δηλαδή στην αντίληψη για ύπαρξη ενός όγδοου «κέντρου» κοντά στα επτά του Vavilov. Τέλος, τα φαινόμενα μαζικής παραγωγής, συγκέντρωσης, αποθήκευσης και διανομής τροφίμων και εκείνα πρωτόγονων «βιομηχανικών» δραστηριοτήτων, προϋποθέσεων του αστικού βίου, πείθουν ότι και στη νεολιθική Κύπρο από εσωτερικούς λόγους, οικονομικούς και κοινωνικούς, υπήρξε η μετάβαση από τον αγροτικό στον αστικό βίο υπό τον έλεγχο βασιλέων ή ιερέων, όπως και στις κοιλάδες της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, κατά τον Gordon Childe (What Happened in History, The Dawn of European Civilization, Man Makes Himself, κλπ.).

 

Εποχή του Ορείχαλκου: Κατά την Πρώτη Εποχή του Ορειχάλκου (2500- 1900 π.Χ.), οι νέοι κάτοικοι, πρόσφυγες από την Ανατολία, συνυπήρξαν ειρηνικά με τους κατοίκους της Υστέρας Χαλκολιθικής Περιόδου, αν και είχαν γνώση του χαλκού, και στη μεταβατική αυτή περίοδο η παράλληλη αγροτική ζωή των δυο πληθυσμών ήταν όμοια ωσότου επήλθε ανάμειξη κι αλληλοαφομοίωση σ' ένα λαό με την ίδια οικονομία, που χρησιμοποιούσε τα όπλα για άμυνα κι όχι για εμφύλιο πόλεμο. Η οικονομία και ειδικά η γεωργία σταδιακά υπέστησαν τις συνέπειες της τεχνικής επανάστασης του νέου υλικού για εργαλεία, του ορειχάλκου. Η γεωργία, με βάση το ορειχάλκινο τώρα άροτρο, εξακολούθησε να είναι η κύρια οικονομική δραστηριότητα, μαζί με το κυνήγι (ακόμη και ελαφιών, όπως φαίνεται σε παραστάσεις αγγείων), και τη νέα μεταλλουργική βιομηχανία, την υφαντική, την αγγειοπλαστική και την αρτοποιία. Οι δυο τελευταίες ασχολίες ανήκαν στις γυναίκες, όπως φαίνεται από πήλινες παραστάσεις, άφθονα αδράχτια σε τάφους και άλλα ευρήματα. Γυναίκες παριστάνονται να αλέθουν το σιτάρι, να κάνουν ψωμί, και άνδρες καβαλάρηδες σε άλογα, άλλοι να χύνουν υγρά, κλπ. Η αγγειοπλαστική ήταν μια από τις κύριες ασχολίες και οι ζωόμορφες ή πτηνόμορφες διακοσμήσεις τους μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του ζωικού βασιλείου γενικά στις αγροτικές κοινωνίες της εποχής. Παρά την ύπαρξη περιφερειακών ρυθμών, υπήρχε κι ένας κοινός παγκύπριος ρυθμός στα αγγεία, πράγμα που μαρτυρεί την ύπαρξη επικοινωνίας ανάμεσα στις αγροτικές κοινότητες, παρά την πιθανότατη αυτάρκεια της καθεμιάς. Η επικοινωνία ασφαλώς αφορούσε βασικά την εμπορία του χαλκού από τις χαλκοπαραγωγικές προς τις μη χαλκοφόρες περιοχές.

 

Λατρεία της γονιμότητας: Η περίφημη πήλινη παράσταση από τους Βουνούς (κοντά στο Πέλλα Παΐς)-ιερείς με κεφάλι ταύρου σε ανοιχτό περιτειχισμένο ιερό, σκηνές αροτρίασης με βόδια κλπ.— αν και ερμηνεύεται κατά διάφορους τρόπους, σίγουρα σχετίζεται και με χθόνια λατρεία και τη λατρεία της γονιμότητας, που συνδέονται κι οι δυο στενά προς την αγροτική ζωή και «ιδεολογία» της εποχής εκείνης (κ.ε.), που βασικά έσφυζε στη βόρεια Κύπρο. Αυτή τώρα κατοικήθηκε πολύ πυκνά κι απ' εκεί οι (νέοι) κάτοικοι επεκτάθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις λόγω της ανάπτυξης, της ακμής και του υπερπληθυσμού της. Τώρα σημειώνεται προτίμηση προς την αρδεύσιμη καλλιεργήσιμη γη και αύξηση των συνοικισμών κοντά στις χαλκοπαραγωγικές περιοχές. Με την εισαγωγή του αλόγου (π.χ. βλ. τον σκελετό σε τάφο της Λαπήθου), διευκολύνονται και οι μεταφορές και η γεωργία. Η αύξηση των διεθνών επαφών μέσω του εμπορίου συμβάλλει στην εισαγωγή νέων ιδεών και τρόπων ζωής (όπως το αιγυπτιακό παιγνίδι Σενέτ, ο κασσίτερος, λεπίδες εγχειριδίων από την Κρήτη κλπ.).

 

Κατά την Μέση Εποχή του Ορειχάλκου (1900 - 1650 π.Χ.), διαμορφώνεται η γεωοικονομική δομή της Κύπρου που είχε αρχίσει από την προηγούμενη Εποχή, σε Δυτική Περιοχή του Χαλκού και σε Ανατολική Περιοχή της Καλλιεργήσιμης Γης με κέντρο την Καλοψίδα, ενώ η Λάπηθος γίνεται κέντρο εξαγωγής του χαλκού. Τα πολλά φρούρια και οι οχυρώσεις της εποχής μαρτυρούν πολεμικές συνθήκες, σύγκρουση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Περιοχής, πιθανότατα για τον έλεγχο του χαλκού και του εμπορίου του, καθώς και της γης. Η Ανατολική Περιοχή αναπτύσσεται ραγδαία και κατοικείται πυκνά, με κύρια οικονομική βάση την γεωργία και την κτηνοτροφία. Της τελευταίας τεκμήριο είναι τα οστά ελαφιών, προβάτων, αιγών, γαϊδάρων, ίππων και αγελάδων. Από παραστάσεις αγγείων μαθαίνουμε τις ασχολίες των γυναικών: άλεσμα, πλύσιμο, ετοιμασία ψωμιού, αν και σε μερικές περιπτώσεις για τους νεκρούς, αλλά φυσικά υπό ομαλές περιστάσεις και για τους ζωντανούς.

 

Κατά την Ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου (1650- 1050 π.Χ.), η ένταση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Κύπρου συνεχίζεται, αρχικά για τους ίδιους όπως και πριν λόγους, αργότερα από επιδράσεις εξωτερικών παραγόντων, αλλά σταδιακά επήλθε συμφιλίωση και ομοιογένεια, καθώς στο εσωτερικό αναπτύχθηκαν αγροτικά κέντρα που η γεωργική παραγωγή τους προμήθευε τρόφιμα στις παραλιακές πόλεις -λιμάνια που ήταν κέντρα εξαγωγής χαλκού - Έγκωμη, Κατύδατα, Αχερά, Καλαβασός κ.ά. - καθώς και μεταλλουργικές εστίες δίπλα στις χαλκοφόρες περιοχές. Έτσι προέκυψε αλληλοεξάρτηση των πόλεων και της υπαίθρου, μια σύνθετη οικονομία με ομοιογενή πολιτισμό, στον οποίο τα αγροτικά ισορροπούσαν προς τα αστικά στοιχεία. Κατά τα μέσα και τα τέλη της περιόδου οι έντονες διεθνείς σχέσεις, οι επιδρομές και ο μυκηναϊκός εποικισμός, επηρεάζουν και την αγροτική ζωή. Αλλά εφεξής οι μαρτυρίες που σώθηκαν αφορούν περισσότερο στον ραγδαία αναπτυσσόμενο αστικό βίο και πολιτισμό του νησιού και λιγότερο στον αγροτικό, που προηγουμένως υπερτερούσε αισθητά. Ο αστικός αυτός πολιτισμός στηρίχτηκε σε σταδιακή αφομοίωση των νέων κατοίκων προς τους παλαιότερους, τους οποίους εξελλήνισαν αφού τους δάμασαν με την ανώτερή τους στρατιωτική τεχνολογία. Κάτι ανάλογο πρέπει να συνέβη και στην αγροτική ζωή. Έμμεσα μπορούμε να πληροφορηθούμε γι' αυτήν από περιπτώσεις όπως τα μυκηναϊκά οχυρά που ιδρύθηκαν στα 1230 ή 1225 - 1200 π.Χ. σε «παρθένες» περιοχές όπως η Μάα - Παλαιόκαστρο και η Λάρα στον κόλπο των Κοραλλίβν στην Πάφο, η Πύλα -Κοκκινόκρεμμος, κ.ά. Σ’ αυτές οι πρώτοι κάτοικοι αντικαταστάθηκαν στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. από νέους, πάλι Μυκηναίους, που ενίσχυσαν τις οχυρώσεις τους και όπως οι πρώτοι, αποθήκευαν λάδι, κρασί και νερό σε πίθους στους συνοικισμούς για λόγους άμυνας, ωσότου μετακινήθηκαν σε άλλα κέντρα αστικά - Παλαίπαφο, Κίτιον. Οι περιορισμένης έκτασης συνοικισμοί αυτοί, κυριαρχημένοι από αμυντικές ανάγκες, χρησιμοποιούσαν προφανώς αγροτικά προϊόντα από την γύρω γεωργική ενδοχώρα, μάλλον, παρά από τη γη τους την ίδια, είτε αρπάζοντάς τα εφόσον οι σχέσεις τους προς τους παλαιούς «ιθαγενείς» ήταν αρχικά εχθρικές, είτε αγοράζοντας τα από αυτούς σε κάποιο στάδιο.

 

Νέα «βιομηχανική» δραστηριότητα: Η αφομοίωση της θρησκείας των Μυκηναίων - Αχαιών εποίκων προς εκείνη των παλαιοτέρων κατοίκων - θεότητες γονιμότητας, κερασφόρος θεός, ταύρος, διπλός πέλεκυς, κέρατα καθοσιώσεως κλπ.- περιλαμβάνει συνέχιση των αγροτικών λατρειών με νέα στοιχεία, αλλά τώρα προστίθεται η στενή σχέση της θρησκείας προς τη μεταλλουργία και τη νέα «βιομηχανική» δραστηριότητα που διεξάγεται κοντά και υπό τον έλεγχο των ιερών των αστικών κέντρων και σημαίνει ολοκλήρωση ή τουλάχιστον πορεία προς ολοκλήρωση της αστικοποίησης. Και αυτό το κυνήγι με ή χωρίς άρμα, που συχνά παριστάνεται στα αγγεία και στα ανάγλυφα των πόλεων της εποχής, προφανώς αφορά Αχαιούς αριστοκράτες και εμπόρους των πόλεων και όχι των αγροτικών κέντρων. Επίσης ο λεγόμενος «Ποιμενικός Ρυθμός» των παραστάσεων των υστερομυκηναϊκών αγγείων, που μιμείται παραστάσεις ζώων, ταύρων, αιγών με δέντρο σε πλάκες ελεφαντοστού, αν και μπορεί να εκφράζει αγρότες καλλιτέχνες, στην πραγματικότητα αποτυπώνει τις διασκεδάσεις των πόλεων και η γρήγορη εξαφάνισή του πρέπει να συνδεθεί προς την επιβολή του αστικού στον αγροτικό βίο (πρβλ. V. Karageorghis,  Cyprus from the Stone Age to the Romans, London, 1982, σσ. 85- 86, 110 και σποράδην). Κατά την Κυπρογεωμετρική Εποχή ή Εποχή του Σιδήρου (1050-  750 π.Χ.) και την Κυπροαρχαϊκή (750-  475 π Χ.), το βάρος των μαρτυριών αναφέρεται και πάλι στην αστική ζωή και οικονομία, που τώρα ενισχύεται περισσότερο με την εισαγωγή του νέου μετάλλου, του «δημοκρατικού μετάλλου» κατά τον χαρακτηρισμό του Gordon Childe, και οι αγροτικές μαρτυρίες περιορίζονται σε λίγα κέντρα όπως το αρχαϊκό διπλό ιερό στο Μένοικο. Αν και το ιερό βρισκόταν κοντά στα ορυχεία χαλκού, όπου από νωρίς εισέδυσαν και οι νέοι έποικοι, οι Φοίνικες (9ος - 8ος αιώνας π.Χ. κ.ε.), τα ειδώλια ταύρων, αλόγων και αναβατών που βρέθηκαν εκεί τεκμηριώνουν την συνέχιση έντονου γεωργικού βίου - υποστηρίγματος των αστικών κέντρων με προμήθειες γεωργικών προϊόντων προς αυτά. Ο ίδιος συντηρητισμός παρατηρείται και στο ιερό της Αγίας Ειρήνης στην επαρχία Κερύνειας, όπου συνεχίζεται η λατρεία της προϊστορικής κυπριακής θεότητας της γονιμότητας συμβολιζόμενης από τον ταύρο. Τα πολυάριθμα πήλινα ειδώλια περιλαμβάνουν αρκετά που φέρουν ταυρόμορφες μάσκες για τελετές που αντανακλούν τη θηριομορφική άποψη της παλαιάς κυπριακής γονιμικής λατρείας. Τα πιο πολλά ειδώλια της Αγίας Ειρήνης είναι σαφώς προσφορές φτωχών αγροτών. Σ' άλλα αγροτικά ιερά έχουμε πήλινα ειδώλια θεών του καιρού, θεών θεραπευτών - γιατρών, θεών του πολέμου, εκτός των φαλλικών - γονιμικών, πράγμα που δείχνει τις ιδεολογικές μορφές της αγροτικής ζωής.