Κακογιάννης Μιχάλης

Διάσημος Κύπριος Σκηνοθέτης

Image

Διεθνούς φήμης Κύπριος σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου και σεναριογράφος. Σταδιοδρόμησε εκτός Κύπρου, στον διεθνή χώρο, κι είναι μια από τις διασημότερες σύγχρονες προσωπικότητες της Κύπρου.

 

Βιογραφικό

Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1922 στη Λεμεσό. Πατέρας του είναι ο νομικός Παναγιώτης Κακογιάννης και μητέρα του η Αγγελική Ευθυβούλου. Είναι αδελφός της νομικού, πρώην υπουργού και γενικής εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας Στέλλας Σουλιώτη και του επίσης νομικού Γεωργίου (Γώγου) Κακογιάννη. Ο πατέρας του έφερε ιπποτικό τίτλο (απεκαλείτο σερ) που του απενεμήθη από τη βρετανική κυβέρνηση το 1936.

 

Ο Μιχάλης Κακογιάννης, αφού συμπλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, πήγε στο Λονδίνο το 1939 με προοπτική να σπουδάσει νομικά και να ακολουθήσει το οικογενειακό επάγγελμα. Ενεγράφη στο Gray’s Inn του Λονδίνου όπου φοίτησε για τέσσερα χρόνια. Όπως είπε κάποτε ο ίδιος, σε συνέντευξή του στους New York Times (24 Ιανουαρίου 1965), ο πατέρας του τον ήθελε να γίνει δικηγόρος, και αν και αρχικά ακολούθησε την πατρική αυτή επιθυμία, τα ενδιαφέροντά του τον έσπρωχναν αλλού, χωρίς όμως να πει ποτέ στον πατέρα του ότι «ήθελε να κάνει θέατρο».

 

Από το Gray's Inn πήρε το δίπλωμα LL.B στα 21 του χρόνια (το 1943, στα πολύ δύσκολα χρόνια του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου). Στα χρόνια ακριβώς του πολέμου άρχισε να ασχολείται στο Λονδίνο με τα πραγματικά του ενδιαφέροντα, χρησιμοποιώντας κι αφιερώνοντας γι’ αυτά τον ελεύθερο χρόνο του. Το 1941 άρχισε συνεργασία με το British Broadcasting Corporation (B.B.C.) ως ραδιοφωνικός σκηνοθέτης ελληνικών εκπομπών που απευθύνονταν προς την υποδουλωμένη ήδη στη ναζιστική Γερμανία και κατεχόμενη Ελλάδα. Ταυτόχρονα σπούδαζε υποκριτική στο Central School of Dramatic Arts του Λονδίνου.

 

Mε το τέλος του πολέμου, ο Μιχάλης Κακογιάννης αποφάσισε να παραμείνει στο Λονδίνο και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το θέατρο, εγκαταλείποντας οριστικά την προοπτική για μια σταδιοδρομία νομικού. Συνέχισε να συνεργάζεται με το Β.B.C., ενώ το 1947 έκανε και την πρώτη του εμφάνιση ως ηθοποιός, παίζοντας το ρόλο του Ηρώδη στο έργο "Σαλώμη" του Όσκαρ Ουάιλντ. Σύντομα έγινε γνωστό όνομα στον θεατρικό κόσμο του Λονδίνου και στα επόμενα χρόνια πήρε μέρος, ερμηνεύοντας κύριους ρόλους, σε διάφορες θεατρικές παραγωγές, όπως το Captain Brassbound's Conversion, το The Fig Tree, το Caligula και το Two Dozen Red Roses. Ταυτόχρονα ενδιαφέρθηκε και για τη σκηνοθεσία, και φοίτησε στο Old Vic School του Λονδίνου. Η σκηνοθεσία τελικά τον κέρδισε, γι' αυτό και αποφάσισε ν' ασχοληθεί αποκλειστικά μ' αυτήν, καθώς και με τη συγγραφή σεναρίων, εγκαταλείποντας τόσο την εργασία του στο Β. B.C., όσο και την αρχινημένη ήδη σταδιοδρομία του ως ηθοποιού. Το 1951 έγραψε το πρώτο του σενάριο, το Our Last Spring, βασισμένο στο ελληνικό μυθιστόρημα «Ἐρόικα» του Κοσμά Πολίτη. Ελπίζοντας ότι θα εύρισκε τη δυνατότητα να το κάνει ο ίδιος ταινία, δοκίμασε να βρει οικονομική ενίσχυση από την Αγγλία και από άλλες χώρες (Γαλλία, ΗΠΑ), χωρίς όμως επιτυχία. Τότε αποφάσισε να φύγει από το Λονδίνο και το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος σε συνέντευξή του, «στην Αγγλία με αποκαλούσαν ελληνογεννημένο Άγγλο σκηνοθέτη, αλλά εγώ λέω όχι. Στην Αγγλία έζησα 13 χρόνια αλλά δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να κάνω ταινίες εκεί... Όποτε ήθελα να κάνω ταινία, έπρεπε να πάω στην Ελλάδα...».

 

Πραγματικά, στην Αθήνα γνωρίστηκε με τη μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη, η οποία εκτίμησε αμέσως το ταλέντο του και του ανέθεσε να σκηνοθετήσει την επόμενη ταινία της, που θα ήταν και η πρώτη του Μιχάλη Κακογιάννη. Στη συνέχεια η Έλλη Λαμπέτη θα πρωταγωνιστούσε σε άλλες τρεις ταινίες του Κυπρίου σκηνοθέτη.

 

Κινηματογραφική σταδιοδρομία

 Η πρώτη ταινία του Κακογιάννη, μαυρόασπρη, σε σενάριο δικό του και με πρωταγωνιστές κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς (Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Γιώργος Παπάς) ήταν το Κυριακάτικο Ξύπνημα. Χρειάστηκε σχεδόν δυο χρόνια για να ολοκληρωθεί, επειδή ο Κακογιάννης, εργαζόμενος σ' αυτήν, ταυτόχρονα πειραματιζόταν, δοκίμαζε και μάθαινε. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1954 κι έγινε εμπορική επιτυχία, γι’ αυτό, όπως είπε αργότερα ο Κακογιάννης, «μετά απ’ αυτήν, δεν είχα πια κανένα πρόβλημα». Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου (1954), όπου τιμήθηκε με Δίπλωμα Αξίας. Όπως έγραψε τότε ο κριτικός του 'The Spectator', ξαφνικά από τους ελληνικούς ουρανούς έπεσε μια ταινία που τοποθετεί την Ελλάδα στο διεθνή ορίζοντα (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Αμέσως μετά ο Κακογιάννης γύρισε στην Ελλάδα τη δεύτερη ταινία του, την Στέλλα, σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκη. Πρωταγωνιστές ήταν η Μελίνα Μερκούρη (που έκανε με την ταινία αυτή την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση), ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης κ.α. Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ Καννών (1955) κι έγινε επίσης μεγάλη εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Τον ίδιο χρόνο (1955) ο Κακογιάννης γύρισε στην Ύδρα την τρίτη, επίσης μαυρόασπρη, ταινία του. Επρόκειτο για μια σύγχρονη, αλλά εμπνευσμένη από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, δραματική ταινία με τίτλο Το Κορίτσι με τα Μαύρα. Το σενάριο ήταν και πάλι του Κακογιάννη και πρωταγωνιστές η Έλλη Λαμπέτη, ο Δημήτρης Χορν, ο Γιώργος Φούντας κ.α. Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ Καννών όπου απέσπασε ενθουσιώδη σχόλια, ενώ οι εφημερίδες Sunday Times και Daily Telegraph την θεώρησαν ως μια από τις 10 καλύτερες της παγκόσμιας παραγωγής, για το 1956. Η ταινία βραβεύθηκε το 1957 στις ΗΠΑ. Ο διεθνής Τύπος έγραψε ότι με την ταινία αυτή ο Κακογιάννης «φθάνει στο επίπεδο των μεγάλων σκηνοθετών του κόσμου...».

 

Η επόμενη ταινία του Κακογιάννη γυρίστηκε στην Ελλάδα το 1958, σε σενάριο δικό του και με μουσική του Μάνου Χατζηδάκη. Τίτλος της Τελευταίο Ψέμα και πρωταγωνιστές η Έλλη Λαμπέτη, ο Μιχάλης Νικολινάκος, ο Γιώργος Παπάς κ.α. Ήταν επίσης μαυρόασπρη. Πήρε μέρος στο φεστιβάλ των Καννών (1958), της Μελβούρνης (1959) και του Αγίου Φραγκίσκου (1959).

 

Το 1959 - 60 ο Κακογιάννης γύρισε σε ταινία και το πρώτο του σενάριο, το Our Last Spring (Ἐρόικα), με ηθοποιούς ερασιτέχνες νέους. Προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου (1960), του Λονδίνου (1960) και της Θεσσαλονίκης (1961) στο οποίο ο Κακογιάννης κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας.

 

Η επόμενη, επίσης μαυρόασπρη, ταινία του ήλθε στα 1961. Το σενάριο ήταν και πάλι δικό του και γυρίστηκε στη Ρώμη. Τίτλος της The Wastrel κι ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αμερικανού Frederic Wakeman. Η ταινία κυκλοφόρησε και με τους ελληνικούς τίτλους Χαμένο Κορμί ή Ναυάγιο. Πρωταγωνιστές η Έλλη Λαμπέτη και ο Βαν Χέφλιν. Η ταινία δεν ήταν αξιόλογη. Εκπροσώπησε, ωστόσο, την Κύπρο στο φεστιβάλ Καννών το 1961.

 

Αμέσως ύστερα ο Κακογιάννης στρέφει την προσοχή του στην αρχαία ελληνική τραγωδία και ιδιαίτερα στον Ευριπίδη, και το 1962 μεταφέρει στον κινηματογράφο την μεγάλη του επιτυχία Ἠλέκτρα. Ήταν επίσης μαυρόασπρη παραγωγή, σε δικό του σενάριο, με ντεκόρ και κοστούμια του μεγάλου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Πρωταγωνιστές οι Ειρήνη Παπά, Γιάννης Φέρτης, Αλέκα Κατσέλη, Μάνος Κατράκης, Νότης Περγιάλης κ.α. Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ Καννών (1962) όπου τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης μεταφοράς στον κινηματογράφο και διακρίθηκε. Τιμήθηκε επίσης με Δίπλωμα Αξίας στο φεστιβάλ Εδιμβούργου (1962). Τιμητικές διακρίσεις εξασφάλισε και στην Ελλάδα καθώς και στα φεστιβάλ του Ακαπούλκο (1962) και του Βερολίνου (1963), όπως επίσης και από το Βέλγιο, τα Βαλκάνια κ.α.

 

Η γνωστότερη όμως ταινία του Κακογιάννη, σε παγκόσμιο επίπεδο, ήλθε το 1964. Επρόκειτο για τη μεταφορά στην οθόνη, σε σενάριο του ιδίου του σκηνοθέτη, του κλασσικού πλέον βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη Αλέξης Ζορμπάς. Η ταινία, με τίτλο Zorba the Greek (Ζορμπάς ο Έλληνας) ήταν αμερικάνικη παραγωγή με πρωταγωνιστές τους Άντονυ Κουήν, Άλαν Μπέητς, Ειρήνη Παπά, Λίλα Κέντροβα, Γιώργο Φούντα, Ελένη Ανουσάκη. Η μουσική ήταν του Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία τιμήθηκε με τρία βραβεία Όσκαρ (ασπρόμαυρης φωτογραφίας - Ουώλτερ Λάσσαλυ, β' γυναικείου ρόλου - Λίλα Κέντροβα και σκηνογραφίας - Βασίλης Φωτόπουλος). Η ταινία ήταν υποψήφια και για άλλα βραβεία Όσκαρ.

 

Το 1967 ο Κακογιάννης γύρισε την πρώτη έγχρωμη ταινία του, που ήταν παραγωγή της 20th Century - Fox. Τίτλος της: Όταν τα Ψάρια βγήκαν στη Στεριά (The Day the Fish came out). To σενάριο ήταν και πάλι του Κακογιάννη, όπως και τα κοστούμια. Η μουσική ήταν του Μίκη Θεοδωράκη. Πρωταγωνιστές ο Τομ Κόρτνεϋ και η Κάντις Μπέργκεν.

 

Μετά την μέτρια αυτή ταινία, και μετά την αναγκαστική φυγή του από την Ελλάδα εξαιτίας της στρατιωτικής δικτατορίας που επεβλήθη στη χώρα, ο Κακογιάννης στράφηκε ξανά προς την αρχαία τραγωδία και το 1971 γύρισε στην Ισπανία τις Τρωάδες του Ευριπίδη, σε σενάριο δικό του. Η μουσική ανήκε και πάλι στον Θεοδωράκη. Πρωταγωνιστές ήσαν η Κάθριν Χέπμπουρν, η Βανέσσα Ρέντγκρεηβ, η Ζενεβιέβ Μπυζόλτ και η Ειρήνη Παπά. Στην Ελλάδα η ταινία προβλήθηκε το 1975 (μετά την πτώση της δικτατορίας), αλλά πήρε μέρος στο φεστιβάλ Καννών (1971).

 

Αμέσως μετά την κυπριακή τραγωδία του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής του 1974, ο Μιχάλης Κακογιάννης ήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου γύρισε το ντοκιμαντέρ Αττίλας ’74. Το ντοκιμαντέρ Η Ειρήνη Παπά στην Κύπρο (Irene Papas visit Cyprus) ο Κακογιάννης το γύρισε στο νησί το 1979, ως παραγωγή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).

 

Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου το 1977 γύρισε, σε σενάριο δικό του, την τραγωδία του Ευριπίδη Ἰφιγένεια. Η μουσική ήταν και πάλι του Θεοδωράκη. Πρωταγωνιστές η Ειρήνη Παπά, ο Κώστας Καζάκος, ο Κώστας Καρράς και η μικρή Τατιάνα Παπαμόσχου. Η έγχρωμη αυτή παραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου εγκαινίασε το φεστιβάλ Καννών του 1977 και πήρε διακρίσεις στο Βέλγιο (βραβείο «Φεμίνα» ως η καλύτερη ξένη ταινία της χρονιάς) και στην Ελλάδα.

Στις 14 Απριλίου 1981 το Πανεπιστήμιο Κολούμπια στο Σικάγο ανακήρηξε το Μιχάλη Κακογιάννη  επίτιμο διδάκτωρα. 

 

Το 1986 γυρίστηκε η ταινία Γλυκειά Πατρίδα. Σ' αυτήν πρωταγωνιστούν ξένοι αστέρες (Τζέην Αλεξάντερ, Φράνκο Νέρο, Τζων Κάλουμ κ.α.) αλλά και Έλληνες ηθοποιοί (Ειρήνη Παπά, Γιάννης Βόγλης, Κάτια Δανδουλάκη κ.α.). Το σενάριο της ταινίας είναι εμπνευσμένο από την καταπιεζόμενη από την δικτατορία Χιλή.

 

Ακολούθησαν οι ταινίες Πάνω, Κάτω και Πλαγίως το 1992 και Ο Βυσσινόκηπος το 1999.

 

Θεατρική σταδιοδρομία

 Παράλληλα προς την κινηματογραφική εργασία του, ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε και διεθνή σταδιοδρομία ως θεατρικός σκηνοθέτης. Αρχίζοντας από την Ελλάδα, σκηνοθέτησε στην Αθήνα τα έργα Α Woman of No Importance του Όσκαρ Ουάιλντ (1954), The Rainmaker του Pίτσαρντ Νας (1956), Quality Street του Μπάρρυ (1956) και Όμορφη Πόλη του Μίκη Θεοδωράκη (1962). Το 1963 σκηνοθέτησε την τραγωδία του Ευριπίδη Τρωάδες στη Νέα Υόρκη και το ίδιο έργο ξανά στο Παρίσι το 1965 (σε διασκευή του Σαρτρ). Επίσης στη Νέα Υόρκη σκηνοθέτησε τα έργα And Things that go bump in the Night του Μακ Νάλλυ (1965) και The Devils του Τζων Ουάιτιγκ (1965). Δυο χρόνια αργότερα, στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης σκηνοθέτησε το Mourning Becomes Electra. Επίσης το 1967 σκηνοθέτησε στη Νέα Υόρκη την Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι του Ευριπίδη. Τον επόμενο χρόνο εργάστηκε στο Παρίσι, ανεβάζοντας το Ρωμαίος και Ιουλιέττα του Σαίξπηρ. Τον ίδιο χρόνο, στο Σπολέτο σκηνοθέτησε το Beckett. To 1972 βρέθηκε ξανά στη Νέα Υόρκη όπου σκηνοθέτησε άλλα δυο θεατρικά έργα, τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη και το La Boheme στην Juilliard Opera. To 1973 εργάστηκε στο Δουβλίνο, σκηνοθετώντας τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.

 

Μετά την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του στην Αθήνα, σκηνοθέτησε εκεί το Madame Marguerite του R. Alhayde (1974), τον Γυάλινο Κόσμο του Τέννεση Ουίλλιαμς (1977) και το σαιξπηρικό έργο Αντώνιος και Κλεοπάτρα (1979). Στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη σκηνοθέτησε το 1977 και το 1980 αντίστοιχα τις Βάκχες του Ευριπίδη. Το 2003 σκηνοθέτησε στην Ελλάδα τον Άμλετ του Σαίξπηρ.

 

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο Μιχάλης Κακογιάννης συνεργάστηκε με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου το 1983, σκηνοθετώντας την τραγωδία του Σοφοκλέους Ἡλέκτρα, με ερμηνεύτρια του ομώνυμου ρόλου την Ειρήνη Παπά. Το έργο παρουσιάστηκε και στο φεστιβάλ της Επιδαύρου στις 25 και 26 Ιουνίου 1983.

 

Ο Μιχάλης Κακογιάννης εργάστηκε και για την τηλεόραση, σκηνοθετώντας το 1974 το έργο The Story of Jacob and Joseph με τους Keith Michell, Colleen Dewhurst και Tony Lo Bianco.

 

Ακρόπολη

Έργο του Μιχάλη Κακογιάννη είναι και ο νυχτερινός φωτισμός των μνημείων της Ακροπόλεως, τον οποίο εκείνος πρώτος οραματίσθηκε και για την επίτευξη του οποίου ίδρυσε το σύλλογο «Οι Φίλοι της Αθήνας», εξασφαλίζοντας τις υπηρεσίες του διάσημου Γάλλου φωτιστή Pierre Bideau  και αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση όλων των απαραίτητων μελετών.

Το 2004, ο Μιχάλης Κακογιάννης συνέστησε το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» με σκοπό τη μελέτη, υποστήριξη και διάδοση των τεχνών του θεάτρου και του κινηματογράφου, καθώς και την καταγραφή και διαφύλαξη των δημιουργημάτων των τεχνών αυτών, ενώ το φθινόπωρο του 2009 αναμένεται η έναρξη λειτουργίας του Πολιτιστικού Κέντρου του Ιδρύματος που βρίσκεται στην οδό Πειραιώς 206, στον Ταύρο.

 

Πέθανε στην Αθήνα στις 25 Ιουλίου 2011.

 

Πλατεία

Στις 2 Νοεμβρίου 2022 μια πλατεία στην καρδιά της Λεμεσού, στη σύγκλιση των πιο εμβληματικών σημείων -του Παλιού Λιμανιού, του Κάστρου, του πάρκου της Επίχωσης του Μώλου και της Μαρίνας- μετονομάστηκε σε πλατεία Μιχάλη Κακογιάννη. Η επίσημη τελετή εγκαινίων έγινε από τον Υπουργό Εσωτερικών Νίκο Νουρή , στην παρουσία και μελών της οικογένειας του Κακογιάννη.

 

Πηγή: 

  1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
  2. Λεμεσός -Ιστορία: Ο Μιχάλης Κακογιάννης και οι καλιτεχνικές του ρίζες 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image