Απλάντα

Image

Χωριό στην επαρχία Λάρνακας, 1,5 περίπου χμ. βορειοανατολικά της Αναφωτίας. Είναι τοποθετημένη σ' ένα υψόμετρο 110 μ., με κυρίαρχα πετρώματα τις κρητίδες, τους γύψους και τις μάργες, πάνω στα οποία αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και ξερορεντζίνες. Η Απλάντα εμφανίζεται σαν μια αβαθής λεκάνη με λόφους στα βόρεια να φθάνουν τα 203 μ., στ' ανατολικά τα 150 μ., και στα δυτικά τα 120 μ. Ένας παραπόταμος του Πούζη βρίσκεται 1.000 περίπου μέτρα στ' ανατολικά. Η Απλάντα δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 400 χιλιοστόμετρα. Στα διοικητικά της όρια καλλιεργούνται σιτηρά (κυρίως κριθάρι), νομευτικά φυτά, αμυγδαλιές, ελιές, χαρουπιές, πολύ λίγα εσπεριδοειδή και λίγα αμπέλια.

 

Ο πληθυσμός του χωριού κρατήθηκε για ένα αιώνα σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881
1891 14 
1901 30 
1911 33 
1921 42 
1931 68 
1946 70 
1960 55 
2011 6
2021 8

 

Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Απλάντας εγκατέλειψαν το χωριό το 1963, όταν οι κάτοικοι των γειτονικών τουρκοκυπριακών χωριών Μενόγιας στα ΒΔ. και Κιβισίλι στ' ανατολικά παρέμειναν στα χωριά και απετέλεσαν μέρος της «προσωρινής τουρκοκυπριακής διοίκησης» με έδρα την Κοφίνου (R. Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict: 1963 - 1971, σ. 299). Η Απλάντα, η Μενόγια, το Κιβισίλι και οι Σοφτάδες αποτελούν συμπαγές σύμπλεγμα τουρκοκυπριακών χωριών.

 

Η Απλάντα στα νοτιοδυτικά συνδέεται με ασφαλτόστρωτο δρόμο με την Αναφωτία, ενώ στα βορειοανατολικά συνδέεται με το Αλεθρικό και τον κύριο δρόμο Λεμεσού - Κοφίνου - Λάρνακας.

 

Παρά τον μικρό πληθυσμό του χωριού κατά τον 19ο αιώνα, που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μικρό οικισμό της Τουρκοκρατίας, υπάρχουν μαρτυρίες πως υπήρξε φέουδο κατά τη λουζινιανο-Βενετική περίοδο.

 

Ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) στην «Ιστορία της Κύπρου», αναφέρει την Απλάντα ακριβώς με το ίδιο όνομα (Aplanda) ως φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Συγκεκριμένα, κατά την αναδιανομή των φεούδων στην οποία προέβη ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β’ μετά την άνοδό του στο θρόνο το 1460, η Απλάντα εδόθη στον Πέτρο ντε Λουζινιάν μαζί με άλλα δύο χωριά.

           

Είναι ενδιαφέρον το ότι ο Φλώριος αναφέρει ταυτόχρονα και δεύτερο οικισμό/ φέουδο με το όνομα Πάνω Απλάντα (Aplanda Apano) που κατά την ίδια αναδιανομή των φεούδων εδόθη στον ευγενή Μόρφου ντε Γκρινιέρ κόμητα ντε Ρουχά, μαζί με άλλα πέντε χωριά. Φαίνεται συνεπώς ότι, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η Απλάντα ήταν μεγάλο φέουδο, χωρισμένο στα δύο και διακρινόμενο σε Πάνω και Κάτω.

 

Σε δυο παλαιά χειρόγραφα, της περιόδου της Βενετοκρατίας, μνημονεύεται ως φέουδο που βρισκόταν στη διοικητική έκταση του διαμερίσματος Μαζωτού και ως χωριό που για κάποιο διάστημα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας αποτελούσε ιδιοκτησία του κόμητα ντε Ρουχάς. Κατά τον ντε Μας Λατρί ήταν φέουδο του κόμητα της Έδεσσας (ίδιο πρόσωπο με τον κόμητα ντε Ρουχάς). Συνεπώς η Απλάντα ήταν χωριό που υφίστατο αρκετά πριν από την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570 - 71), άρα ήταν ελληνικό χωριό. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας σχεδόν διαλύθηκε κι αποτελούσε τσιφλίκι (αγρόκτημα) μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.

 

 Κατά μια άποψη, η ονομασία του χωριού προήλθε από το όνομα κάποιου αρχικού ιδιοκτήτη του, πιθανώς κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Πιθανόν όμως η προέλευση της ονομασίας του χωριού να είναι αρχαία ελληνική (Ατλάντη; Αταλάντη;).

 

Η Απλάντα είναι σήμερα εγκαταλειμμένη από τον πληθυσμό της. Όμως οι γεωργικές εκτάσεις της καλλιεργούνται είτε από εκτοπισμένους που διαμένουν στα γειτονικά χωριά, είτε από κατοίκους άλλων χωριών που έχουν ιδιοκτησία σ' αυτό.

 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image