Κάβουρας

Στα κυπριακά ακριτικά τραγούδια παρουσιάζεται με τον τύπο Κάουρας. Τερατώδες και υπερφυσικό μυθολογικό ον σε κυπριακά ακριτικά ποιήματα με πρωταγωνιστή τον Διγενή ή τον Κωσταντά: Π. Ξιούτα, «Ὁ Διενής τζ' ὁ Κάουρας» (Ἀπό τά τραγούδια μας, Λευκωσία, 1938, σσ. 81 - 84), Θ. Παπαδοπούλλου, «Άσμα Καρκίνου» (Δημώδη Κυπριακά Άσματα, Λευκωσία, 1975, σσ. 163-4), Ακαδημίας Αθηνών, «Διγενής και Κάβουρας» ( Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Α', 1962, σσ. 26 - 30), Ξεν. Φαρμακίδη «Ο Κάουρας» (Κύπρια Έπη, 1926, σσ. 8-12), Π. Ξιούτα « Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά» (ό.π.π.. σσ. 75 -80).

 

Τα τραγούδια αρχίζουν με την πληροφορία ότι ο Κάβουρας τρώει τους περαστικούς, γυναίκες, παιδιά και αντρειωμένους:

Κάτω στην άκρη των ακρών στον αρκοκαλαμιώναν,

κάουρος εδρακόντεψεν τζ΄αι τρώ' τους αρκομένους,

τους αρκομένους τους καλούς, τους καστροπολεμίτες.

τζ'αι αρ ρέξουν δκυό σκοτώννει τους,

τζ' αι αρ ρέξουν τρεις ρουφά τους

τζ 'αι αρ ρέξη τζ 'αι ένας μονακός

ξιντύννει τον τζ'αι ρέσσει.

(Ακαδημία Αθηνών, ό.π.π, σ. 27, στ. 1-5).

 

Ο βασιλιάς πληροφορείται τα συμβαίνοντα και στέλλει μήνυμα είτε στον Διγενή είτε στον Κωσταντά. Οι ήρωες παρουσιάζονται γρήγορα κοντά του και αυτός τους πληροφορεί για το κακό. Με υπόδειξη ή παράκλησή του αναλαμβάνουν να σκοτώσουν το τέρας. Τόσο, όμως, ο Διγενής όσο και ο Κωσταντάς μετά το πρώτο κτύπημα συλλαμβάνονται από τον Κάβουρα:

Μα ηύρεν τζ'αι τον κάουραν, τζ' έππεφτεν τζ' ετζ'οιμάτουν.

Μιαν κονταρκάν του έδωκεν πάνω εις την καυκάλλαν

αν ήτον τοίχος για κρεμμός είσ’εν για να χαλάση

ξαναδιπλάζει τ' άλλη μιαν, τίποτε έν του κάμνει.

Εξύπνησεν ο κάουρας τον Κωσταντάν τζ' αρπάσσει.

τζ' αι με τα πέντε τον κρατεί τζ'αι με τα δκυό βαστά τον

(Ξεν. Φαρμακίδη, ο.π.π.. σ. 10, ατ. 65 -70).

 

Τόσο ο Διγενής όσο και ο Κωσταντάς βρίσκονται σε απελπιστική θέση, γιατί ο Κάβουρας τους κρατεί στις δαγκάνες του και τους αφοπλίζει. Οι ήρωες δοξάζουν τον Θεό, ο οποίος τους υποδεικνύει τον τρόπο να σκοτώσουν το θηρίο:

 

Τανύζει τζ 'αι στην κόξαν του βρίσκει αρκυρόν φηκάριν

τζ'αι μες τ' αρκυροφήκαρον βρίσκει αρκυρόν μασ'αίριν

διά του τζ'αι μιαν μασ'αιρκάν που κάτω που τ' αφφάλιν

τότε θωρεί τον Κάουραν χαμαί μαλλιά κουάριν.

(Π. Ξιούτας, ο.π.π. σ. 77, στ. 62 - 65).

 

Στις περισσότερες παραλλαγές ο Κάβουρας πεθαίνοντας δίνει παραγγελίες στον ήρωα να πάρει την «καυκάλλαν» και να την χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα και μέσο προστασίας. Σε μια παραλλαγή ο Κάβουρας αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατός του προέκυψε από «παραγγελλιά του Θεού».

 

Στην πολύ ενδιαφέρουσα παραλλαγή που δημοσιεύει ο Παύλος Ξιούτας με τον τίτλο «Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά» εκτός από την εξόντωση του Κάβουρα από τον Κωσταντά περιλαμβάνεται και μια συνέχεια της ιστορίας: Ο πατέρας του Κωσταντά δολοφονεί τον βασιλιά Νικηφόρο Φωκά, γιατί ο τελευταίος έριξε τον ήρωα στα σίδερα όταν η βασίλισσα του ανέφερε ότι ο Κωσταντάς μετά το κατόρθωμά του της ζήτησε φιλί.

 

Τα ποιήματα στα οποία ο Διγενής ή ο Κωσταντάς παλεύουν εναντίον τερατωδών όντων, του κάβουρα, του δράκοντα, του λιονταριού, της κουφής κλπ., παρουσιάζουν τους ήρωες σε ένα εντελώς ιδιαίτερο ρόλο: είναι ήρωες εκπολιτιστές, εκπροσωπούν τις δυνάμεις του αγαθού και με την πάλη τους εναντίον των φυσικών δυνάμεων του κακού συμβάλλουν στην εξημέρωση της φύσης και στην δημιουργία συνθηκών πρόσφορων για την ανθρώπινη ζωή.

 

Το μοτίβο της πάλης εναντίον του τερατώδους Κάβουρα είναι πανάρχαιο και φαίνεται ότι ανάγεται σε διηγήσεις σχετικές με τον Μέγαν Αλέξανδρο αν όχι και παλαιότερες. Το θέμα τούτο παρουσιάζεται επίσης στα ακριτικά τραγούδια της Δωδεκανήσου.