Σοφία αγία, Κωνσταντινούπολη

Image

Ο ναός της Αγίας Σοφίας, το σύμβολο της ιουστινιάνειας αρχιτεκτονικής και ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της βυζαντινής ναοδομίας, ήταν το μεγαλύτερο κτήριο στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Παρότι τα επιμέρους στοιχεία του ήταν κοινά κατά τον 6ο αιώνα, ο σχεδιασμός του ήταν πρωτότυπος και μοναδικός και επρόκειτο να γίνει το πρότυπο για οθωμανικά τεμένη του 16ου αιώνα. Θρυλικός ναός και σύμβολο της πρωτεύουσας τόσο κατά τη Βυζαντινή όσο και κατά την Οθωμανική περίοδο, υπέστη πολλαπλές επισκευές και επεμβάσεις ανά τους αιώνες. Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που αντικρίζει ο επισκέπτης, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός έχει μέγιστες διαστάσεις 77Χ72 μέτρα και ο εντυπωσιακός τρούλλος που κυριαρχεί σε όλη την σύνθεση, έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος από το δάπεδο 62 μέτρα. Κανένας από τους δύο δημιουργούς της Αγίας Σοφίας δεν ευτύχησε να δει το έργο τελειωμένο, καθώς πέθαναν πριν από την ολοκλήρωσή της.

 

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934. Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

 

Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ. Η Αγία Σοφία ως τζαμί  άνοιξε τις πύλες της στις 24 Ιουλίου 2020.

 

Ιστορία

Μετά τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ., η ανέγερση ενός ναού αφιερωμένου στην Σοφία του Θεού υπήρξε τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος οικοδόμησης γύρω από το Μέγα Παλάτι. Η πρώτη Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 360 μ.χ. επί της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β΄ και μαζί με το ναό της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε τον κύριο καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας και έδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404 και χτίστηκε εξαρχής τα επόμενα χρόνια. Ο νέος ναός εγκαινιάστηκε το 415 επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ και καταστράφηκε από τους οπαδούς του πατριάρχη επειδή ο Θεοδόσιος είχε μια διαμάχη με τον Πατριάρχη. Οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως στο εσωτερικό του φυλάσσονταν ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας, από χρυσό ή ασήμι. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προσπάθειες αναπαράστασης του ναού, υποθέτουμε πως είχε εύρος 52 μ. αποτελούμενος από ένα κεντρικό κλίτος και τέσσερις διακριτούς διαδρόμους. Κατά τη Στάση του Νίκα το 532, υπέστη μεγάλη φθορά και το κτίσιμο του ναού που διατηρείται ως σήμερα δρομολογήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'.

 

Το παρόν κτήριο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 532 και εγκαινιάσθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537, επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄, από τους Μικρασιάτες μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις  και Ισίδωρο από τη Μίλητο.  Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουστινιανός αναφώνησε «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!» θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Τριακόσια και πλέον εκατομμύρια χρυσών δραχμών, κατ΄ αντιστοιχία, είχαν δαπανηθεί για την ανέγερση αυτού του Ναού. Τα "θυρανοίξια" της Αγιάς Σοφιάς ακολούθησαν διανομές χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων και ορνίθων και χιλιάδων μοδίων σίτου στους φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.

 

Το 553 μ.Χ. ένας μεγάλος σεισμός καταπόνησε σημαντικά το νεόδμητο κτήριο του ναού της Αγίας Σοφίας και ειδικά τον τρούλο του. Το κτίσμα υπέφερε αρκετά έως ότου ο αμέσως επόμενος μεγάλος σεισμός του 557 μ.Χ. (7 Μαϊου) – που σήμερα υπολογίζεται ότι ήταν της τάξεως των 7,5 ρίχτερ – είχε ως συνέπεια να πέσει ο περίλαμπρος τρούλος του Ανθέμιου.

 

Οι καταστροφές στην πόλη υπήρξαν ανυπολόγιστες και σχεδόν όλα τα κτήρια υπέστησαν ζημίες. Το οικοδόμημα της Αγίας Σοφίας στάθηκε όρθιο, ωστόσο ο αριστουργηματικός τρούλος του Ανθέμιου δεν άντεξε. Προκλήθηκε διάρρηξη στο ανατολικό μετωπικό τόξο του τρούλου και συνεπώς πτώση ενός μεγάλου τμήματός του, με σοβαρές υλικές ζημιές στην αγία τράπεζα, στο κιβώριο, στο τέμπλο και στον άμβωνα, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του ναού παρέμειναν ανέπαφα. Καθώς οι πρώτοι αρχιτέκτονες δεν βρίσκονταν πια εν ζωή, ανέλαβε δράση ο ανιψιός του ενός, ο Ισίδωρος ο Νεότερος, ο οποίος χρειάστηκε περίπου πέντε χρόνια για να αποκαταστήσει τις ζημιές. Ο Ισίδωρος ο Νέος ύψωσε τον τρούλο κατά εννέα μέτρα μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στις αψίδες, ενώ κατασκεύασε εξωτερικά αντιστηρίγματα. Τα νέα εγκαίνια για την αποκατάσταση των ζημιών έγιναν στις 24 Δεκεμβρίου 563 μ.Χ.

 

Αρχιτεκτονική

Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της  βασιλικής με τρούλλο και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας. Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά, όπως στο τέμενος του Σουλεϊμάν και στο Σουλταναχμέτ τζαμί. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του.

 

Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ. πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο. Συνορεύει Ν με τα Πατριαρχικά κτίρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρίσκοταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης. Στο κτίσιμο της Αγιά Σόφιας εργάστηκαν περίπου 600 άτομα. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ το κόστος κατασκευής του κυμάνθηκε από 80 έως 320 κεντηνάρια χρυσού (περίπου 2,5 δισ. ευρώ). Από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, έγινε προσφορές. Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

 

Εσωτερικά ο Ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες εξαρτώμενες από τους πεσσούς σε τρία κλίτη. Ο όλος Ναός αποτελείται από τα εξής μέρη:

 

Αίθριο: Υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή στο μέσον της οποίας ήταν η "κομψή φιάλη" η μαρμάρινη κρήνη που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (δηλ. πλύνε τις αμαρτίες, όχι μόνο το πρόσωπo). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

 

Έξω και κυρίως νάρθηκας: Πέντε πύλες από το αίθριο οδηγούν στον έξω νάρθηκα και από αυτόν άλλες πέντε πύλες οδηγούν στον εσωτερικό νάρθηκα, από τις οποίες η μεσαία πύλη λέγεται και Μεγάλη ή Ωραία Πύλη. Από τον έσω νάρθηκα εννέα πύλες, τρεις ανά κλίτος οδηγούν στον κυρίως Ναό. Οι τρεις μεσαίες εξ αυτών καλούνται Βασιλικές πύλες επειδή εξ αυτών εισήρχετο ο Αυτοκράτορας στις επίσημες τελετές. Και οι δύο νάρθηκες καταλάμβάνουν περίπου το ίδιο πλάτος του Ναού με μικρό μήκος εισόδου ο καθένας. Εκατέρωθεν του νάρθηκα διασώζονται προσαρτήματα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Η  Ωραία Πύλη από τον 10ο αιώνα ήταν η κύρια είσοδος στον Ναό. Δεξιά της ήταν το αποδυτήριον (μητατώριον) όπου ο Αυτοκράτορας κατά την είσοδό του άλλαζε το τζιτζάκιο και φορούσε το σαγίο. Πάνω από τον έσω νάρθηκα είναι ο γυναικωνίτης, εξ ου και το όνομα "νάρθηξ γυναικωνίτιδος" η είσοδος στον οποίο οδηγούσε άλλο προαύλιο της Β. πλευράς.

 

Κύριος Ναός:  Η είσοδος στον κυρίως Ναό ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη  των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλούν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Υπάρχουν 100 παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια, τις κόγχες και τους τοίχους. Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεωμένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς. Για την κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που φέρουν την επιγραφή "Μεγάλης Εκκλησσίας του Κωνσταντίνου". Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου φερόταν ο μέγας "ερυσίπτολις σταυρός" (=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.

 

Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της, που ωστόσο υπέστη σοβαρές καταστροφές κυρίως από τους Τούρκους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

 

Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο. Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.

 

Ρωμαιοκαθολική και Οθωμανική περίοδος

Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα την περίοδο 1204-1261, ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Αυτές τις περιόδους η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους.

 

Επιπλέον, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκαν στο ναό σημαντικές καταστροφές, καθώς ασβεστώθηκαν οι τοιχογραφίες εξαιτίας της ισλαμικής θεώρησης της απεικόνισης του ανθρώπινου σώματος ως βλασφημίας. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή διαφόρων τεμενών, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και το Μπλε Τζαμί. Μετά τη μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.

 

Γεγονότα που συνδέονται με την Αγία Σοφία

Το 626 , όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε από την πολιορκία Αβάρων και Περσών, εψάλη εκεί για πρώτη φορά εκεί ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 860, όταν την Κωνσταντινούπολη πολιόρκησαν οι Ρως (Ρώσοι), ο πατριάρχης Φώτιος πήρε το πέπλο της Θεοτόκου, που φυλασσόταν στην Αγία Σοφία και το εμβάπτισε στην θάλασσα. Τότε προκλήθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, σύμφωνα με την παράδοση.

 

Την εποχή της Εικονομαχίας (726-843) απομακρύνθηκαν από την Αγία Σοφία οι εικόνες και κάθε είδους αναπαράσταση των θείων και αγίων προσώπων. Επί πατριαρχίας του εικονομάχου πατριάρχη Νικήτα Α (766-780) μόνο ο σταυρός εξέφραζε την ταύτιση της Αγίας Σοφίας με την χριστιανική θρησκεία. Στις 16 Ιουλίου 1054 μέσα στην Αγία Σοφία εκτυλίχθηκε ένα από τα σοβαρότερα επεισόδια του εκκλησιαστικού Σχίσματος, όταν ο απεσταλμένος του Πάπα καρδινάλιος Ουμβέρτος επέθεσε επιδεικτικά τη Βούλα Αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου στην Αγία Τράπεζα, πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261), η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έδρα του Λατίνου Πατριάρχη.

 

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγγνώμη για τα λάθη του, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος.

 

Μουσουλμανικό τέμενος

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσείο με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 24 Νοεμβρίου 1934. Η Αγία Σοφία ως μουσείο άνοιξε τις πύλες της την 1η Φεβρουαρίου 1935 και στις 6 Δεκεμβρίου 1985, ανακηρύχθηκε από την UNESCO, Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

 

Στις 10 Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατρέπεται και πάλι σε τζαμί, το οποίο θα είναι ανοιχτό σε όλους τους μουσουλμάνους, τους χριστιανούς και τους ξένους, όπως δήλωσε. Το «πράσινο φως» είχε δώσει νωρίτερα με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας, ακυρώνοντας το προεδρικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ.  Κατά της μετατροπής είχαν ταχθεί πολιτικές και θρησκευτικές αρχές στις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία, αλλά και η UNESCO, η οποία συγκαταλέγει το μνημείο από το 1985 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Την έντονη αντίθεση και ανησυχία τους για την μετατροπή, τόσο πριν όσο και μετά την ανακοίνωσή της, εξέφρασαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος.

 

Η Αγία Σοφία ως τζαμί  άνοιξε τις πύλες της στις 24 Ιουλίου 2020 όπου έγινε η πρώτη προσευχή των μουσουλμάνων παρουσία του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.

 

 

Παραπομπές:

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image