Τουρκοκύπριοι

Τουρκικά: Η άλλη γλώσσα της Κύπρου

Image

Για να μπορέσουν οι Τουρκοκύπριοι, των οποίων η κοινωνική υπόσταση καταστρέφεται από την αποικιοκρατική πολιτική της «θετής-πατρίδας» τους, της Τουρκίας, να συνεχίσουν να υπάρχουν ως μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χρειάζονται συγκεκριμένα και εφικτά βήματα σε ορισμένους τομείς για τα Τουρκικά, «τη θετή-τους-μητρική-γλώσσα». Αυτό είναι μια αναγκαιότητα και για τους Ελληνοκύπριους για να διατηρήσουν ζωντανό το ιδεώδες της ενωμένης Κύπρου.

 

Θα πρέπει να εξεταστούν ορισμένες πρακτικές βελτιώσεις προτού η τουρκική γλώσσα αναγνωριστεί ως επίσημη γλώσσα της ΕΕ ή τουλάχιστον ως μία από τις προνομιούχες μειονοτικές γλώσσες της ΕΕ, όπως συμβαίνει στα άλλα τρία κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό, μπορούν να γίνουν νέες ρυθμίσεις στα κονδύλια της ΕΕ για τη γλώσσα, την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης και τον πολιτισμό που μεταφέρονται στην Κυπριακή Δημοκρατία, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της τουρκικής γλώσσας. Έτσι, τα παράπονα των Τουρκοκυπρίων πολιτών λόγω του αποκλεισμού της τουρκικής γλώσσας από την ΕΕ και πολλούς άλλους τομείς στην Κυπριακή Δημοκρατία μπορούν να ξεπεραστούν εν μέρει.

 

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάποιοι από τους τουρκοκυπριακής καταγωγής αγαπητούς πολιτικούς μας φίλους, οι οποίοι κατέχουν θέσεις στην ΕΕ, οι οποίοι μεταξύ άλλων πήγαν στις Βρυξέλλες για να στηρίξουν την χρήση της τουρκικής γλώσσας, δεν ενοχλούνται σήμερα από την έλλειψη σημάνσεων ασφαλείας στη γλώσσα των Τουρκοκυπρίων στις Οικοδομές στον Νότο, από την ανυπαρξία σήμανσης στα νοσοκομεία και τις πρώτες βοήθειες, την έλλειψη πινακίδων κατεύθυνσης στο αεροδρόμιο Λάρνακας και στην απουσία ανακοινώσεων στην τουρκική για τους αμέτρητους Τουρκοκύπριους πολίτες που χρησιμοποιούν κυπριακά αεροσκάφη, και ότι δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας για τα θέματα αυτά που μπορούν να λύσουν ευκολότερα χρησιμοποιώντας τις θέσεις τους. Κι αυτό γιατί το θέμα της Τουρκικής ως επίσημης γλώσσας της ΕΕ εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Κανονισμού αριθ. 1 που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ και είναι ένα σύνθετο θέμα που εξαρτάται από την πορεία του Κυπριακού και τις σχέσεις με την Τουρκία.

 

Τραγελαφικά περιστατικά

Ως ποιητής, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και άνθρωπος του πολιτισμού που εκπροσωπεί την Κύπρο σε διεθνείς πλατφόρμες, πρέπει να πω ότι ενώ η χώρα μου είναι μέλος της ΕΕ, δεν έχω αντιμετωπίσει μόνο δυσκολίες λόγω του γεγονότος ότι η γραπτή μου γλώσσα, η τουρκική, δεν θεωρείται γλώσσα της ΕΕ, αλλά έχω βιώσει και γεγονότα που σε κάνουν να μειδιάς. Στις 26 Απριλίου 2004, η εφημερίδα The Guardian, υπό τον τίτλο «Ας γνωρίσουμε τους νέους Ευρωπαίους συγγενείς μας», ζήτησε άρθρα από τους συγγραφείς των 10 νέων κρατών μελών της ΕΕ και παρουσίασε την Κύπρο με το δικό μου άρθρο. Εκεί, ανέφερα τα προβλήματα που δημιουργεί το γεγονός ότι η τουρκική γλώσσα δεν θεωρείται γλώσσα της ΕΕ και το παράδοξο του να είσαι τουρκόφωνος Κύπριος συγγραφέας και ταυτόχρονα να συστήνεις την Κύπρο στην Ευρώπη. Αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά: Στις 26 Νοεμβρίου 2022, στο Φεστιβάλ Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας του Τόκιο, το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή της Επιτροπής της ΕΕ, προσκλήθηκα από το Υφυπουργείο Πολιτισμού, γεγονός που έκανε ένα βήμα μπροστά για έναν ποιητή που γράφει στα τουρκικά να εκπροσωπήσει την Κύπρο για πρώτη φορά μόνος του σε διεθνή συνάντηση. Μπροστά σε άλλους συγγραφείς της ΕΕ στην Ιαπωνία, έπρεπε να αναμείξω την τουρκική γλώσσα, η οποία δεν είναι γλώσσα της ΕΕ, με την αγγλική και την ελληνική.

 

Με την ευκαιρία πολλών διεθνών συναντήσεων όπως αυτές, χρειάστηκε να αναλάβω πρωτοβουλίες για τη θέση της τουρκικής γλώσσας στην Κυπριακή Δημοκρατία και στην ΕΕ. Μεταξύ 1997 και 2001, υπέγραψα πενταετές συμβόλαιο με τη μονάδα των Βρυξελλών που ήταν υπεύθυνη για την ενταξιακή διαδικασία της Κύπρου στην ΕΕ και διαχειρίστηκα μια σειρά από προγράμματα που περιλάμβαναν εκδόσεις, μεταφράσεις, ποιητικές αναγνώσεις, ακαδημαϊκά συνέδρια, τα οποία έφεραν κοντά τις γλώσσες και τους πολιτισμούς όλων των Κυπρίων και τους συνέδεσαν με την Ευρώπη. Για το σκοπό αυτό, συνεργάστηκα με τον γραφειοκράτη των Βρυξελλών M. Combescot, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τους οργανισμούς επιπέδου Β2. Η θέση της τουρκικής, μιας από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας και μιας από τις λογοτεχνικές γλώσσες των Κυπρίων, στην ΕΕ ήταν τότε ένα θέμα συζήτησης.

 

Θετή μητρική γλώσσα

Χρησιμοποίησα τον όρο «step-mothertongue» (θετή-μητρική-γλώσσα) στο βιβλίο Step-Mothertongue: From Nationalism to Multiculturalism Literatures of Cyprus, Greece, and Turkey, (Θετή μητρική γλώσσα: Από τον εθνικισμό στον πολυπολιτισμό – Λογοτεχνία της Κύπρου, και της Τουρκίας) μια συλλογή ομιλιών σε συνέδριο που οργάνωσα στο πλαίσιο του προαναφερθέντος προγράμματος της ΕΕ το 1997, όταν ήμουν λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου. Το βιβλίο αυτό αναφοράς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά, αν και αποτελεί εγχειρίδιο σε ορισμένες χώρες και οι Ιταλοί έχουν εισάγει τον όρο «step-mothertongue» στη βιβλιογραφία ως «matrignalingua». Ωστόσο, έχει υπογραφεί συμβόλαιο με εκδοτικό οίκο των Αθηνών για ένα βιβλίο με τίτλο Κοσμοποιητικά, το οποίο περιέχει τις αναλύσεις μου για τη θετή-μητρική-γλώσσα, γλώσσα και την κυπριακή λογοτεχνία. Αυτό το οφείλουμε στο πρόγραμμα που θέσπισε η Κυπριακή Δημοκρατία για τη μετάφραση έργων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συγγραφέων μεταξύ ελληνικών και τουρκικών. Το πρόγραμμα ελληνοτουρκικής μετάφρασης και έκδοσης, το οποίο διαχειρίζεται σήμερα το Υφυπουργείο Πολιτισμού, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα λύσης των προβλημάτων της τουρκικής εκπροσώπησης, με τα οποία θα ασχοληθώ εδώ.

 

Τα δημοσιεύματα που έχω δει στον κυπριακό Τύπο, ιδιαίτερα στις τουρκόφωνες εφημερίδες, με τίτλους όπως «Πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στις Βρυξέλλες για να γίνει η τουρκική γλώσσα, γλώσσα της ΕΕ», «Γράφτηκε επιστολή στις αρχές της ΕΕ για την αναγνώριση της τουρκικής γλώσσας» κ.λπ. δίνουν την εντύπωση πολιτικής προπαγάνδας και όχι λύσης. Θεωρείται ότι αποδέκτης των φωτογραφιών που τραβήχτηκαν στις Βρυξέλλες για να δημιουργηθεί η άποψη ότι «κάτι γίνεται για τα τουρκικά» χωρίς να γίνεται τίποτα, δεν είναι η ΕΕ, αλλά η τουρκική και τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη. Ωστόσο, η ετοιμασία συγκεκριμένων και πρακτικών προτάσεων για βήματα που μπορούν να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα για να δημιουργηθεί χώρος για τα τουρκικά και η παρουσίασή τους στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι η ύψιστη προτεραιότητα, ο πιο λογικός και ο πιο γόνιμος δρόμος προς τα εμπρός.

 

Με τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963 και την Κατοχή του 1974, η θέση της τουρκικής γλώσσας στην Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη σοβαρή ζημιά και είναι απαραίτητο να ανταλλάξουμε απόψεις με αυτούς που έχουν πληγεί ιδιαίτερα, τόσο σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων όσο και σε επίπεδο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που τους εκπροσωπούν. Παραδείγματος χάρη: Τουρκοκύπριοι συγγραφείς, εκδότες, μέλη του Τύπου- νέοι Τουρκοκύπριοι επαγγελματίες που έχουν τα προσόντα και τα δικαιώματα να εργαστούν σε φορείς της ΕΕ αλλά δεν μιλούν καλά ελληνικά, Τουρκοκύπριοι δικηγόροι και γραμματείς που παραπονιούνται για γλωσσικά προβλήματα σε επίσημα έγγραφα, γραφεία και δικαστήρια, Τουρκοκύπριοι εργάτες και τα συνδικάτα τους που εργάζονται στο Νότο, Τουρκοκύπριοι εμπειρογνώμονες και ακαδημαϊκοί που δεν μπορούν να βρουν θέση σε εκπαιδευτικά, ερευνητικά ιδρύματα και βιβλιοθήκες λόγω της έλλειψης γνώσης της ελληνικής γλώσσας- πολιτιστικοί ακτιβιστές που εργάζονται για τη διατήρηση, τη συλλογή και την καταγραφή τουρκοκυπριακών εκδόσεων και διαφόρων αρχειακών υλικών κ.λπ. σχετικών με τους Τουρκοκύπριους.

 

Μπορούν να έχουν αξιοπιστία οι δηλώσεις ορισμένων ατόμων με πολιτικές θέσεις υπέρ της καθιέρωσης της τουρκικής ως γλώσσας της ΕΕ, χωρίς να ακούσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλα τα κοινωνικά στρώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας λόγω της τουρκικής γλώσσας, χωρίς να ζητήσουν από αυτούς εκθέσεις με προτάσεις λύσεων, χωρίς να έρθουν σε επαφή με τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται περισσότερο για το πρόβλημα, όπως οι ενώσεις δημοσιογράφων και εκπαιδευτικών, οι ενώσεις συγγραφέων και εκδοτών, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και πολλοί άλλοι πολιτιστικοί φορείς; Μπορεί κανείς να βασιστεί σε εύηχες αλλά κενές υποσχέσεις που βασίζονται στη χρήση του εν λόγω προβλήματος για προσωπική πολιτική προπαγάνδα αντί να παράγουν αποτελέσματα;

 

Το προσωπικό ενδιαφέρον

Περιττό να πω ότι, ως Κύπριος επαγγελματίας ποιητής και συγγραφέας πλήρους απασχόλησης που γράφει στα τουρκικά από τη δεκαετία του 1980, ενδιαφέρομαι έντονα για το χώρο της τουρκικής γλώσσας στην Κυπριακή Δημοκρατία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν ήμουν στα είκοσί μου χρόνια, το 1988, κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Γιώργου Βασιλείου, έθεσα το θέμα αυτό κατά την επίσκεψή μου στον Πρόεδρο και σε επακόλουθες συναντήσεις με τους συμβούλους του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πραγματοποίησα και πάλι συναντήσεις τόσο στη Λευκωσία όσο και στις Βρυξέλλες ως Κύπριος ποιητής, συγγραφέας και άνθρωπος του πολιτισμού.

 

Εκείνα τα χρόνια, μου έλεγαν στην Κύπρο ότι «η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν υπέρ του να γίνει η τουρκική γλώσσα γλώσσα της ΕΕ, αλλά οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι αρχές της ΕΕ δίσταζαν, επειδή η ελληνική ήταν ήδη γλώσσα της ΕΕ». Θυμάμαι ότι υπήρχαν συζητήσεις ότι αν η τουρκική γλώσσα ήταν μια από τις γλώσσες της ΕΕ, η μονάδα που θα ιδρυόταν για τις μελέτες προσαρμογής θα έπρεπε να είναι εντός του Πανεπιστημίου Κύπρου και ο προϋπολογισμός και η οργάνωση θα έπρεπε να εποπτεύονται από την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ισχυρότερη αντίρρηση σε αυτό ήρθε από τη διοίκηση του Ραούφ Ντενκτάς.

 

Οι τουρκικές αρχές, αν και χρησιμοποιούσαν το θέμα για προπαγανδιστικούς σκοπούς, δεν ήθελαν να γίνει η τουρκική γλώσσα, γλώσσα της ΕΕ, όχι μέσω της Τουρκικής Δημοκρατίας, αλλά μέσω της μικρής τουρκοκυπριακής κοινότητας και της «τουρκοκυπριακής γλώσσας» της, με πρωτοβουλία της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία δεν αναγνώριζε. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Τουρκίας φαίνεται να απέχουν ακόμη πολύ από το να αντιληφθούν ότι η τουρκική ως επίσημη γλώσσα της ΕΕ θα προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες για την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ δεν υφίσταται πλέον, είναι προφανές ότι η τουρκική μπορεί να είναι επίσημη γλώσσα της ΕΕ μόνο λόγω της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Από την άλλη, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κανένας στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών και των τουρκοκυπριακών αρχών, δεν ήθελε να καταστήσει την τουρκική επίσημη γλώσσα της ΕΕ πριν από μια πολιτική διευθέτηση, οι ελληνοκυπριακές αρχές, όπως έκανε ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης το 2016, έστελναν διάφορες επιστολές στον τότε Ολλανδό Υπουργό Εξωτερικών και Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ Μπερτ Κούντερς, επαναλαμβάνοντας την έκκληση «κάντε την τουρκική γλώσσα της ΕΕ». Ο Bert Koenders, από την άλλη, στην επίσημη απάντησή του στις 12 Απριλίου 2016, ως Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σημείωσε τα εξής: «Κατανοώ την αναγκαιότητα και τη σημασία της τουρκικής να είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ μετά την επανένωση της Κύπρου και θα χαρώ να ξεκινήσω τις προπαρασκευαστικές εργασίες μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας».

 

Αλλά όταν το 2017 οι ειρηνευτικές συνομιλίες στο Κρας Μοντάνα απέτυχαν, η Τουρκία εγκατέλειψε τη θέση της ομοσπονδιακής λύσης. Όχι μόνο το νότιο μισό, αλλά και το βόρειο μισό υπό την de facto κατοχή της Τουρκίας, άρχισε να προβάλλει παράλογες απαιτήσεις όπως «αναγνώριση ενός ξεχωριστού κυρίαρχου τουρκικού κράτους» στην Κύπρο, η οποία θεωρείται ως de jure έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να ρωτήσουν τους Τουρκοκύπριους.

 

Αυτό που δυσκολεύομαι να καταλάβω είναι γιατί ορισμένοι πολιτικοί τόσο στη Λευκωσία όσο και στις Βρυξέλλες, οι οποίοι είναι υπέρμαχοι μιας ομοσπονδιακής Κύπρου, επαναλαμβάνουν συνεχώς αυτό το θέμα, γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να γίνει η τουρκική γλώσσα η γλώσσα της ΕΕ υπό τις παρούσες συνθήκες. Μήπως το κάνουν αυτό για να δημιουργήσουν μια θετική εικόνα και να κερδίσουν δημοτικότητα στην τουρκική και τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη; Ή μήπως όλες αυτές οι ιδιορρυθμίες γίνονται εν γνώσει ορισμένων ελληνοκυπριακών κομμάτων με τα οποία συνδέονται, και τα οποία, αν και συχνά διστάζουν να πάρουν ρίσκο όταν πρόκειται για συγκεκριμένη πολιτική πρακτική, διαιωνίζουν τη ρητορική του «οι Τουρκοκύπριοι είναι αδελφοί μας»;

 

Ένα πρόσφατο περιστατικό με δυσκόλεψε περισσότερο στο να καταλάβω τον πραγματικό σκοπό αυτών των μάταιων προσπαθειών για την τουρκική γλώσσα από το εξωτερικό. Διότι με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν κάποια κέρδη όσον αφορά την τουρκική γλώσσα, αν επικεντρώνονταν οι προσπάθειες στο εσωτερικό της χώρας μας και αν προσέγγιζαν τα εξουσιοδοτημένα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας με συγκεκριμένες και υλοποιήσιμες προτάσεις που να καλύπτουν συγκεκριμένους τομείς.

 

Η απόρριψη των αιτήσεων

Στα τέλη του 2022, έθεσα για πρώτη φορά στο Υφυπουργείο Πολιτισμού την απόρριψη των αιτήσεων των μεταφραστών των βιβλίων μου, λόγω του γεγονότος ότι το Υφυπουργείο Πολιτισμού παρέχει κονδύλια μόνο για τη μετάφραση ελληνικών έργων σε ξένες γλώσσες. Επί ένα τέταρτο του αιώνα, όσοι προσπαθούσαν να μεταφράσουν τα βιβλία μου σε πολλές γλώσσες δεν είχαν λάβει καμία συνεισφορά, επειδή τα τουρκικά δεν περιλαμβάνονταν στο «Πρόγραμμα Μετάφρασης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ξένες γλώσσες». Τελικά, όταν οι Αλβανοί μεταφραστές που μετέφρασαν το βιβλίο μου όχι από τα τουρκικά, αλλά από τα ελληνικά, δεν έλαβαν επίσης συνεισφορά, επισύναψαν στο φάκελο μια επιστολή υποστήριξης της αίτησης ένστασης που είχαν ετοιμάσει. Με την ευκαιρία αυτή, το μεταφραστικό πρόγραμμα τροποποιήθηκε ώστε να αναφέρει ότι «θα χρηματοδοτούνται επίσης έργα Τουρκοκυπρίων συγγραφέων γραμμένα στα τουρκικά και μεταφρασμένα στα ελληνικά». Φυσικά, δεν αρκεί η χρηματοδότηση ενός έργου γραμμένου αρχικά στην τουρκική γλώσσα μέσω ελληνικής μετάφρασης. Είναι όμως ένα νέο βήμα που έγινε από την Κυπριακή Δημοκρατία με καλή πίστη.

 

Με την τελευταία αυτή εξέλιξη συνειδητοποίησα ότι αν παρουσιαστούν κάποιες σαφείς προτάσεις που μπορούν να εφαρμοστούν υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, μπορεί να ληφθούν υπόψη από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ωστόσο, κάποιοι πολιτικοί φίλοι μας τουρκοκυπριακής καταγωγής, οι οποίοι βρίσκονται στις Βρυξέλλες και λένε «η τουρκική πρέπει να γίνει γλώσσα της ΕΕ», δεν έχουν δείξει κανένα ενδιαφέρον για το θέμα αυτό στην πατρίδα τους, παρά τις εκκλήσεις συγγραφέων από την ίδια τους την κοινότητα. Τελικά, δεν ήταν αυτοί, αλλά συνάδελφοι δημοσιογράφοι από την Ελλάδα που με βοήθησαν να έρθω σε επαφή με τους λειτουργούς του Υφυπουργείου Πολιτισμού.

 

Στο σημερινό αδιέξοδο του Κυπριακού προβλήματος, ιδιαίτερα στην πρόσφατη περίοδο που η Τουρκία προσπαθεί να εξαλείψει την πολιτιστική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, το αίτημά μας θα πρέπει να περιοριστεί στα γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Και τούτο διότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας, με τα 85 εκατομμύρια κατοίκους της, και των 7 εκατομμυρίων τουρκόφωνων κατοίκων των χωρών της ΕΕ να γίνει η τουρκική επίσημη γλώσσα της ΕΕ, και πιθανότατα θα αξιοποιήσουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες της ΕΕ από ό,τι η τουρκοκυπριακή κοινότητα όταν η τουρκική γίνει η επίσημη γλώσσα της ΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να διαφωτιστεί η τουρκική κοινή γνώμη για το θέμα αυτό, να δημοσιευτεί στον τουρκικό Τύπο η πληροφορία ότι η τουρκική θα γίνει επίσημη γλώσσα της ΕΕ μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας και με αυτό τον τρόπο να διασφαλιστεί η υποστήριξή τους για την επανένωση της Κύπρου με μια δίκαιη και μόνιμη λύση. Επιπλέον, γνωρίζουμε από την εμπειρία 25 ετών ότι είναι δύσκολο να γίνουν σοβαρά βήματα για να γίνει η τουρκική γλώσσα, γλώσσα της ΕΕ χωρίς να έρθει κανείς σε επαφή με τις τουρκικές αρχές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

 

Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η ΕΕ ανακοίνωσε το 2004 ότι η τουρκική γλώσσα θα μπορούσε να λάβει το καθεστώς της επίσημης γλώσσας αν η Κύπρος επανενωνόταν. Πράγματι, αν πρόκειται να δοθεί η τουρκική ως επίσημη γλώσσα της ΕΕ ως δώρο στην Τουρκία μέσω των Τουρκοκυπρίων, φαίνεται πιο σωστό ακόμη και σε έναν Κύπριο σαν εμένα, του οποίου η ίδια η ύπαρξη σχετίζεται με την τουρκική γλώσσα, αυτό να συμβαδίζει τουλάχιστον με μια δίκαιη και μόνιμη λύση για την επανένωση της Κύπρου.

 

Λέω «ακόμη», διότι, ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στερούμαι τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι συνάδελφοί μου που γράφουν στα ελληνικά, όχι μόνο όσον αφορά την πρόσβαση των έργων μου σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και όσον αφορά τα προς το ζην, αφού βγάζω τα προς το ζην κυρίως από τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων μου και το έργο μου ως ποιητής-συγγραφέας. Το θέμα αυτό είναι επομένως σημαντικό όχι μόνο για την αποτίμηση των 40 χρόνων μου ως συγγραφέας, κατά τη διάρκεια των οποίων έχω εκδώσει περισσότερα από 20 βιβλία, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχω εκπροσωπήσει την Κύπρο σε πολλές χώρες και στις πέντε ηπείρους του κόσμου, αλλά και για την προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωσή ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια κατάστασή με εμένα.

 

Θα προτιμούσα ένα τόσο σημαντικό ζήτημα να αντιμετωπιστεί στη Λευκωσία, προκειμένου να βρεθούν πραγματικές λύσεις, και όχι να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για να κάνουν κάποια άτομα μια προσωπική κίνηση καριέρας από τις Βρυξέλλες στην Άγκυρα για λογαριασμό τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα ήταν καλύτερο να συζητήσουμε με τους αρμόδιους ανθρώπους και οργανισμούς πώς και σε ποιους τομείς μπορούν να γίνουν βελτιώσεις ώστε να ανοίξει ο χώρος για τα τουρκικά και να επιλυθεί το θέμα μέσα στα πλαίσια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη και του ανθρώπου που υπερβαίνει τις διακοινοτικές συνομιλίες ή τη «δικοινοτικότητα». Από αυτή την άποψη, δεν μπορεί καν να συνδεθεί με βήματα «πολιτιστικής προσέγγισης», αλλά θα ήταν ένα καθησυχαστικό βήμα προς την κατεύθυνση της προσέγγισης.

 

Πιστεύω ως Κύπριος ποιητής και συγγραφέας που γράφει στα τουρκικά, είναι πρωτίστως η Κυπριακή Δημοκρατία που αναμένεται να με εκπροσωπήσει ως Κύπριο ποιητή και συγγραφέα που γράφει στα τουρκικά, τόσο σε δραστηριότητες πολιτιστικής προσέγγισης όσο και στο άνοιγμα χώρου για την τουρκική γλώσσα στην Κύπρο, μέλος της ΕΕ. Ακόμη και αν οι διακοινοτικές συνομιλίες συνεχίζονται και οι πολιτιστικές επιτροπές δημιουργούνται στη βάση της «Δικοινοτικότητας», είναι πιο ρεαλιστικό και νόμιμο για μένα να περιμένω την προστασία των δικαιωμάτων μου όχι από τον Ερσίν Τατάρ, ο οποίος δεν εξελέγη από τους Τουρκοκύπριους, αλλά τουλάχιστον από τον Νίκο Χριστοδουλίδη, ο οποίος εξελέγη ως Πρόεδρος ολόκληρης της Κύπρου σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960 που αναγνωρίζεται από την ΕΕ. Όπως και πολλοί Τουρκοκύπριοι άνθρωποι του πολιτισμού που υποστηρίζουν μια λύση στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας αντί του αποσχιστικού κράτους στο βορρά, το οποίο αποτελεί προκαταρκτικό βήμα για την προσάρτηση στην Τουρκία, δεν μπορώ να περιμένω υποστήριξη από την «ΤΔΒΚ», ακόμη και αν γράφω στα τουρκικά.

 

Η «ΤΔΒΚ», η οποία προπαγανδίζεται στον κόσμο και ιδρύθηκε για τους Τουρκοκύπριους, όχι μόνο δεν εκπροσωπεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και λειτουργεί για να διαγράψει την πολιτιστική της ταυτότητα και να εξαλείψει την κοινωνική της ύπαρξη μεταξύ των εποίκων που αποστέλλονται από την Τουρκία. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που μετά τον Μουσταφά Ακιντζί, για πρώτη φορά στην ιστορία των Τουρκοκυπρίων, εγκαθιδρύθηκε μια διοίκηση που είναι πλήρως μαριονέτα, η προσδοκία για την προστασία των Τουρκοκυπρίων από την Κυπριακή Δημοκρατία έχει αυξηθεί.

 

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της «προεδρίας» του Μουσταφά Ακιντζί, κατέστη αδύνατο να υποστηριχτει η τουρκοκυπριακή γλώσσα, λογοτεχνία και πολιτισμός. Το 2018, πήγα στο γραφείο του και πρότεινα έργα γλώσσας, λογοτεχνίας και μετάφρασης και ξεκίνησα μια πολιτιστική οργάνωση για την προστασία των τουρκοκυπριακών έργων. Η ομάδα του Moυσταφά Ακιντζί υποστήριξε τα έργα με ειλικρινή ενθουσιασμό και μου έστειλε επίσημη επιστολή έγκρισης. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός τους ήταν συνδεδεμένος με μια νέα οντότητα που ονομαζόταν «Επιτροπή Βοήθειας της Τουρκικής Πρεσβείας» και η Τουρκία όριζε ότι μπορούσαν να υποστηρίξουν τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό μόνο με το «Ταμείο Προώθησης της ΤΔΒΚ», δεν μπορούσαν να συνδράμουν υποστηρικτές της ενωμένης Κύπρου όπως εγώ, ειδικά σε εκείνους που ασκούσαν ανοιχτή κριτική στην τουρκική κατοχή.

 

Ωστόσο, κατά την περίοδο του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, όταν υπήρχε ελπίδα για λύση εντός της ΕΕ, ο πολιτισμός των Τουρκοκυπρίων δεν καταπιεζόταν τόσο πολύ από την Τουρκία. Γι' αυτό, όταν ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ ήταν ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων και το κόμμα του στην εξουσία, λάμβαναν διάφορες συμβουλευτικές υπηρεσίες από εμένα, παρόλο που ήταν γνωστή η «χωρίς αλλά…» στάση μου για την επανένωση και αποστρατικοποίηση της Κύπρου.

 

Η νέα πολιτική συγκυρία

Σε αυτή τη νέα πολιτική συγκυρία, οι ελληνοκυπριακές αρχές πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει επίσημος τουρκοκυπριακός συνομιλητής στον οποίο να μπορούν να απευθυνθούν για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό των Τουρκοκυπρίων στο βορρά υπό τη ρητορική της «Δικοινοτικότητας». Τα τελευταία χρόνια, οι υψηλόβαθμες θέσεις της ΤΔΒΚ, οι οποίες παρουσιάζονται ως οι νόμιμες για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα καταλαμβάνονται από ομάδες που διορίζονται ή αποστέλλονται απευθείας με την παρέμβαση της τουρκικής κυβέρνησης, λειτουργώντας με εχθρότητα και μίσος ενάντια στα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Πιο σημαντικό από το γεγονός ότι στα μάτια της διεθνούς κοινότητας τα αξιώματα στη διοίκηση δεν είναι τόσο νόμιμα, είναι η πραγματικότητα ότι έχουν χάσει τη νομιμότητά τους και στα μάτια της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και των πιο εθνικιστών. Επομένως, είναι τώρα πιο επείγον από ποτέ για την Κυπριακή Δημοκρατία να εκπροσωπεί όχι μόνο την ελληνοκυπριακή κοινότητα αλλά και τον ιδρυτικό εταίρο, την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

 

Αυτή η εκπροσώπηση δεν θα πρέπει να παραμείνει στα χαρτιά, αλλά θα πρέπει να υλοποιηθεί μέσω νομικών ρυθμίσεων και οργάνωσης. Θα μπορούσε να συσταθεί μια ad hoc επιτροπή για τη διεξαγωγή μελετών σχετικά με το πώς μπορεί να δοθεί χώρος στην τουρκική γλώσσα και να προσληφθούν σύμβουλοι. Μια άλλη επείγουσα ανάγκη είναι η αρχειοθέτηση των αντικειμένων της τουρκοκυπριακής γλώσσας και πολιτισμού και η ενσωμάτωσή τους στον κυπριακό πολιτισμό στο σύνολό του. Από την άποψη αυτή, από το 2006-2011, όταν δίδασκα κατά διαστήματα στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, εργάστηκα σε προγράμματα που προετοιμάστηκαν με τη συμμετοχή πολλών μεταπτυχιακών φοιτητών και νέων λογοτεχνών, τα οποία όμως δεν έλαβαν καμία υποστήριξη από το τότε Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ούτε από επίσημα ακαδημαϊκά ιδρύματα και μέσα ενημέρωσης. Η αναζήτηση ευκαιριών για να ανοίξουν πόρτες σε διεθνείς οργανισμούς για τέτοια έργα για την τουρκοκυπριακή κοινότητα μπορεί επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών για την τουρκική γλώσσα.

 

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν έχει διεθνή θεσμική εκπροσώπηση. Διάφοροι παλαιοί τουρκοκυπριακοί θεσμοί, όπως το Εβκάφ, το Τμήμα Παιδείας, οι δήμοι, οι επαγγελματικές ενώσεις, τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα πολιτιστικά ιδρύματα, τα δημόσια και ιδιωτικά μουσεία κ.λπ. έχουν χάσει την αυτόνομη λειτουργία τους λόγω της αυξανόμενης τουρκικής παρέμβασης. Οι περισσότερες από τις εναλλακτικές εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, λογοτεχνικές κ.λπ. οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν αποτελεσματικά λόγω πολιτικών πιέσεων και οικονομικών περιορισμών.

Σχεδόν όλα τα γλωσσικά και πολιτιστικά προγράμματα που λαμβάνουν διεθνή χρηματοδότηση από πηγές όπως η ΕΕ και ο ΟΗΕ βασίζονται στη «δικοινοτικότητα». Σημαντικά ζητήματα, όπως η εκπροσώπηση της τουρκικής γλώσσας, η οποία αποτελεί συνταγματικό και θεμελιώδες δικαίωμα, στην Κυπριακή Δημοκρατία παρακάμπτονται λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης από την ΕΕ. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να ρωτήσουμε τις αρχές της ΕΕ:

 

Το γεγονός ότι οι τουρκόφωνοι πολίτες, μια από τις επίσημες γλώσσες της χώρας, δεν έχουν πρόσβαση στις εκδόσεις αναφοράς και πληροφόρησης της Κύπρου, μέλους της ΕΕ, οι οποίες τυπώνονται μόνο στα ελληνικά με επίσημη υποστήριξη, δεν εμποδίζει το δικαίωμα στην πληροφόρηση; Ο αποκλεισμός της τουρκικής γλώσσας ως γλώσσας έκδοσης και η απουσία αναφορών σε 500 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας και λογοτεχνικών πηγών σε εγκυκλοπαίδειες, ανθολογίες και βιβλία αναφοράς που εκδίδονται στα ελληνικά με ονομασίες όπως «Κυπριακή Δημοκρατία, Κυπριακό, Κύπρος» στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτισμού δεν δημιουργεί πολιτιστικές διακρίσεις;

 

Υπερασπιζόμενοι την κοινή πατρίδα και όχι τη διχοτόμηση, είναι επικίνδυνο να απολυτοποιούμε τη «δικοινοτικότητα» ακόμη και στην τέχνη και τον ακαδημαϊκό χώρο και να την φέρνουμε στο σημείο να οικοδομούμε τα πολιτιστικά και πνευματικά ερείσματα δύο ξεχωριστών κρατών. Επιπλέον, το πολιτιστικό επίπεδο της Κύπρου υποβαθμίζεται με την προβολή ανιστόρητων λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών προϊόντων μόνο και μόνο για να εμφανίζονται δίπλα-δίπλα Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Η αναγραφή του «Ελληνοκύπριος – Τουρκοκύπριος» στα πάντα σε βαθμό που να μην είναι δυνατή η ετοιμασία μιας πολυκοινοτικής λογοτεχνικής επιλογής, μουσικής ή ζωγραφικής συλλογής, όπως σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, κοντεύει να μετατραπεί σε μια ουσιοκρατική πολιτική ταυτότητας. Όπως είπα στην εκπομπή «Biz=Εμείς» του ΡΙΚ πριν από μερικούς μήνες, «η δικοινοτικότητα μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την πραγματική διεθνή πολιτική, ώστε να έχει νόημα. Διαφορετικά, όπως και τόσα άλλα πράγματα στο νησί, είναι παράλογη».

 

» Βλέπε Βίντεο ΡΙΚ

 

Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του 2023, όπως και άλλοι πολίτες της ΕΕ που δεν επιτρέπουν η μοίρα τους να συνδεθεί με την πλασματική ταυτότητα μιας εθνο-θρησκευτικής κοινότητας, έτσι και εγώ δεν μπορώ να δεχτώ να είμαι όμηρος πολέμου της Τουρκίας ή στην Κύπρο να με αντιμετωπίζουν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας, εξαιτίας μιας φανταστικής «Τουρκοκυπριακότητας». Η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου συνόλου με τις διαφορετικές γλώσσες και κοινότητες της πρέπει να γίνεται σεβαστή. Ελπίζω ότι οι απόψεις και οι επιθυμίες που εξέφρασα θα συμβάλουν στο να γίνουν θετικά βήματα.

 

 

Μετάφραση από την τουρκική Γιάννης Μούτσης

  • Η τουρκική έκδοση αυτού του άρθρου, που γράφτηκε για την εφημερίδα Πολίτης με αφορμή την «Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου» της UNESCO, δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα στην τουρκική εφημερίδα T24, με τίτλο «Τουρκική, η άλλη γλώσσα της Κύπρου που αναμένεται να γίνει επίσημη γλώσσα στην ΕΕ».
  • Του Μεχμέτ Γιασίν (www.mehmetyashin.com)